Film & Theatre

Μιλτιάδης Φιορέντζης: «Ο άνθρωπος που αγαπώ είναι και ο άνθρωπος που με απελπίζει»

Αποφοίτησε με άριστα από την Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν. Από το Θέατρο Άττις και τον Θεόδωρο Τερζόπουλο ως τις τελευταίες του εμφανίσεις στο «Βιβλίο της Ανησυχίας» του Michel Van der Aa και στους «Δαιμονισμένους» του Konstantin Bogomolov, μετρά σημαντικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους (μεταξύ των οποίων «Ο Λάμπρος» στο Φεστιβάλ Αθηνών και «Πελεκάνος» στο Bios, σε σκηνοθεσία Σύλβιας Λιούλιου, “Young Lear” στο Φεστιβάλ Αθηνών και «Οικογένεια Τσέντσι» στο ΙΜΚ σε σκηνοθεσία Ιόλης Ανδρεάδη) όπως και συμμετοχές σε φεστιβάλ της Ελλάδας και του εξωτερικού που τον έχουν ατσαλώσει θεατρικά και τον καθιστούν δικαίως έναν από τους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς της γενιάς του.

Αυτόν τον Φλεβάρη τον συναντάμε στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής» λίγες μέρες πριν από την πρεμιέρα της παράστασης «Κλάρα Σούμαν». «Ο άνθρωπος που αγαπώ είναι και ο άνθρωπος που με απελπίζει», μας λέει αναφερόμενος στη διαχρονική φύση της συνθήκης που πλαισίωσε την σχέση της Κλάρας με τον Ρόμπερτ Σούμαν καθώς ανατέμνουμε την μουσική ιδιοφυΐα μιας «μαριονέτας» ή «υπερμαριονέτας».

Πως αισθάνεσαι που φέτος σκηνοθετείς στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής»;

Ως φοιτητής της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης, θυμάμαι πως κάθε φορά που ερχόμουν στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων για να παρακολουθήσω τις ξακουστές παραστάσεις του Λευτέρη Βογιατζή, βρισκόμουν αντιμέτωπος με το ίδιο πάντα φαινόμενο. Την αισθητική αιχμαλωσία που σού προκαλεί ένα αυθεντικό έργο τέχνης. Την αίσθηση ότι έχεις ακινητοποιηθεί. Ότι αυτό που μόλις βίωσες δεν σού θυμίζει τίποτα άλλο. Το γεγονός ότι σε αυτόν τον χώρο φιλοξενείται η πρώτη μου σκηνοθεσία, αποτελεί για μένα από μόνο του τεράστια πηγή έμπνευσης, έλξης και γενναιοδωρίας.


Φωτογραφία: Μαριλένα Βαϊνανιδη

Μίλησε μας για την πρώτη σου αυτή σκηνοθετική απόπειρα και εμπειρία. Ποια είναι τα συναισθήματα σου;

Μόνο μια λέξη μου έρχεται στο νου: χαρά. Η χαρά μου είναι απροσμέτρητη για πολλούς λόγους. Για όλες τις δεξιότητες που χρειάστηκε να καλλιεργήσω για να συντονίσω ένα ολόκληρο σκηνικό εγχείρημα. Για τα όρια του εαυτού μου με τα οποία ήρθα πολύ συχνά αντιμέτωπος. Για την ανεκτίμητη ομάδα των συνεργατών μου, με τους οποίους συντονιστήκαμε στην ίδια συχνότητα δημιουργίας. Για την απλόχερη έμπνευση που μας χάρισε η προσωπικότητα της Κλάρα Σούμαν και οι μουσικές του Ρόμπερτ Σούμαν.

Κλάρα Σούμαν: Τι ήταν αυτό που σε κέντρισε στην ιστορία της και αποφάσισες να σκηνοθετήσεις αυτό το έργο;

Η αμετάκλητη αγάπη της για τη μουσική. Η λατρεία που είχε στον Σούμαν. Το ότι κατάφερε να μεταβολίζει όλα τα εμπόδια, τις μικρές ή μεγάλες τραγωδίες της ζωής σε καύσιμη ερμηνευτική ύλη. Το ότι επέλεξε να προχωρήσει. Το ότι πήγε την τέχνη της ένα βήμα μπροστά. Είναι μερικές μόνο από τις ποιότητες που με κινητοποίησαν να οραματιστώ τη σκηνική εκδοχή αυτής της ολόφωτης προσωπικότητας. Και αυτές τις ποιότητες αποπειράθηκα να κοινωνήσω στην συγγραφέα Μαρία Γιαγιάννου η οποία όχι μόνο τις συμπεριέλαβε στην έμπνευσή της, αλλά τις απογείωσε σε ένα πολυεπίπεδο θεατρικό κείμενο σπάνιας δομής και ευαισθησίας.

