Film & Theatre

Στη θεατρική παράσταση «Αξύριστα Πηγούνια» μια νεκρή γυναίκα ταράζει την πραγματικότητα

Αποδοχές και αποσυνδέσεις σε μια απέραντη θάλασσα μοναξιάς και λύπης, στο επιτυχημένο ανέβασμα του έργου του Γιάννη Τσίρου στο Θέατρο Από Μηχανής

Στις αποδοχές – επαγγελματικές, κοινωνικές, οικογενειακές, συναισθηματικές – από εκεί ξεκινά και εκεί καταλήγει το διαχρονικό έργο του Γιάννη Τσίρου «Αξύριστα Πηγούνια», που παρουσιάζεται 13 χρόνια μετά το πρώτο του ανέβασμα το 2006 και 20 χρόνια μετά την πρώτη του γραφή στο Θέατρο Από Μηχανής, σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη, με τους Αντώνη Κρόμπα, Ηλία Βαλάση, Στέλιο Δημόπουλο στους ρόλους τριών υπαλλήλων στην υπόγεια πτέρυγα ενός νοσοκομείου, όπου καθημερινά αποδέχονται, ταξινομούν, φροντίζουν και φυλάνε προσωρινά ανθρώπους που δεν κατάφεραν να επιζήσουν, και τη Μαρία Νεφέλη Δούκα στον ρόλο μια εικοσιπεντάχρονης μετανάστριας από κάποιο χωριό της Ρωσίας, που δουλεύει ως στρίπερ και κάποια στιγμή καταλήγει σε έναν από τους θαλάμους της υπόγειας πτέρυγας. Όσα εκτυλίσσονται με αφορμή τον ξαφνικό θάνατο της κοπέλας δείχνουν την ελάχιστη απόσταση που χωρίζει τους ανθρώπους, που είναι συναισθηματικά νεκροί, περισσότερο και από εκείνους που είναι πραγματικά νεκροί.

Τα φώτα σβήνουν και η Κάτω Σκηνή του Θεάτρου Από Μηχανής μετατρέπεται για λίγο σε στριπ κλάμπ, όπου μια νεαρή, ξανθιά, καλλίγραμμη κοπέλα λικνίζεται στους ρυθμούς μιας μουσικής που σχεδόν μονότονα αλλά σταθερά επαναφέρει ξανά και ξανά στα αφτιά μας τη φράση «I am human» («είμαι άνθρωπος»). Έστω και για λίγα λεπτά ακόμα… Ύστερα τα φώτα σβήνουν και πάλι και όταν ανάβουν βρισκόμαστε στην υπόγεια πτέρυγα ενός νοσοκομείου ή ακόμα πιο ειδικά, όπως μας πληροφορεί ο υπάλληλος που σηκώνει το τηλέφωνο και τον οποίο υποδύεται έξοχα ο Αντώνης Κρόμπας, στις αποδοχές.


Αυτή η λέξη επαναλαμβάνεται κάθε φορά που κάποιος μπαίνει στον θάλαμο. Ήρθες, παρέδωσες, αποσυνδέσου. Λέξεις απρόσωπες, που επαναλαμβάνονται τυπικά αποφεύγοντας την επαφή με την ουσία. Λέξεις που αναφέρονται γρήγορα, βιαστικά. Λέξεις κουρασμένες, όσο και οι άνθρωποι που δουλειά τους είναι το βαρύ καθήκον να τις επαναλαμβάνουν και να τις διεκπεραιώνουν, μένοντας όσο το δυνατόν πιο μακριά από αυτές. Όσο μακριά προσπαθούν να κρατηθούν οι άνθρωποι από τον θάνατο αλλά και από την ίδια την ζωή, μερικές φορές.

Ο Αντώνης Κρόμπας

Στην κυριολεξία πρόκειται για την πτέρυγα που δέχεται τις σωρούς ανθρώπων που δεν κατάφεραν να κρατηθούν στη ζωή, γρήγορα όμως αρχίζει να διαπιστώνει κανείς ότι η απόσταση που χωρίζει τις αποδοχές εν ζωή από τις αποδοχές μετά θάνατον, διαφέρουν λίγο μεταξύ τους, ίσως μάλιστα και να συνδέονται περισσότερο από όσο νομίζει κανείς, παρόλο που, όπως χαρακτηριστικά λέει κάποια στιγμή ο ένας, «ο θάνατος είναι πιο έντιμος από την ζωή. Σε γ***ει μια και έξω και όχι λίγο λίγο.»

