Οι πρωτιές του σχεδιαστή Γιάννη Τσεκλένη είναι πάμπολλες. Μέσα από μια κουβέντα μιας ώρας προσπάθησα να συλλέξω τις πιο σημαντικές, αλλά όταν έχεις απέναντί σου τον άνθρωπο που έχει υπογράψει από υψηλή μόδα μέχρι κτήρια , σχολικές ποδιές και αεροπλάνα, νιώθεις ότι ποτέ οι λέξεις δεν θα φτάσουν να περιγράψουν το εύρος και την ποικιλομορφία της καλαισθησίας του νου του.
Από την Έφη Αλεβίζου
“Η πρωτοπορία είναι συνυφασμένη με το όνομα Γιάννης Τσεκλένης.” λέω στον άνθρωπο που η υπογραφή του είναι ταυτόαιμη του Made in Greece.
“Και δεν ήταν αυτοσκοπός. Μου συνέβη.” εξηγεί ο ίδιος και ξεδιπλώνει το νήμα μιας υπέροχης ιστορίας φτιαγμένη από νήματα, υφάσματα, λάμψη, πραγμάτωση και πολλή δουλειά. “Εκεί στα 19 μου χρόνια, που είχα τελειώσει από το σχολειό, τίθεται ένα θέμα από τον πατέρα μου, να πάω να σπουδάσω υφαντουργός στην Αγγλία. Του λέω «δεν θέλω, θα μείνω εδώ». Δούλευα ήδη στο κατάστημα υφασμάτων του πατέρα μου και μου άρεσε πολύ η επαφή με τη δουλειά. Έτσι κι έκανα. Διάβασα μια βιβλιογραφία διαφήμισης και μάρκετινγκ (δεν υπήρχε έδρα μάρκετινγκ στην Ανωτάτη Εμπορική τότε). Και έχοντας μάθει από το Κολέγιο να ερευνώ σε βιβλιογραφίες, φτιάχνω μία πολύ καλή σειρά βιβλίων, διαβάζω και γίνομαι καλά καταρτισμένος σε ό,τι αφορά στη διαφήμιση.
»Η έφεση μου στην ζωγραφική που έδινε τη διάθεση να εκφραστώ κάνοντας μακέτες, η σχέση μου με το εμπόριο μου κάλυπτε την πρακτική γνώση, την οποία δεν την έχουν οι διαφημιστές. Γνώριζα πώς συμπεριφέρεται ο καταναλωτής, είχα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον πάνω σε αυτό. Ο καταναλωτής είναι ουσιαστικά και ο σχεδιαστής μόδας, ο αρχιτέκτονας, είναι τα πάντα ο καταναλωτής. Αυτός καθορίζει με τη συμπεριφορά του τα trends, είτε παθητικά, είτε ενεργητικά.
»Ιδρύω μια διαφημιστική εταιρία μελετών και είμαι ο πρώτος στην Ελλάδα που κάνω έρευνα αγοράς. Συνδέομαι με έναν συγγενή της πρώτης μου γυναίκας, τον Παύλο Μελά, εγγονό του μεγάλου Παύλου Μελά, ο οποίος ιδρύει μια εταιρία την Publica και εγώ με την Spectra κάνω τις μακέτες, την σχεδιαστική δουλειά, έχοντας όμως κάνει έρευνα. Μέχρι τότε η έρευνα αγοράς ήταν άγνωστος τόπος. Αυτή ήταν η πρώτη πρωτιά.” λέει με την έμπνευση του παρατηρητή στο βλέμμα κι όχι του ανθρώπου που τα έχει καταφέρει. Σπουδαία στάση ζωής.
