Text: Μανώλης Κρανάκης

Η ιστορία δύο ανθρώπων που, υπό φυσιολογικές συνθήκες, δεν θα ερωτευόντουσαν ποτέ αν δεν υπήρχε το σινεμά γίνεται η αφορμή για την ταινία που βάζει την λέξη ‘ελληνική’ πριν από την ρομαντική κομεντί.


Η προσθήκη της λέξης ‘ελληνική’ μπροστά από το πλέον παρεξηγημένο από τα κινηματογραφικά είδη, την ρομαντική κομεντί, θα έμοιαζε κανονικά με αστεϊσμό. Η Χριστίνα Ιωακειμίδη, όμως, δεν αστειεύεται καθόλου. Τα υλικά της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας της έχουν συλλεχθεί με απόλυτη γνώση των δύσκολων απαιτήσεων μιας αυθεντικής ρομαντικής κομεντί που το ελληνικό σινεμά δεν ευτύχησε μέχρι σήμερα όχι να γεννήσει, αλλά ούτε καν να σκεφτεί. Ένα κορίτσι που θέλει να αγαπηθεί, ένα αγόρι που δεν μπορεί να αγαπήσει και η εκρηκτική συνάντησή τους θα ήταν στοιχεία αρκετά για να περιγράψουν το ‘Χάρισμα’ και την συναρπαστικά απλή ιστορία του. Μόνο που το σινεμά (αντίθετα με την πραγματική ζωή) έχει πάντοτε κρυμμένους άσους στο μανίκι του για τις ερωτικές ιστορίες που μοιάζουν καταδικασμένες από την αρχή. Το δυσλειτουργικό ζευγάρι που βρίσκεται στο κέντρο του σύγχρονου αυτού αστικού love story δεν είναι παρά δύο άνθρωποι της διπλανής πόρτας, οι οποίοι για μια στιγμή αποφασίζουν να ενδώσουν στο ‘τι θα γινόταν αν…’. Και είναι σε εκείνο ακριβώς το σημείο που η ταινία τελειώνει με την υπέροχη εισαγωγή στον συνηθισμένο κόσμο του καθενός για να ανοίξει μια πόρτα στο όχι και τόσο συνηθισμένο κοινό τους σύμπαν. Χαμένοι σε μια μοναδική στιγμή μέσα στον χρόνο, ο άξεστος αλλά τόσο αυθεντικός Χάρης (Μάκης Παπαδημητρίου) και η ανασφαλής αλλά τόσο σίγουρη για όσα δεν θέλει Ισμήνη (Βάσω Καβαλιεράτου) μεταμορφώνονται σε ήρωες μιας τόσο απλής ιστορίας που θα μπορούσε να είναι κλασική. Μαζί φτιάχνουν ένα χώρο στον οποίο μπορούν να είναι ο εαυτός τους, αφήνοντας απ’ έξω όλα όσα θα τους έκριναν ως αταίριαστους. Ακριβώς ό,τι κάνει δηλαδή και η ‘χαρισματική’ Ιωακειμίδη ποτίζοντας τους ήρωες της με περισσή αγάπη, βάφοντας την Αθήνα με ένα λούστρο μαγικού ρεαλισμού και στέλνοντας με το φινάλε της ένα μήνυμα εναλλακτικής επιβίωσης σε έναν αποδεδειγμένα σκληρό κόσμο. Αφήνοντας απ’έξω όσους σοβαροφανείς συνεχίζουν να θεωρούν τις ρομαντικές κομεντί παιδιά ενός κατώτερου σινεμά.