Η Μαρία Νεφέλη Δούκα

Γραμμένο πριν από είκοσι χρόνια, με λόγο καθημερινό, της πιάτσας, που μιλιέται στο θέατρο δίνοντας στους ηθοποιούς τον χώρο να εμβαθύνουν στις λέξεις, να τις νιώσουν πρώτα και να τις πιστέψουν, το έργο του Γιάννη Τσίρου τραβά απότομα το σεντόνι όχι από τα πτώμα της «αγνώστου στοιχείων» κοπέλας που καταφθάνει στον θάλαμο για ταξινόμηση, φροντίδα και προσωρινή φύλαξη, αλλά από τα ανθρώπινα πτώματα που την περιβάλλουν. Για 90 λεπτά περίπου οι θεατές προσπαθούν να μαντέψουν την αιτία που οδήγησε πιθανόν στον θάνατό της. Όμως, όσο περνά η ώρα διαπιστώνει κανείς πως το ενδιαφέρον μετατοπίζεται από το τέλος της προς την αρχή της, προς την ίδια της τη ζωή, από τη στιγμή που εγκαταλείπει το χωριό της στη Ρωσία, ως τη στιγμή που φτάνει στην Ελλάδα. Νέα, όμορφη, Ρωσίδα και μετανάστρια. Το επαγγελματικό της μέλλον στη ζούγκλα μιας σύγχρονης μεγαλούπολης, όπως και όλων των ανθρώπων που ψάχνουν να βρουν το δρόμο τους και να επιβιώσουν σε μια ξένη χώρα, χωρίς να ξέρουν που πηγαίνουν και σταματώντας πού και πού για να χαζέψουν τον ουρανό, «λαμπρό». Στην αρχή καταλήγει στρίπερ, μετά για λίγο οικιακή βοηθός και στο τέλος πάλι στρίπερ, αλλά νεκρή, ανάσκελα στο φορείο ενός θαλάμου νοσοκομείου, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Γιατί ποιος τελικά να γνωρίζει λοιπά στοιχεία και την ιστορία κάθε ανθρώπου. Ποιος είναι, πώς λέγεται, πού γεννήθηκε, πού μεγάλωσε, πώς έζησε – αν τελικά έζησε πραγματικά ή έτσι νομίζει – πώς έφτασε σε κάποια χώρα και πώς ζει ή προσπαθεί να επιβιώσει μαζί με τους υπόλοιπους ανθρώπους, τους ντόπιους, εκείνους με την «κανονική» ζωή, το ίδιο απρόσωπη και εφήμερη και εκείνη.

Ο Στέλιος Δημόπουλος

Οι χρόνοι στο έργο είναι παρελθοντικοί. Ήρθες, έφυγες, άφησες το φορείο. Εκτός από μία λέξη, τη λέξη «αποσυνδέσου», που επαναλαμβάνεται και εκείνη διαρκώς, υπενθυμίζοντας στους υπαλλήλους του νοσοκομείου αλλά και σε εμάς τους θεατές το καθήκον της αποστασιοποίησης. Από όσα συμβαίνουν, από όσα θα δούμε και θα ακούσουμε. Η λέξη αυτή, όμως, αποκτά σταδιακά ένα άλλο νόημα. Εκείνο της ψυχικής αποσύνδεσης από τους ανθρώπους, από την πραγματικότητα, από την ίδια τη ζωή, που σε κάποιες περιπτώσεις γεννά την τρέλα και σε άλλες τη στασιμότητα, την αδράνεια, τον κυνισμό, τη συναισθηματική νέκρωση, το μηδέν, το τίποτα.

Ο Ηλίας Βαλάσης

«Είναι παράξενο ότι κινείσαι ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους χωρίς να διαφέρεις από εκείνους», λέει κάποια στιγμή ο ένας από τους τρεις εργαζόμενους της βραδινής βάρδιας, τον οποίο υποδύεται σε μια εντελώς διαφορετική και εξίσου δυνατή και αληθινή ερμηνεία ο Στέλιος Δημόπουλος, θέλοντας να δείξει πόσο η συναισθηματική αλλοίωση ενός ανθρώπου που έχει πάρει απόσταση απ’ ό,τι πίστευε στη ζωή του και κουρασμένος ψυχικά, μετά από είκοσι χρόνια σε μια υπηρεσία που σταδιακά ρούφηξε όση ενέργεια είχε μέσα του, στα 45 του, παντρεμένος με ένα παιδί – μια κόρη- μοιάζει ζωντανός, αλλά ο ίδιος έχει πάψει προ πολλού να ζει και απλώς επιβιώνει.

Το ίδιο και ο συνάδελφός του – στον ρόλο του ο Ηλίας Βαλάσης, σε μια αυθεντική, στιβαρή ερμηνεία – που παραπαίει μεθυσμένος ανάμεσα στη λογική και την παράνοια, αρνείται να ζήσει αλλά και να πεθάνει. Να δουλέψει αλλά και να απολυθεί. Να κάνει ένα οποιοδήποτε άλλο βήμα και έτσι μένει καρφωμένος στο μηδέν και σταδιακά αποσυνδέεται από όλους και από όλα. Η καθημερινή μυρωδιά του θανάτου τον έχει φέρει πιο κοντά σε αυτόν. Οπλοφορεί και δεν το χει σε τίποτα να σκοτώσει. Όπως δεν το χει σε τίποτα να σηκώσει το χέρι του και να χτυπήσει μια γυναίκα, ή να την προσβάλει δημόσια για την «προκλητική» εμφάνισή της και ας τη χρησιμοποιεί για να του πληρώνει τις δόσεις του καινούριου του αυτοκινήτου.