“Η δεύτερη πρωτιά έρχεται πέντε χρόνια μετά όταν κάνω textile design και όχι μόδα, διότι εγώ μπήκα στην μόδα από το παράθυρο του textile. Επειδή ήμουν υφασματάς, κάτι παρέες και «μάρκες» της εποχής, με αποκαλούσαν ο ‘κουρτινάς’, μου κολλούσαν το παρατσούκλι της αλητοπαρέας. Ήταν τότε που έχασα τον πατέρα μου, ο οποίος με είχε παρασύρει να καθίσω στη μόδα, είχε διαγνώσει ότι διάλεγα πολύ σωστά από τους Γάλλους και τους Ιταλούς, χωρίς πληροφόρηση, χωρίς να γνωρίζω τα trends, αυτά που αργότερα αγόραζε η υψηλή ραπτική. Από την όσφρηση της αγοράς, δια της εις άτοπον απαγωγής. Τότε τέθηκε ένα θέμα στον εαυτό μου, ότι θα κρατήσω την ευχή του πατέρα μου να συνεχίσω στο textile της μόδας. Έτσι έκανα τα πρώτα μου σχέδια, τα οποία όταν τα είδε ο Ντίμης Κρίτσας ενθουσιάστηκε και με έπεισε, ξεπουλήσαμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε και οι δύο και πήγαμε τη συλλογή στην Αμερική, η οποία ‘έσπασε κεφάλια’ σε 48 ώρες, δηλαδή έσπασε τις πόρτες. Αυτή ήταν η δεύτερη πρωτιά με υπερθεαματικά υφάσματα, τα οποία εξελίχθηκαν σε θεματικά designs (όπως τα βυζαντινά μωσαικά, οι ιμπρεσιονιστές, τα ρώσικα θέματα κ.ά) τα οποία και με συνόδευσαν σε όλη μου τη ζωή. Βέβαια, αυτή η πρωτιά ανήκει πάντα στον Emilio Pucci, ο οποίος τόλμησε τα πολύ δυνατά prints, αλλά εγώ πατώντας σε αυτό το μονοπάτι, έφυγα πολύ πιο μακριά”.
Ο ΠΙΟ ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΚΟΡΥΦΗ ΣΕ ΚΟΡΥΦΗ
“Η τρίτη μου πρωτιά έρχεται όταν είμαι πια αρκετά καθιερωμένος στη μόδα, μιλάμε για το ’73-’74, έχοντας μπει πλέον στον λούκι να ετοιμάζουμε συλλογές ένα χρόνο και ενάμισι πριν, να πηγαίνουν οι συλλογές σε showrooms στην Ιαπωνία, τη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, την Αθήνα, να κάνουμε χονδρικές πωλήσεις και μετά να παραδίδουμε τις παραγγελίες και να πρέπει να τονώσουμε το καταναλωτικό κοινό –επειδή πενία τέχνας κατεργάζεται, έκανα πάντα πρωτοποριακές θεματικές συλλογές ώστε να βγάζουν είδηση- και έπρεπε να πηγαίνω εκεί να κάνω σόου, τα οποία φυσικά δεν πλήρωνα εγώ, πλήρωναν τα μεγάλα μαγαζιά που διαφημίζονταν. Όμως έπρεπε να τρέχω σαν τη σβούρα σε όλο τον πλανήτη και ταυτόχρονα να είμαι στην Αθήνα που είχαμε εννιά μπουτίκ στη στεριά και τρεις στα καράβια.
»Εδώ θα κάνω μια παρένθεση, για μία ακόμα πρωτιά. Έκανα το πρώτο franchise μπουτίκ μόδας. Είμαι το πρώτο franchise της χώρας, εκτός από τα βενζινάδικα και της Έβγα, τα οποία δεν γίνονταν με συμβόλαια franchise αλλά υπέγραφαν συμβόλαια ως πρατήρια. Θυμάμαι όταν έλεγα τον όρο franchise οι περισσότεροι νόμιζαν ότι μιλάω για σοκολατάκια.
