Fashion News

Diana Vreeland: Το Μάτι Πρέπει να Ταξιδεύει

diana_vreeland_telluride_a_l

Ανέτρεψε την καθεστηκυία τάξη της μόδας του εικοστού αιώνα. Μετέτρεψε τη Vogue σε μια υπερδύναμη αυτοκρατορία, που όριζε τάσεις και αποτελούσε το Ευαγγέλιο για κάθε άνθρωπο του χώρου. Νους ευφυής, διορατική και σχεδόν αρρωστημένα εξαρτημένη απο τη δουλειά της, η Diana Vreeland, δε θα μπορούσε παρά να αποτελεί έναν θρύλο, που η θέση και η συμβολή της ειναι αδύνατον να αντικατασταθούν. Ποτέ, κανείς δε μπόρεσε να διεισδύσει στη ψυχοσύνθεσή της, και όχι τυχαία, καθώς δεν ήταν μια γυναίκα που είχε σώας τας φρένας, κάθε άλλο. ‘Ίσως, τελικά, αυτό να ήταν που την έκανε τόσο όμορφα ξεχωριστή. Γεννήθηκε στο Παρίσι το 1906, σε μια οικογένεια μικροαστών, που δεν είχε καμία σχέση με τον χώρο της μόδας. Η ψυχολογία της άρχισε να φθίνει από την παιδική της κιόλας ηλικία, εξαιτίας της μητέρας της, η οποία συνεχώς την συνέκρινε με την μικρότερη αδελφή της. Η Vreeland ήταν τρομακτικά άσχημη, σύμφωνα με τα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής, και η μητέρα της συνεχώς την μείωνε και την περιθωριοποιούσε. «Ήμουνα το πιο φρικτό κοριτσάκι στον κόσμο. Κάθε φορά που κοιταζόμουνα στον καθρέφτη ήθελα να αυτοκτονήσω», εξομολογήθηκε σε συνέντευξή της το 1979 .

Στην εφηβεία της έθεσε αυτοσκοπό την ένταξη της στην καλή κοινωνία και στην κοινότητα της μόδας, παρευρισκόταν σε όλες τις κοσμικές εκδηλώσεις και προσπαθούσε μανιωδώς να αποτελεί το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Ύστερα από τις επίμονες πιέσεις της μητέρας της, η οποία της είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν την αντέχει άλλο σπίτι, γιατί όσο μεγαλώνει ασχημαίνει, η Diana αποφάσισε να παντρευτεί. Κατ’ έκπληξη όλων, γοήτευσε τον περιζήτητο και πετυχημένο τραπεζίτη, Thomas Reed Vreeland, όπου και παντρεύτηκαν το 1924.


Μετά από χρόνιες και ατέρμονες προσπάθειες κατάφερε, το 1936 να ξεκινήσει ως fashion editor στο Harper’s Bazaar. Η τότε editor in chief, Carmel Show, την είδε να χορεύει στο St. Regis Roff και την ρώτησε αν θα την ενδιέφερε να δουλέψει στο περιοδικό. Ανέλαβε μια στήλη με τον τίτλο “ Γιατί, έτσι δεν είναι;”, που γρήγορα απέκτησε μεγάλη ανταπόκριση στο κοινό. Μέσω αυτής της στήλης παρουσίασε και την αντίληψη αυτή που έχει τυπωθεί στην ιστορία: « το μπικίνι είναι η πιο σημαντική εφεύρεση μετά την ατομική βόμβα». Ο κύκλος αυτός, όμως, δεν θα έκλεινε τόσο ιδανικά όσο ξεκίνησε για την πάπισσα του στυλ, και αιτία φαίνεται να στάθηκε η Show. Η γυναίκα που την πίστεψε τόσο στην αρχή, μετά την παραίτησή της, έπεισε τους Hearst να κάνουν αρχισυντάκτη την ανιψιά της, Nancy White, και όχι τη Vreeland. Με το αίσθημα της αδικίας, αφού εργάστηκε σκληρά τριάντα χρόνια σκληρής δουλειάς, η Diana αυτομόλησε στο αντίπαλο δέος, τη Vogue, όπου και την προσέλαβαν αμέσως.

Ξεκίνησε ως υπεύθυνη μόδας κι ένα χρόνο αργότερα, όταν αποσύρθηκε η Jessica Davies, ανέλαβε την αρχισυνταξία. Η δύναμη και η επιρροή που ασκούσε πλέον στο χώρο της μόδας, άρχιζαν να ξεπερνούν τα φυσιολογικά πλαίσια, και η φιλόδοξη Vreeland αποκτούσε σταδιακά τη θέση και το κύρος που της άρμοζαν. Είχε την ικανότητα να σκέφτεται πέρα απο καθετί το παρωχημένο, το συμβατικό. Κατάφερε να ανάγει τη μόδα σε ένα τελείως διαφορετικό επίπεδο, δημιούργησε νέες τάσεις και απέρριψε πολλές άλλες, ακόμα και αποδεκτές. Οι ειδήσεις που την απασχολούσαν, εντοπιζόντουσαν σ’ αυτές που αφορούσαν το στυλ. Όταν κάποιος την πληροφόρησε πως είχαν δολοφονήσει την Τζάκι Κένεντι, το σχόλιο της ήταν: «Κρίμα, δεν θα μπορούμε πια να έχουμε την Τζάκι στη Vogue».

