Interviews

Scott Treleaven

Scott Treleaven

Ο Scott Treleaven αποτελεί µια ξεχωριστή µορφή της Queer Revolutionary καλλιτεχνικής κοινότητας. Ο Καναδός καλλιτέχνης που ασχολείται µε zines, films, installations και τη φωτογραφία µεταξύ άλλων, ποτέ δεν έκρυψε το ενδιαφέρον του για τις υποκουλτούρες, τον αποκρυφισµό, τις µυστικές τελετές και τα σύµβολα. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του µίλησε για µερικά από τα πιο γνωστά, πρόσφατα αλλά και παλαιότερα, καλλιτεχνικά projects του αλλά και για σηµαντικές συνεργασίες όπως µε το περιοδικό AnOther και τον καλλιτέχνη AA Bronson.

-Πώς ήταν να µεγαλώνει κανείς στο Τορόντο και πώς η εκεί τοπική καλλιτεχνική σκηνή επηρέασε το έργο σου;


Το Τορόντο ήταν ένα εξαιρετικό µέρος για να µεγαλώσει κανείς στη δεκαετία του 90 µε ιδιαίτερα ζωντανή underground σκηνή, πολλούς ακτιβιστές, µε δυναµική gay σκηνή και ανεπτυγµένη  indie culture. Το Τορόντο συνεχίζει να είναι ένα πολύ καλό µέρος για να δουλέψει κανείς, σχετικά άνετο και φθηνό αλλά δυστυχώς, την περίοδο που εγώ έφευγα, είχε ήδη αρχίσει να κλείνεται στον εαυτό του. Ποτέ µου δεν κατάλαβα γιατί αλλά ποτέ δεν υπήρχε διεθνής επικοινωνία και ανταλλαγή ή και αν ακόµα υπήρξε, δεν κατάφερε να διατηρηθεί.

-Πώς προέκυψε η ιδέα του zine και της ταινίας µικρού µήκους The Salivation Army που µεταξύ των άλλων προβάλλεται στο MoMA και στο Art Basel;

Το The Salivation Army µου αποκαλύφτηκε σαν ιδέα σε ένα όνειρο το 1995. Στο όνειρό µου αυτό, τρία αγόρια µου αυτοσυστήθηκαν ως ‘The Salivation Army’ µια απόκρυφη homo-punk συµµορία, λέγοντάς µου ότι εγώ έπρεπε να κάνω την συµµορία τους πραγµατικότητα. Έτσι και έκανα. Το zine και η ταινία είναι µια απόπειρα να δηµιουργήσω από το µηδέν µια λειτουργική ανοιχτή µυθολογία. Εκεί επίσης µπορώ να ανατρέξω σε ορισµένες εκκολαπτόµενες έννοιες που αυτή τη στιγµή καθοδηγούν αυτά που κάνω.

-Πώς οι William Burroughs, William Blake, Brion Gysin και Derek Jarman σε έχουν επηρεάσει σαν άνθρωπο και σαν καλλιτέχνη;

Θα ήταν αδύνατον να συνοψίσω κάτι τέτοιο, αλλά αν θελήσω να αναζητήσω τον κοινό παρονοµαστή που τους συνδέει όλους, αυτός θα ήτανε τα πιστεύω τους ως καλλιτέχνες, τα ειλικρινή τους κίνητρα που καθόρισαν όλα αυτά που έγραψαν ή δηµιούργησαν. Όλοι τους πίστευαν ότι η τέχνη είναι ζωτικής σηµασίας στην εξελικτική διαδικασία του ανθρώπου, προορισµένη να προξενήσει ουσιαστική µεταµόρφωση του καλλιτέχνη και του θεατή και όχι απλά ένα µέσο δηµοτικότητας ή διασκέδασης της µπουρζουαζίας.

-Έχεις δηλώσει ότι ‘ο αποκρυφισµός παρέχει για µένα έναν πιο ακριβή και αξιοπρεπή τρόπο περιγραφής της ανθρώπινης κατάστασης’. Ποια είναι η τωρινή σου σχέση µε τη µαγεία παίρνοντας σαν αφορµή το πρόσφατο πρότζεκτ σου για το C Magazine; Ποια απόκρυφα σύµβολα εµφανίζονται συχνότερα στη δουλειά σου;

Το πρότζεκτ για το C Magazine βασίστηκε σε ένα διορατικό δοκίµιο του συγγραφέα και καλλιτέχνη Elijah Burgher σχετικά µε την δουλειά µου. Ο τρόπος που αναλύει την δουλειά µου έχει µεγάλο ενδιαφέρον λόγω κάποιων κοινών µας προβληµατισµών. Προσωπικά πάντως η κυρίαρχη ανησυχία µου έχει να κάνει κατά κάποιον τρόπο µε την ‘ανοµία’, µε ζητήµατα όπως οι υποκουλτούρες και τα αποµακρυσµένα είδη ανθρώπινης εµπειρίας που συµπεριλαµβάνουν, χωρίς να περιορίζονται, τον αποκρυφισµό. Εν συντοµία θα µπορούσαµε να πούµε ότι η τέχνη µου έχει ρίζες στην πολιτιστική ανθρωπολογία και ψυχολογία και λιγότερο στη µαγεία.

