Art & Design

Γιατί ο “ασχημότερος” πίνακας του Van Gogh θεωρείται αριστούργημα

«Αυτός ο πίνακας είναι από τους πιο άσχημους που έχω φτιάξει», έλεγε ο ζωγράφος σε ένα γράμμα στον αδελφό του, αναφερόμενος στο συγκεκριμένο έργο.

Πολλά έχουν ειπωθεί στην πορεία των χρόνων για τον εκκεντρικό ζωγράφο Vincent Van Gogh. Ο Ολλανδός καλλιτέχνης που δεν γνώρισε την επιτυχία όσο ζούσε αλλά δοξάστηκε όσο λίγοι μετά το θάνατό του έμεινε στην ιστορία της ανθρωπότητας ως ένας από τους πρώτους εξπρεσιονιστές και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλές γενιές ζωγράφων που ακολούθησαν. Το ταλέντο του Van Gogh, με αποκορύφωμα την ιδιαίτερη τεχνοτροπία του να ζωγραφίζει τα αντικείμενα στους πίνακές του σαν να στροβιλίζονται, σε συνδυασμό με την αυτοκαταστροφική του προσωπικότητα, με τον ίδιο τελικά να αυτοκτονεί το 1890, τον καθιέρωσαν ανάμεσα στις σημαντικότερες μορφές της τέχνης του 19ου αιώνα ενώ τα έργα του, τα οποία λίγοι μπόρεσαν να εκτιμήσουν στην εποχή τους, σήμερα θεωρούνται μερικά από τα σπανιότερα αριστουργήματα της ζωγραφικής.

Και μολονότι εκατομμύρια άνθρωποι επιθυμούν να θαυμάσουν τα έργα του από κοντά και συλλέκτες είναι πρόθυμοι να πληρώσουν αμύθητα ποσά προκειμένου να αποκτήσουν έναν αυθεντικό Van Gogh, ο ίδιος ο καλλιτέχνης συχνά αμφισβητούσε το ταλέντο του. Η εύθραυστη ψυχολογία του, η αδυναμία του να συντηρήσει οικονομικά τον εαυτό του, με αποτέλεσμα να βιοπορίζεται με χρήματα που του έστελνε ο αδελφός του αλλά και η ανικανότητα των συγχρόνων του να κατανοήσουν την τέχνη του, κλόνισαν πολλές φορές την πίστη του στις δυνατότητές του, με αποτέλεσμα να θεωρεί αρκετά από τα έργα του άσχημα, και τελικά να οδηγηθεί στον ακρωτηριασμό και την αυτοκτονία.


Ένα από τα πιο “άσχημα” έργα του Vincent Van Gogh είναι και ο πίνακας The Night Café (στα γαλλικά Le Café de nuit) τον οποίο φιλοτέχνησε το 1888. Όπως ο ίδιος έγραψε σε γράμμα στον αδελφό του Theo, τον θεωρούσε ένα από τα πιο άσχημα έργα του ενώ στην συνέχεια του γράμματος αναφέρει: «Είναι από εκείνα τα μέρη που μπορείς να καταστρέψεις τον εαυτό σου, να τρελαθείς, να γίνεις εγκληματίας». Και εκ πρώτης όψεως, μπορούμε να κατανοήσουμε ακριβώς το συναίσθημα που με λέξεις περιέγραψε ο καλλιτέχνης στο γράμμα του, ιδιαίτερα αν συγκρίνουμε τον συγκεκριμένο πίνακα με άλλα έργα του με παρόμοια θεματολογία.

Ο πίνακας απεικονίζει το εσωτερικό ενός καφέ, με τους θαμώνες καθισμένους στα τραπέζια, το μπάρμαν ντυμένο στα λευκά και ένα τραπέζι μπιλιάρδου να δεσπόζει στο κέντρο της εικόνας. Πρόκειται για ένα ομολογουμένως καταθλιπτικό σκηνικό, που μοιάζει να αποπνέει δυστυχία, αυτοκαταστροφή και αποσύνθεση. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όταν μιλάμε για έναν καλλιτέχνη του βεληνεκούς του Van Gogh. Γιατί κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να αποτυπώσει αυτό ακριβώς το δυσάρεστο συναίσθημα με τη δική του δεξιοτεχνία, μετατρέποντας τελικά αυτό το άσχημο έργο σε ένα αριστούργημα όπου τα σχέδια, τα χρώματα και η προοπτική της εικόνας εξυπηρετούν αυτόν ακριβώς το σκοπό: την αποτύπωση της απόλυτης παρακμής.