Πώς συνέβαλαν στην δραματουργία τα κείμενα της Μαρίας Γιαγιάννου;

Το μετα-ρομαντικό θεατρικό κείμενο της Μαρίας Γιαγιάννου υφάνθηκε με την μορφή δύο παράλληλων μονολόγων οι οποίοι όχι μόνο συστήνουν καίρια και πρωτότυπα αυτήν την λαμπερή μουσική ιδιοφυΐα, αλλά παράλληλα φωτίζουν τη σχέση της με την τέχνη, την εποχή της και φυσικά τον Σούμαν. Το κείμενο όμως πηγαίνει και ένα βήμα παραπάνω: εισάγει στη δραματουργία την ιδέα της ανθρώπινης μαριονέτας και τους εύλογους προβληματισμούς περί μηχανικής φύσης ενός ανυπέρβλητα επιδέξιου καλλιτέχνη.

Πρόκειται τελικά για μια «μαριονέτα» ή «υπέρ-μαριονέτα» της εποχής της; Θα μπορούσε ο χαρακτηρισμός αυτός να αντιστοιχεί και σε μια γυναίκα σήμερα;

Κάθε καλλιτέχνης που καταφέρνει να ανάγει την τέχνη του σε επίπεδα υψηλής δεξιοτεχνίας, προκαλεί αναπόφευκτα ερωτήματα: ποιος κινεί τα νήματα της ανθρώπινης δημιουργίας; Πώς ορίζεται το ταλέντο και ποιος ο βαθμός συνείδησής του; Έχει ο καλλιτέχνης γνώση της προσποίησης της τέχνης του; Δημιουργεί με όρους ελεύθερης βούλησης ή κινείται ως ανδρείκελο αθέατων δυνάμεων; Η περίπτωση της Κλάρα Σούμαν είναι η αφορμή για τέτοιου είδους διερωτήσεις για κάθε σπουδαίο δημιουργό ανά τους αιώνες, ανεξαρτήτως φύλου, προέλευσης ή καταγωγής.

Ποιες πτυχές της προσωπικότητας αυτής της μεγάλης γυναίκας δημιουργού και της σχέσης της με τον Σούμαν επιχειρεί να φωτίσει η παράσταση;

Αρχικά η παράσταση επιχειρεί να συστήσει ποια ήταν η Κλάρα Σούμαν και τι σπουδαίο κατάφερε για γυναίκα μιας εποχής όπου οι γυναίκες-δημιουργοί ήταν είδος σπάνιο, σχεδόν ανύπαρκτο. Δευτερευόντως, η παράσταση αποπειράται να αναδείξει όλα τα εμπόδια στη μεταξύ τους σχέση, αλλά και την αδυσώπητη ανάγκη τους για αγάπη και λύτρωση.

Σκηνοθετικά πώς μεταφέρεται αυτή η ιστορία στο σήμερα;

Από την ίδια την διαχρονική φύση της συνθήκης που πλαισίωσε τη σχέση Κλάρα και Ρόμπερτ: ο άνθρωπος που αγαπώ είναι και ο άνθρωπος που με απελπίζει. Είναι μια συνθήκη που απαντάται πολύ συχνά στο ανθρώπινο γένος σε όλες τις φάσεις της ιστορίας του.

Πιστεύεις ότι οι λέξεις ρομαντικός ή ρομαντισμός έχουν χάσει την έννοια τους σήμερα;

Φαντάζομαι είναι στο χέρι του καθενός να κρατήσει ζωντανό, φλεγόμενο και δημιουργικό αυτό που ο ίδιος ορίζει ως ρομαντικό.

Ποια είναι η σχέση σου με την μουσική και με την κλασική μουσική;

Ο πατέρας μου ήταν λάτρης της κλασικής μουσικής και άθελα του, μου μετέδωσε την αγάπη του. Μικρός έκανα μαθήματα πιάνου, ωστόσο ήμουν μάλλον ανώριμος για να αφουγκραστώ τη χρησιμότητα αυτής της εκπαίδευσης. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να αντιληφθώ ότι κάθε μορφή τέχνης υπακούει σε μια ορατή ή αόρατη παρτιτούρα.

«Η μουσική δίνει ήχο σε αυτά που θα ήταν καλύτερα να μείνουν στην
σιωπή». Σε βρίσκει σύμφωνο αυτή η άποψη;

Η διάσημη φράση της Κλάρα Σούμαν που αναφέρετε, με έκανε να αναρωτηθώ πώς θα ήταν αν στον ίδιο χώρο ακούγεται όχι μόνο η μουσική αλλά και οι σκέψεις που τη γέννησαν. Είναι αρκετή η μουσική για να εκφράσει τα πάντα; Μπορεί να υποκαταστήσει τον ανθρώπινο λόγο; Πότε εκφραζόμαστε καλύτερα; Δεν είμαι σίγουρος αν το σκηνικό πείραμα με το ποιο καταπιανόμαστε, δίνει απαντήσεις. Διερευνά ωστόσο με αγνές προθέσεις τον πλούτο, το βάθος, την πολυπλοκότητα αλλά και την λυτρωτική εμπειρία της ανθρώπινης έκφρασης.

Κείμενο: Δέσποινα Ραμαντάνη