»Επανέρχομαι στο προηγούμενο θέμα. Έχοντας μπει σε αυτό το λούκι των συλλογών, των ταξιδιών, του παγκόσμιου promotion, θέλω να απαλύνω τον τρόπο αλλά να μεγαλώσω την εμβέλεια της προβολής, χωρίς χρήματα. Και έτσι σχεδιάζω, γράφω, σκηνοθετώ και παράγω τα πρώτα βίντεο κλιπ, τα οποία είναι film clips, 35mm ταινίες που τα κατεβάζαμε σε 16mm και παίζονταν back projection μέσα στα μεγάλα καταστήματα. Αυτές οι πέντε ταινίες που έγιναν μέχρι το ’80 βρίσκονται στο Metropolitan Museum της Νέας Υόρκης, τώρα τα πήρε το ΜΟΜΑ, είναι στο fashion film archive. Έκανα τα καρτούν το 1973, τα κύματα του 1974, το καλοκαίρι του ’74 την ταινία ‘Boats and Sunshine‘, η οποία είχε ενσωματωμένο ένα κομμάτι από τη συλλογή μου Old Navy line by Tseklenis για τα τσιγάρα Old Navy. Τι έγινε τότε με αυτές τις ταινίες; Πήγαιναν να παιχτούν στα καταστήματα αλλά ταυτόχρονα σε κόπιες 16mm τις στέλναμε στα τηλεοπτικά κανάλια ανά τον κόσμο. Παίχτηκαν στα μεγάλα κανάλια της Αυστραλίας, στο μεγαλύτερο κανάλι της Ιαπωνίας, στο BBC 1 της Αγγλίας, στο δεύτερο κανάλι της Γερμανίας, στα Art Cinema Theatres της Αμερικής. Εν τω μεταξύ, έδινα τις ταινίες στους εδώ κινηματογράφους –δωρεάν, δεν πληρώναμε- και τις παίζανε μεταξύ διαφημίσεων. Έμοιαζε ότι η κάθε ταινία δεν διαφήμιζε μια συλλογή, έμοιαζε ότι η συλλογή αυτή έχει ντύσει την ταινία. Πήρα μεγάλη ικανοποίηση από αυτές τις ταινίες και έχουν αναγνωριστεί παγκοσμίως.” λέει ο άνθρωπος που συνέλαβε την έννοια του όρου fashion film πριν ανακαλυφθεί ο όρος.
“Το 1987 σχεδίασα όλα τα εσωτερικά του στόλου της Ολυμπιακής Αεροπορίας, δηλαδή άλλο για τα Β747, άλλο για τα Β727, άλλο για τα Β707 κι άλλο για τα Airbus. Η OA αυθαίρετα εφάρμοσε τα σχέδιά μου και στα ΑTR42 και στα ΑΤΡ72 της αεροπλοΐας. Το 1989 σχεδίασα τα Β767, που αφού φτιάχτηκαν, τα ξεπούλησε ο Μητσοτάκης και η ΟΑ ποτέ δεν με πλήρωσε. Το 1996 ξεκίνησα το face lifting του εσωτερικού των τότε τρένων του ΟΣΕ. Το 1999 έως το 2003 σχεδίασα το εσωτερικό και εξωτερικό όλων των νέων συρμών του ΟΣΕ. Δεκαεπτά τύπους βαγονιών στο σύνολο μαζί με τα του προαστιακού. Το 1998 σχεδίασα το εξωτερικό και εσωτερικό των τρόλεϊ, των αστικών λεωφορείων της Αθήνας, των αστικών λεωφορείων φυσικού αερίου. Τα καρντάσια μας όμως στη Θεσσαλονίκη αντέγραψαν τα σχέδια των αστικών λεωφορείων της Αθήνας χωρίς άδεια, βάζοντας κόκκινο στη θέση του τουρκουάζ.” συνεχίζει περιγράφοντας το μεγαλύτερο τίμημα της πρωτοπορίας, το οποίο δεν είναι άλλο από το να βλέπεις κακές κόπιες των ιδεών σου να λανσάρονται σαν καινοφανείς ιδέες.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (ΤΟΥ)