Εξετάζοντας πιο προσεκτικά το απεικονιζόμενο σκηνικό παρατηρούμε πως οι μορφές μέσα στον πίνακα μοιάζουν να έχουν παραδοθεί σε μία καταθλιπτική ραστώνη, με γερές δόσεις παρακμής: άλλες κρατούν τα κεφάλια τους και άλλες έχουν γείρει επάνω στα τραπέζια, παρασυρμένες σε μία δίνη μέθης και θλίψης. Οι καρέκλες είναι και αυτές άτακτα “πεταμένες” μακριά από τα τραπέζια, σχηματίζοντας περίεργους όγκους ενώ τα ποτήρια είναι βρώμικα, υπερτονίζοντας την γενικότερη  αισθητική του καφέ που είναι λες και αναδύει μια μυρωδιά αλκοόλ, σκόνης και ανθρώπινης δυστυχίας.

Οι περισσότερο μυημένοι στην τέχνη θα παρατηρήσουν πως στο The Night Café υπάρχουν και άλλα ελαττώματα. Στο συγκεκριμένο πίνακα η προοπτική, δηλαδή η τεχνική που δίνει βάθος, κάνοντας τις γραμμές ενός εικαστικού έργου να συγκλίνουν στο κέντρο του, έχει καταργηθεί εντελώς από το Van Gogh. Εδώ, οι γραμμές είναι ελαφρώς κυρτωμένες, χωρίς να ακολουθούν κάποιον άξονα και τραβούν τον θεατή κατευθείαν στο βάθος του δωματίου, στη μυστηριώδη πόρτα με τις κουρτίνες που κανείς δεν ξέρει πού οδηγεί. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται ένα πολύ ενδιαφέρον εφέ, που μοιάζει βγαλμένο από εφιάλτη: το εφέ πως οι μορφές είναι εγκλωβισμένες μέσα στο καφέ και δεν υπάρχει τρόπος να διαφύγουν· το εφέ πως τελικά και ο ίδιος ο παρατηρητής είναι παγιδευμένος μέσα στον πίνακα χωρίς να υπάρχει διέξοδος και λύτρωση.

Το σημαντικότερο ρόλο όμως διαδραματίζουν τα χρώματα. Όπως ο ίδιος ο Van Gogh ανέφερε σε άλλο γράμμα του στον Theo, «προσπάθησα να εκφράσω τα τρομερά πάθη της ανθρωπότητας χρησιμοποιώντας το κόκκινο και το πράσινο» καθώς και «παντού υπάρχει μία αντίθεση των πιο εξωπραγματικών κόκκινων και πράσινων». Η επιλογή των δύο αυτών χρωμάτων δεν είναι τυχαία, όχι από τον μετρ των αντιθέσεων που είχε εντρυφήσει στις λειτουργίες των χρωμάτων και στο εφέ που δημιουργεί η τοποθέτηση του ενός δίπλα στο άλλο. Με βάση την θεωρία των χρωμάτων, στην οποία και είναι εμφανές πως ο Van Gogh έδινε μεγάλη βάση όταν δημιουργούσε, το κόκκινο και το πράσινο είναι αντιθετικά χρώματα και ασκούν μία απωθητική δύναμη το ένα πάνω στο άλλο. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το κίτρινο και το μπλε, έναν ακόμη χρωματικό συνδυασμό που ο ζωγράφος αγαπούσε, με μία όμως βασική διαφορά: ενώ το κίτρινο-μπλε προκαλούν ένα ευχάριστο, εύθυμο συναίσθημα, το κόκκινο-πράσινο πετυχαίνουν το ακριβώς αντίθετο, δημιουργώντας μία άβολη ατμόσφαιρα που είναι δυσάρεστη στο μάτι.

Πρόκειται για έναν χρωματικό συνδυασμό που ο Van Gogh έχει χρησιμοποιήσει αρκετές φορές στα έργα του με χαρακτηριστικό παράδειγμα το πορτραίτο του εαυτού του, λίγο καιρό αφότου έκοψε το αυτί του. Όλα οδηγούν στο συμπέρασμα πως τα δύο αυτά χρώματα “φωνάζουν” δυστυχία και κάθε φορά που εμφανίζονται στα έργα του ζωγράφου ακολουθούνται από το άβολο αυτό συναίσθημα.

Το The Night Café, είναι σήμερα ένα από τα πιο διάσημα έργα του καλλιτέχνη. Ο “άσχημος” αυτός πίνακας έχει παίξει αριστοτεχνικά με τις ισορροπίες, τα χρώματα και την ανθρώπινη ψυχολογία, αποδεικνύοντας γιατί τελικά ένα έργο που έχει συλλάβει την ασχήμια σε όλο της το μεγαλείο μπορεί να θεωρηθεί αριστούργημα.

Από τη Γεωργία Γερμανάκου