Σεξιστικά κατάλοιπα για την εικόνα και τη θέση της γυναίκας σε μια ακόμα ανδροκρατούμενη κοινωνία, ανθρώπινες αδυναμίες και ενοχές κρυμμένες κάτω από τον μανδύα της υποκρισίας, αποκαλύπτουν προοδευτικά την τραγική γελοιότητα της δήθεν ανδρικής υπεροχής και μιας παλιάς και λανθασμένης άποψης για τον ανδρισμό, που δε διστάζει να επιβληθεί με τη βία, αλλά δειλιάζει στην ιδέα ότι μπορεί να αποκαλυφθεί. Μόνο που μπορεί η φύση να είναι άγρια ή όμορφη, αλλά τελικά δεν είναι ίδια για όλους. Μπορεί κάποιοι να γίνονται θύματα της ίδιας τους της φύσης, άλλοι όμως μπορούν να της επιβληθούν αλλάζοντας τις ισορροπίες και φέρνοντας έστω και αργά μια κάποια δικαίωση και λύτρωση. Μάτια και στόματα αρχίζουν σιγά σιγά να ανοίγουν. Και συναισθήματα παγωμένα για καιρό κάτω από την επιφάνεια της συνείδησης αρχίζουν να βγαίνουν στην επιφάνεια. «Καστανά ήταν τα μάτια της», θυμάται τελικά ο ένας από τους τρεις. «Και στον ήλιο πρασίνιζαν». Κι όπως οι αναμνήσεις ξυπνούν σιγά σιγά και κόβουν βόλτες στον θάλαμο, ήσυχα, χωρίς φόβο, μένει μονάχα μια εικόνα. Η πρώτη και η τελευταία από μια ζωή που κύλησε γρήγορα πάνω σε μια βάρκα, κοιτάζοντας από ψηλά τα βυθισμένα σπίτια ή ανθρώπους βυθισμένους σαν τα σπίτια, σε μια θάλασσα απέραντης μοναξιάς και λύπης.

Κείμενο: Δέσποινα Ραμαντάνη

Υπόθεση Έργου
Τρεις άντρες, υπάλληλοι ενός νοσοκομείου, εργάζονται καθημερινά στην υπηρεσία τους στην υπόγεια πτέρυγα. Από τους πάνω ορόφους δέχονται και στη συνέχεια ταξινομούν, φροντίζουν και φυλάνε προσωρινά ανθρώπους που δεν κατάφεραν να επιζήσουν. Ακολουθούν μια ρουτίνα με τυπικές διαδικασίες. Απόψε όμως «έρχεται» μια γυναίκα να ταράξει τη νεκρή τους πραγματικότητα. Τα μυστικά, οι αποκαλύψεις και οι συγκρούσεις θα φέρουν στο φως τις αδυναμίες και τα ταπεινά τους ένστικτα. Ακολουθεί το έγκλημα, η εκδίκηση, η ενοχή και όταν φτάσει το πρωί δε θα είναι τίποτα ίδιο.

*Το έργο έχει ξαναπαιχτεί με μεγάλη επιτυχία από το 2006 και για δύο σεζόν στο Θέατρο «Πόρτα», σε σκηνοθεσία Θανάση Παπαγεωργίου με τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη, τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο και τη Λαμπρινή Αγγελίδου.

Συντελεστές:
Σκηνοθεσία: Γιώργος Παλούμπης
Σκηνικά/Κουστούμια: Νατάσα Παπαστεργίου
Σχεδιασμός Φωτισμών: Βασίλης Κλωτσοτήρας
Σχεδιασμός Ήχου: Αντρέας Μιχόπουλος
Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας

Παίζουν:
Αντώνης Κρόμπας
Ηλίας Βαλάσης
Στέλιος Δημόπουλος
Μαρία Νεφέλη Δούκα

Δες εδώ το trailer της παράστασης:

Info:
Μια παραγωγή του Από Μηχανής Θεάτρου
Κάτω Σκηνή

Η πρεμιέρα έγινε στις 2/11/2019

Ημέρες και ώρες παραστάσεων:
Τετάρτη, Πέμπτη, Κυριακή στις 21:00
Σάββατο στις 18:00
Διάρκεια: 90΄

Τιμές Εισιτηρίων:
Kανονικό: 15€
Μειωμένο (Φοιτητικό/Ανέργων/ΑμεΑ/ Άνω των 65): 12 €
Ατέλεια (Πέμπτη): 5€

Για προπώληση εισιτηρίων πήγαινε εδώ.
Τηλέφωνο κρατήσεων: 210 5232097