Ήταν η πιο απαιτητική, η πιο αδίστακτη fashion editor που έχει περάσει ποτέ από την ιστορία, καθώς ζητούσε από τους συνεργάτες της πράγματα παράλογα, όπως να βρουν την συγκεκριμένη απόχρωση του μπλε του ουρανού πέντε λεπτά πριν ο ήλιος δύσει. Είχε, όμως, ένα μοναδικό χάρισμα να διατηρεί πιστούς και αφοσιωμένους όλους τους συνεργάτες της, κάτω από όλες τις συνθήκες. Παρά την φαινομενική επιτυχία της, όμως, τα παιδικά της τραύματα και απωθημένα, άρχιζαν να βγαίνουν ξανά στην επιφάνεια. Τα αποκρουστικά της χαρακτηριστικά την έκαναν να βάφεται έντονα και αντιαισθητικά, να καλύπτει με πούδρα ακόμη και τα χέρια της. Τα μαλλιά της ήταν βαμμένα στο χρώμα του μαύρου, δεν άφησε ποτέ να φανεί ούτε μια άσπρη τρίχα της, και τα νύχια της πάντα στο ίδιο έντονο κόκκινο, που ήταν σημειωτέον και το αγαπημένο της χρώμα. Ισορροπούσε μεταξύ της λογικής και την παραφροσύνης, άλλοτε φαινόταν η δυναμική αρχισυντάκτης που όλοι γνώριζαν, μα υπήρχαν και φορές που το μυαλό της ταξίδευε. Τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής της, λέει ο μύθος, δεν είχε γελάσει ποτέ.

Αυτόν, ακριβώς, τον ανισόρροπο χαρακτήρα δε μπόρεσαν να δικαιολογούν άλλο οι υπεύθυνοι του περιοδικού, ώσπου το 1971 αναγκάστηκαν να την απολύσουν. Ποτέ δεν διαδόθηκε ο ακριβής λόγος της απόλυσης της, και η ίδια ποτέ δεν εξέφρασε δημόσια τα συναισθήματα της, ποτέ δεν έκανε καμία δήλωση, κανένα σχόλιο , σαν να έσβησαν όλα με έναν μαγικό τρόπο. Φημολογείται, ότι η γραμματέας της, στη ιδέα ότι δεν θα δουλεύει πια για την Vreeland, προτίμησε να αυτοκτονήσει. Έκτοτε, η Vreeland εργάστηκε ως σύμβουλος για το Costume Institute του Metropolitan Museum, και το μετέτρεψε στο πιο ζωντανό τμήμα του μουσείου και την ίδια από τα πιο σημαντικά ονόματα συνεργατών του.

Το 1985, λίγα χρόνια πριν το θάνατό της, η Vreeland σταμάτησε τις δημόσιες εμφανίσεις της, επιλέγοντας μια μοναχική και ήρεμη ζωή. Οι φίλοι που της είχαν απομείνει ήταν ελάχιστοι, και όταν την επισκέπτονταν, κρυβόταν πίσω από ένα παραβάν, γιατί ντρεπόταν για την κατάληξή της. Τίποτα δε θύμιζε πια την σιδηρά κυρία της μόδας, που με μία της λέξη ανέτρεπε το καλλιτεχνικό προσκήνιο. Δεν επέτρεψε ποτέ σε κανέναν να δει έστω και μία άσπρη τρίχα πάνω της, να τη δει άβαφη και κακοντυμένη. Και, όμως, την μέρα που πέθανε, σε ένα ξενοδοχείο του Μανχάταν, το πρόσωπό της ήταν άβαφο και τα μαλλιά της ολόλευκα. Το μόνο που ήταν εκεί να την θυμίζει ήταν το πορφυρό χρώμα στα νύχια της. Αυτό το χρώμα που αγαπούσε τόσο γιατί ουσιαστικά την χαρακτήριζε: Έκρυβε όλες της τις ατέλειες και παρουσίαζε δυναμισμό, υγεία και αυτοπεποίθηση. Στη πραγματικότητα, όμως, φανέρωνε κάτι παραπάνω: την επίγεια, ιδιότυπη κόλαση στην οποία ήταν για πάντα εγκλωβισμένη. Και ενώ η ψυχή της έφυγε, είναι τόσο αισθητά παρούσα σε ό,τι περιστρέφεται γύρω από τη μόδα. Ας ταξιδέψουμε λοιπόν. Το μάτι πρέπει να ταξιδέυει.