Art & Design

Georgia O’Keeffe: Ό,τι δε γνωρίζεις για τη μητέρα του Αμερικανικού Μοντερνισμού

Georgia O’Keeffe. H μητέρα του Αμερικανικού Μοντερνισμού. Λάτρευε τη φύση, τα λουλούδια, την έρημο και το Νέο Μεξικό. Εμπνεύστηκε από αυτά και έγινε μία από τις λαμπρότερες καλλιτέχνες του 20ού αιώνα.

Πέθανε το 1986, σε ηλικία 98 ετών, στον τόπο της, το Νέο Μεξικό. Εμείς την μνημονεύουμε, την τιμάμε, εμπνεόμαστε από αυτή και παραθέτουμε εδώ ό,τι δεν γνωρίζεις για την ιδιαίτερη Georgia O’Keeffe.

Κάποτε ήθελε να παρατήσει τη ζωγραφική. Μεγάλωσε στην μικρή πόλη του Wisconsin και πήρε το όνομά της από τον παππού της μητέρας της, τον Τζωρτζ Βίκτορ Τότο. Μέχρι την ηλικία των 10 ετών είχε αποφάσισει ότι θα γίνει καλλιτέχνης, αλλά η εκπαίδευσή της στην τέχνη, την αποθάρρυνε και στα 21 της εγκατέλειψε το όνειρό της, υποθέτοντας ότι ποτέ δεν θα μπορέσει να ενταχθεί στην αυστηρή ρεαλιστική παράδοση που υοθετούσαν οι δασκάλοι της.

Ήταν από τους πρώτους «αφηρημένους» καλλιτέχνες της γενιάς της. Άρχισε να ζωγραφίζει πάλι το 1912 μετά από τέσσερα χρόνια ως εμπορικός ζωγράφος. Σε ηλικία 25 ετών παρακολούθησε θερινά τμήματα στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια. Ο δάσκαλός της, της παρουσίασε τις ιδέες του Arthur Wesley Dow. Ο Dow επηρεάστηκε από μελέτες ιαπωνικής τέχνης, με έμφαση στη σύνθεση και το σχεδιασμό όπως οι μετα-ιμπρεσιονιστές.

Δημοσιοποίησε πρώτη φορά τα έργα της στέλνοντάς τα ταχυδρομικά. Στις αρχές της δεκαετίας του 1910, η O’Keeffe εκτέθηκε στα έργα των ευρωπαίων μοντερνιστών όπως ο Picasso και ο Braque, στη γκαλερί που άνηκε στον φημισμένο φωτογράφο Alfred Stieglitz. Στα τέλη του 1915 έστειλε μια σειρά σχεδίων με κάρβουνο στη φίλη της Anita Pollitzer, η οποία τα έδειξε στον Stieglitz. Τα θεώρησε τα «πιο αγνά, ωραία και ειλικρινά πράγματα που είχε δει σε μεγάλο χρονικό διάστημα». Όταν η O’Keeffe έφτασε στην γκαλερί τον Απρίλιο του 1916, ανακάλυψε πως τα έργα της είχαν ήδη εκτεθεί. Η πρώτη της εμφάνιση πραγματοποιήθηκε στη γκαλερί τον Απρίλιο του 1917.

Ο έρωτάς της με τον Alfred Stieglitz ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Αλληλογραφούσαν συχνά, και στις 10 Ιουνίου 1918 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη. Άρχισαν να ζουν μαζί σχεδόν αμέσως, παρά το γεγονός ότι ο Stieglitz ήταν 23 ετών μεγαλύτερος και ήδη παντρεμένος. Το 1924, χώρισε και παντρεύτηκαν. Μέσω αυτού γνώρισε πολλούς σημαντικούς Αμερικανούς μοντερνιστές όπως ο Charles Demuth, ο Arthur Dove, ο Marsden Hartley, ο John Marin, ο Edward Steichen.

Ο χωρισμός τους την πλήγωσε πάρα πολύ. Τέσσερα χρόνια μετά τον γάμο τους, ο Stieglitz έκανε σχέση με την Dorothy Norman. Η O’Keeffe εισήχθη στο νοσοκομείο με κατάθλιψη και υπέφερε από νευρικό κλονισμό. Τότε, ήταν που άριχσε να περνάει τα καλοκαίρια της ζωγραφίζοντας στο Νέο Μεξικό, αποφασίζοντας πως εκεί θέλει να ζήσει την υπόλοιπη ζωή της, κάνοντας μια νέα αρχή στο έργο της.

Ερωτεύτηκε ένα βουνό. Με τις πρώτες της επισκέψεις στο Νέο Μεξικό, γνώρισε το Ghost Ranch, βόρεια του Abiquiú, για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1934. Η θέα της ατέρμονης ερήμου μπροστά από το βουνό Cerro Pedernal, έγινε το αγαπημένο της θέμα. «Είναι το ιδιωτικό βουνό μου», έλεγε, «ανήκει σε μένα», «Ο Θεός μου είπε αν το ζωγράφισα αρκετά, θα μπορούσα να το έχω.»

Για την O’Keeffe, το λουλούδι ήταν απλά ένα εργαλείο. Μέσω αυτού, θα μπορούσε να εξερευνήσει ποικίλες γλώσσες αναπαράστασης και έμπνευσης. Χωρίς αμφιβολία, το έργο της Inside Red Canna (1919) είναι η πιό πρόωρη απεικόνιση του μεγεθυνμένου λουλουδιού με λάδι. Αισθησιακή, σεξουαλική, ισχυρή και ευαίσθητη, η ιδιαίτερη ζωγραφική της τέχνη σχολιάστηκε πολλές φορές για το πως παρομοίαζε τα λουλούδια με τα γυναικεία γεννητικά όργανα, κάνοντας τα έργα της ωδή στο φεμινισμό και τη γυναικεία δύναμη. H ίδια βέβαια δεν το παραδέχτηκε ποτέ, αποτινάσσοντας από πάνω της το φεμινστικό προφίλ που της απέδιδαν.

Ήταν -και είναι- style icon. Δεν τις άρεσαν οι υπερβολές, λάτρευε τις απλές σιλουέτες, τη στενή μέση, το μάυρο και το άσπρο. Ήταν επαγγελματίας μοδίστρα και έραβε μόνη της τα ρούχα της. Το ανδρόγυνο στιλ της, την ξεχώριζε από τις γυναίκες της εποχής και οι χαρακτηριστικές της ζώνες, άφησαν το λιθαράκι τους στον μετέπειτα «στιλιστικό αγώνα» των γυναικών. H ίδια έλεγε πως δε φόραγε μαύρο από επιλογή, αλλά κυρίως από ανάγκη, καθώς αν έχανε ενέργεια συνδυάζοντας χρώματα για ρούχα, δε θα είχε χρόνο για ζωγραφική.

Κείμενο: Φέκου Γεωργία