-Tο 2009 ήταν η χρονιά που παρουσίασες το Cimitero Monumentale, µια φωτογραφική έκδοση για το Printed Matter µε ασπρόµαυρες φωτογραφίες γλυπτών και τάφων. Για σένα τα νεκροταφεία, τόποι που γενικά θεωρούνται νοσηροί, και συγκεκριµένα η βόλτα στα  νεκροταφεία είναι κάτι το συναρπαστικό. Εξήγησέ µας γιατί;

Μου αρέσουν τα νεκροταφεία, πάντοτε τα έβρισκα χώρους στοχασµού -πιθανώς γιατί δίνουν διαφορετική προοπτική των πραγµάτων- αλλά δεν ήµουν προετοιµασµένος για το Cimitero Monumentale του Μιλάνου. Κατά την τρίµηνη παραµονή µου εκεί απέκτησα µια σχεδόν εµµονή µε τον χώρο, πήγαινα δυο µε τρεις φορές την εβδοµάδα προσπαθώντας να καταλάβω τα περίπλοκα συναισθήµατα που µου προκαλούσε. Στην αρχή η καταγραφή των γλυπτών ξεκίνησε σαν προσωπική µου υπόθεση χωρίς καµία σκέψη να τα εκθέσω. Όταν όµως άρχισα να το συζητάω µε τον AA Bronson, µου πρότεινε να τα εκδόσω. Ήταν φυσικά µια εξαιρετική ιδέα που περιλάµβανε την ανοιχτή έρευνα θεµάτων όπως το τέλος, η µαταιοδοξία, η τρυφερότητα και η µνήµη… αλλά ακόµα και µετά την λεπτοµερή εργασία πάνω στις φωτογραφίες ένοιωθα πως δεν είχα καταφέρει να µεταδώσω την εµπειρία µου. Αυτό µε οδήγησε σε µια σειρά από σχέδια που εκτέθηκαν στο Λος Άντζελες στις αρχές του έτους.

-To τεύχος 10 του περιοδικού AnOther Man περιλάµβανε ένα 14-σέλιδο φωτογραφικό πρότζεκτ σου µε στυλίστα τον Alister Mackie. Ποια είναι η σχέση σου µε τη µόδα και τι νιώθεις γι’ αυτή σου τη δουλειά;

Το βιβλίο του Dick Hebdige Subculture: The Meaning of Style, που διάβασα έφηβος εξακολουθεί να καθορίζει την στάση µου απέναντι στη µόδα ή για να το θέσω διαφορετικά ‘η µόδα είναι µια γλώσσα’ όπως ο φίλος µου Marco Zanini συχνά αναφέρει. Η φωτογράφηση για το AnOther Man ήταν ένα εξαιρετικό πρότζεκτ που µου έδωσε την ευκαιρία να δουλέψω σε ένα διαφορετικό περιβάλλον δοκιµάζοντας να προσφέρω την προσωπική µου µατιά. Η συνεργασία µε τον Alister Mackie ήταν πραγµατικά διασκεδαστική καθώς είναι ένας άνθρωπος οξυδερκής µε ευρύ πνεύµα και αντίληψη των πραγµάτων. Μαζί προσπαθήσαµε να παίξουµε µε διάφορα στυλ και εικόνες ισορροπώντας µεταξύ επιδοκιµασίας και σάτιρας της πολυτέλειας και της κουλτούρας της. Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι µια πολυτελής multi-brand ιστοσελίδα επέλεξε τις φωτογραφίες και µετά από λίγες µέρες το µετάνιωσε και τις απέρριψε. Στόχος µου ήταν να κάνω όµορφες εικόνες χωρίς να είναι ευκόλως εύπεπτες, και η απόρριψη αυτή ήταν για µένα σηµάδι ότι πιθανώς το είχα πετύχει.

-Συνεργάζεσαι µε την γκαλερί The Breeder στην Αθήνα που σε εκπροσώπησε στο Armory Show το περασµένο καλοκαίρι. Ποια είναι η γνώµη σου για τη σύγχρονη τέχνη στην Αθήνα και γενικά στην Ελλάδα;

Η Breeder είναι µια εκπληκτική γκαλερί αλλά η προσωπική µου επαφή µε την τέχνη στην Ελλάδα ήταν πολύ µικρή για να µπορέσω να βγάλω συµπεράσµατα. Η Αθήνα όµως, την οποία έχω ήδη επισκεφτεί δυο φορές, είναι πραγµατικά µια καταπληκτική πόλη, δυναµική µε µια απτή µορφή ενέργειας. ∆εν αναφέροµαι εµµέσως σε κάποια κοινωνική ή πολιτική κατάσταση απλά στον ενθουσιασµό που βίωσα εκεί, ένιωσα ότι εκεί, µπορούν να συµβούν τα πάντα. Για έναν καλλιτέχνη, για τον οποιοδήποτε µάλλον, το να νιώθει αυτόν τον αέρα της ‘δυνατότητας’ είναι κάτι σπάνιο.

Κείμενο: Κίκα Κυριακάκου | Photo: Paul P. | Links: ScottTreleaven.com , thebreedersystem.com