Interviews

Το «Μπλε Υγρό» της Βίβιαν Στεργίου διαβάζεται από κάθε 25άρη

Πριν λίγες ημέρες, το timeline μας γέμισε από ανθρώπους, 25άρηδες, που άρχισαν να ανεβάζουν το εξώφυλλο του βιβλίου της, με κολακευτικά λόγια. Ψάξαμε και τη βρήκαμε.

Η Βίβιαν Στεργίου είναι 25 ετών και ζει στην Αθήνα. Το «Μπλε Υγρό» (Εκδ. Πόλις) της μόλις κυκλοφόρησε και από μέσα του ξεχύνονται ιστορίες/διηγήματα, που μπορεί κι εσύ να έχεις ζήσει πάντα με φόντο την Αθήνα: «Ήθελα να γράψω για την καθημερινότητα μας και την είδα εστιάζοντας την προσοχή μου σε συγκεκριμένους ανθρώπους και σε κάποια συγκεκριμένη ιστορία τους. Έτσι προέκυψαν μερικές μικρές ιστορίες καθημερινότητας και δεν υπήρχαν οι αναγκαίες σφιχτές συνδέσεις μεταξύ τους, για να μπει όλο αυτό σε μία μεγάλη ιστορία και να γίνει ένα μυθιστόρημα. Δεν μου βγαινε. Το βιβλίο είναι «κομμάτια» πραγματικότητας, εικόνες σε ροή. Για να μην δίνει την εντύπωση χάους όμως υπάρχουν κοινά μοτίβα, για παράδειγμα οι χαρακτήρες λατρεύουν τον καφέ και τις μπύρες, κάνουν βόλτες για να παρηγορηθούν και φυσικά το σκηνικό δίνει συνοχή, η Αθήνα, που δεν είναι ακριβώς σκηνικό, είναι μάλλον πρωταγωνιστής. Φυσικά, υπάρχουν μυθιστορήματα που πετυχαίνουν εντυπωσιακά να αποδώσουν την ποικιλία της πραγματικότητας και το πόσο περίπλοκη είναι η ζωή μας καθώς και το πόσο μοναδικοί αλλά και παρόμοιοι είναι όσοι συμμετέχουν στην πραγματικότητα. Αυτό κάνουν τα μεγάλα μυθιστορήματα, όπως οι «Κιβδηλοποιοί» του Ζιντ και το κάνουν υπέροχα, οπότε δεν στερείται τίποτα η ανθρωπότητα απ’ τις επιλογές μου για μικρή φόρμα».

Η συγγραφή βιβλίων στην Ελλάδα είναι ένα χόμπι ή κάτι από το οποίο μπορείς να βγάλεις λεφτά;

«Λεφτά μάλλον όχι. Αλλά αν το κάνεις γι αυτό, άστο καλύτερα, κάνε τίποτα άλλο, που δεν σου παίρνει εντελώς τα μυαλά. Επειδή δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς γράφεις, επειδή δεν φαντάζεσαι αλλιώς τη ζωή, όχι για να πετύχεις κάποιον στόχο, λεφτά, να χαρεί η μαμά σου, να βλέπεις το πρόσωπο σου στην αφίσα μιας παρουσίασης ή ό,τι άλλο φαντάζεται κανείς, μάλλον γράφεις επειδή έτσι τη βρίσκεις».


Παιδί του internet και της κρίσης. Πολλοί πιστεύουν πως το να γράφεις σε μια καθημερινότητα που τρέχει με τρελούς ρυθμούς είναι πολυτέλεια. Πώς αποφάσισε να γράψει και πώς κατάφερε να συγκεντρωθεί για να βγει ένα αποτέλεσμα; «Δεν το αποφάσισα ακριβώς. Το είχα ανάγκη, το χρειαζόμουν. Πρέπει να φτιάχνεις νόημα, για να ευχαριστιέσαι τις μέρες να μην περνάνε απλώς, εμένα αυτό είναι το νόημα μου. Έχω μεγάλη πειθαρχία και συγκεντρώνομαι. Και δεν είναι το γράψιμο το πιο δύσκολο, γιατί αυτό σου ‘ρχεται εκείνη την ώρα και θα καθίσεις να το κάνεις, είναι ορμή, και θα βρεις χρόνο να διορθώσεις ή να σκίσεις αυτά που έγραψες. Το διάβασμα είναι που θέλει τέχνη που προηγείται της τέχνης και που αν δεν το κάνεις θα λες απλώς βλακείες. Οπότε, για να διαβάζω, έχω ένα σύστημα. Διαβάζω το πρωί, πριν κάνω οτιδήποτε άλλο και το βράδυ, μετά τη δουλειά. Βάζω το κινητό σε λειτουργία πτήσης και είμαι στον κόσμο μου. Αν οι γείτονες κάνουν φασαρία, βάζω το ραδιόφωνο ή μερικές φορές το βάζω έτσι κι αλλιώς. Το «μπλε υγρό» το έγραψα βράδια καλοκαιριού, που είναι γαλήνια και ατμοσφαιρικά και Κυριακές μεσημέρι. Τις άλλες ώρες έπρεπε να δουλεύω. Δηλαδή το πρόβλημα μου δεν είναι ότι υπάρχει το ίντερνετ, αλλά ότι όσο έγραφα έπρεπε να βγαίνει από κάπου το νοίκι, εκεί «έφευγαν» πολλές ώρες. Το ίντερνετ το βρίσκω εξαιρετικό και με βοηθάει δημιουργικά, για παράδειγμα μπαίνω πολύ για να βλέπω πίνακες ή φωτογραφίες ή παλιές συνεντεύξεις ή σειρές. Δεν αφήνομαι όμως να χαζεύω το πρωί εκεί, που είναι παραγωγική ώρα».