Και φτάνουμε στην κομβικής σημασίας πρωτιά: “Το 1991 αποφασίζω να φύγω από τη μόδα γιατί η ελληνική βιομηχανία μόδας στην οποία εγώ στηρίζομαι, όχι γιατί με χρηματοδοτεί αλλά στηρίζομαι γιατί η έφεσή μου ήταν πάντα ‘όλα από την Ελλάδα για τον παγκόσμιο χώρο, με ελληνικές πρώτες ύλες’. Έχω ξοδέψει δύο χρόνια στην Πειραϊκή Πατραϊκή, να χτίσω –από σφαίρα επιρροής- αυτή την τάση, να αναπτυχθεί η ελληνική βιομηχανία μόδας σαν μια γροθιά και βλέπω ότι δεν γίνεται τίποτα. Από την Πειραϊκή μου ζητήθηκε να φύγω, γιατί ήμουν πολιτικό appointment, μου είχε ζητήσει ο Ανδρέας Παπανδρέου να αναλάβω σαν figure head, πρόεδρος του ΔΣ της Πειραϊκής και εγώ λέω “θα αναλάβω εάν μου δώσετε να έχω εκτελεστική δράση στο μάρκετινγκ’. Και αναπτύσσω ένα κεντρικό μάρκετινγκ ώστε να κάνουμε το Made in Greece όσο πιο δυνατό μπορούσαμε.
»Μετά από αυτό, έχω μία απογοήτευση πλέον προσωπική, νιώθω ότι δεν περνάει αυτό που σωστά έχουν χειροκροτήσει οι ξένοι, αυτό που έχει ασπαστεί η παγκόσμια αγορά, όχι για τα ωραία μου χρώματα, αλλά για την τακτική. Άνθρωποι σαν την Eleanor Lambert έχουν γράψει ότι ‘κρατάω στο ένα μου χέρι την ελληνική βιομηχανία της μόδας’, χωρίς να έχω χάσει το χέρι μου ακόμα, ήταν κάτι σαν πρόβλεψη, με ονομάζει charter master, “’,τι ο Σταύρος Λιβανός υπήρξε για το shipping, ο Γιάννης Τσεκλένης είναι για την Ελληνική Μόδα’.
»Νιώθω ότι δεν πέτυχα να κατορθώσω το στόχο μου και αποφασίζω να φύγω από τη μόδα και να περάσω τους χώρους. Έχοντας ήδη πολύ καλή επαφή, είχα σχεδιάσει μόνος μου τα μαγαζιά μου, αισθανόμουν ότι έχω ένα πολύ δυνατό χέρι για την μόδα των χώρων. Οπότε στράφηκα στα ξενοδοχεία. Εκείνη τη στιγμή, ένας πολύ καλός άνθρωπος μου ζητάει για μια έκθεση σπιτιού, να πρωτοπορήσουμε και να φτιάξουμε το ηλεκτρονικό σπίτι του μέλλοντος. Γελάω σήμερα που βλέπω ένα τέτοιο σπίτι από τον Φίλιπ Σταρκ, ο οποίος Φίλιπ Σταρκ είναι φυσικά 200 χρόνια μπροστά από μένα. Ζητάω τότε από την Ίντριγκ Φραγκαντώνη, μια πολύ δυνατή αρχιτεκτόνισσα εσωτερικών χώρων, τη βοήθειά της, ώστε να φτιάξουμε ένα σπίτι εξωτερικά με επιλεκτικούς συλλέκτες από γυαλί, πάνω στην αρχαία Ελληνική εστία με αίθριο. Σχεδιάσαμε μαζί το ηλεκτρονικό σπίτι του μέλλοντος, με κόστος 300 εκατομμύρια δραχμές, τα οποία δεν ξοδεύτηκαν, ήταν η συνεισφορά των αντικειμένων και των κατασκευών που μπήκαν σε αυτό το σπίτι, το οποίο και λειτούργησε μέσα στην έκθεση του ΟΛΠ με όλη την κορυφαία, μελλοντική εφαρμογή που απαιτούνταν. Πολύ μπροστά. Ενώ υπήρχε ως μελλοντολογία, πρώτη φορά έγινε εφαρμογή τέτοιου σπιτιού πανευρωπαϊκά, δηλαδή να μπορείς να μπεις μέσα, να κινηθείς. Εκατό χιλιάδες επισκέπτες ήρθαν να χαρούν αυτό το σπίτι”.
ΤΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ “ΤΕΜΕΝΗ” ΚΑΙ ΜΙΑ ΥΠΕΡΟΧΗ ΣΥΜΠΤΩΣΗ
“Με δείγμα το σπίτι μου στην Σαντορίνη, στο οποίο με βοήθησε η φοβερή αρχιτεκτόνισσα Μαίρη Καβάγια, η οποία με μύησε στην τέχνη της αφαίρεσης (πέρσι, η ίδια βραβεύτηκε για το ξενοδοχείο Κάππαρη), μου ζητάνε να αναλάβω το ξενοδοχείο Vedema στην Σαντορίνη που αποτελείται από 39 διαμερίσματα/κατοικίες. Το μόνο που απαίτησα ήταν να το αναλάβω εν λευκώ, μέχρι το κλειδί στο χέρι. Και εφαρμόζω για πρώτη φορά στην Ελλάδα, τον όρο art boutique hotel, συνέθεσα δηλαδή την τέχνη με το hoteling. Και ‘δένεται’ όλο το ξενοδοχείο με τέχνη, το ένα δωμάτιο είναι Μυταράς, το άλλο διαμέρισμα είναι Τσόκλης, Κοντός, και ούτω καθεξής, μόνο Έλληνες. Με αυτό το πνεύμα συνεχίζω να ασχολούμαι με τους χώρους. Έτσι έγιναν Τα Κελιά στην Τήνο και ακόμα έξι, επτά ξενοδοχεία.” λέει για να περάσουμε στο τώρα και στην συρραφή της συνολικής προσφοράς του ως fashion designer.
“Το 2013 δημοσιεύτηκε και υποστηρίχτηκε στη Θεσσαλονίκη ένα διδακτορικό από την Ευαγγελία Πάτση, απόφοιτο της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, πάνω στη δουλειά μου στη μόδα, το οποίο δουλεύτηκε οκτώ ολόκληρα χρόνια και απεδείκνυε μια πρωτιά μου διαρκείας, η οποία με καθιστά τον μοναδικό στον κόσμο σχεδιαστή μόδας που έχει κάνει περισσότερες από 30 συλλογές εμπνευσμένες από την τέχνη. Ακόμα και ο σπουδαίος Yves Saint Laurent είχε κάνει λιγότερες από πέντε με θέμα την τέχνη”.
Μια κουβέντα με τον άνθρωπο που λατρεύει την τέχνη σε υπερθετικό βαθμό, μια κουβέντα που μοιάζει με κάποια διαυγή μορφή τέχνης, δεν μπορεί να κλείσει παρά με μια φοβερή σύμπτωση, διότι και οι συμπτώσεις στηρίζονται στην συντονισμένη τέχνη του τυχαίου: “Το 1978, αυτοεξόριστος στη Νέα Υόρκη, κάνω κάποια prints από την Ταφή του Κόμητος Οργκάθ του Ελ Γκρέκο και συμπτωματικά δέκα χρόνια πριν στο Παρίσι, ο Πικάσο έχει κάνει το έργο Suite 347, 347 χαρακτικά, όλα παρμένα από την Ταφή του Κόμητος Οργκάθ του Γκρέκο. Το μαθαίνω αυτό βέβαια, το 2008, τριάντα χρόνια μετά, όταν η Αλεξάνδρα Βουτηρά, η πανέξυπνη αυτή γυναίκα και καλή μου νεράιδα, έφερε στο Τελλόγλειο το έργο Suite 347 του Πικάσο και με τίμησε εκθέτωντας ταυτόχρονα και τη δική μου συλλογή”.