Λένε πως για να γράψεις πρέπει πρώτα να διαβάσεις. Η άποψη της Βίβιαν, αν και διαβάζει, διαφέρει λίγο από αυτό: «Ναι, διαβάζω πολύ. Όχι με σκοπό να γράψω. Για την απόλαυση της ανάγνωσης. Ήμουν αναγνώστρια απ’ όταν έμαθα τι είναι η άλφα βήτα. Να γράφω μαθαίνω τώρα, τώρα δοκιμάζω λέξεις από την άλλη πλευρά, αυτού που τις τοποθετεί, δηλαδή, κι όχι αυτού που τις βρίσκει εκεί έτοιμες, τυπωμένες, στο μαγικό σημείο που είναι οι σελίδες των βιβλίων».

Τελειώνουμε το βιβλίο της, καθώς περιμένουμε τις απαντήσεις της στο mail μας. Τσακίζουμε σελίδες με αποσπάσματα: για τον έρωτα, για την Αθήνα, για τις σχέσεις με τους γονείς, με τους φίλους που έφυγαν… Σκεφτόμαστε πως όλοι ζούμε πια με ένα μόνιμο άγχος και συζητάμε στο τηλέφωνο λέγοντας πως χάσαμε την ανεμελιά μας. Έχουμε ήδη ρωτήσει τη Βίβιαν αν πιστεύει πως η ανεμελιά είναι μια κατάσταση που η γενιά μας δε θα ζήσει ποτέ: «Ναι, σίγουρα, δεν έχει να κάνει με τα λεφτά αυτό. Ανεμελιά μπορεί να είναι μια Κυριακή μεσημέρι που μοιράζεσαι μπύρες με μια παρέα και μετά βλέπεις μια καλή ταινία. Δεν μ αρέσει να κλαιγόμαστε, δεν χρειάζεται, δεν μας βοηθάει πουθενά. Περνάμε δύσκολα, αλλά έτσι έτυχε, μ’ ό,τι έχεις ζεις».

Άραγε θα ζούσε μόνιμα εκτός Ελλάδος; «Μόνιμα όχι. Μ’ αρέσει πολύ η Αθήνα και εδώ έχω βρει μερικούς απ’ τους πιο ενδιαφέροντες ανθρώπους που ξέρω. Μ’ αρέσει που είναι άσχημη κι όμορφη και που γυαλίζει στον ήλιο μαζί με όλα αυτά τα σκουπίδια, που χάνεσαι και από ένα στενό μπορεί να βγαίνεις κοντά στην Ακρόπολη. Όλα αυτά. Μ’ αρέσει να ταξιδεύω και να μένω κι έξω για κάποια διαστήματα, το έχω μεγάλη ανάγκη, αλλά όχι μόνιμα. Ένα πήγαινε-έλα με βάση Αθήνα είναι αυτό που μού πάει, εντάξει, προσωπικό τελείως είναι αυτό πάντως».

Φυσικά, δε θα μπορούσα να μην τη ρωτήσω τι μπορεί να συμβολίζει το Μπλε Υγρό: θάλασσα; Ουρανό; Μελάνι από στυλό;

«Ό,τι μπορείς να σκεφτείς διαβάζοντας τα διηγήματα. Το «μπλε υγρό» δεν προσδιορίζεται στο βιβλίο, ακριβώς για να το καταλάβει η καθεμία όπως θέλει. Δεν χρειάζεται να οριστεί το ίδιο το «μπλε υγρό» λεκτικά αν και ήδη αυτές οι δύο λέξεις μάλλον μας προκαλούν συνειρμούς και κάποια αισθητική αντίδραση. Το βιβλίο είναι γεμάτο από λέξεις που παραπέμπουν σε εικόνες με ρευστά υγρά, όπως το απορρυπαντικό πλυντηρίου, η θάλασσα, η χλωρίνη καθώς και στο μπλε χρώμα, στο μπλε του αττικού ουρανού, για παράδειγμα, ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Απ’ όλα αυτά η καθεμία μπορεί να σκεφτεί ό,τι θέλει. Δεν διαβάζουμε το ίδιο βιβλίο, έτσι κι αλλιώς. Η καθεμία διαβάζει διαφορετικό, αυτό που την αφορά και την λυτρώνει. Πάντως για μένα, αν έχει αυτό καμία σημασία, το «μπλε υγρό» είναι ένα υγρό μέσα μας, που μας τρομάζει, αλλά μας θυμίζει να ζούμε και να ευτυχούμε παρά την μπλε άβυσσο που ανοίγεται κάτω απ’ τα πόδια μας ή ίσως ακριβώς εξαιτίας της: θα χαθείς σ’ ένα κολλώδες μπλε υγρό, δεν χάνεις τίποτα, αν δοκιμάσεις να είσαι ευτυχισμένη».

Συνέντευξη στη Μάρθα Οστιούνη