Όχι, δεν είναι μία ακόμη Couture συλλογή του Dior. Αυτή διαφέρει. Ο Simons τόλμησε να παλέψει με τον χειρότερο εχθρό του. Τόλμησε να βρεθεί αντιμέτωπος με αυτό που μέσω της σχεδιαστικής του στάσης καταδίκαζε: Την ανακολουθία. Από την πρώτη του συλλογή Υψηλής Ραπτικής για τον χειμώνα του 2012, ένα στοιχείο ήταν ξεκάθαρο, η συνεκτικότητα. Αυτή που ο ίδιος ο Christian Dior πρέσβευε και κληροδότησε στον ακόλουθο και έναν από τους μεγαλύτερους- ηλίου φαεινότερον – θαυμαστές του, τον Simons: Το “new look”, το υγιές γυναικείο πρότυπο, η ασυμβίβαστη αίσθηση της πολυτέλειας, ακόμα και το αγαπημένο μαύρο χρώμα του Dior, είναι πάντα παρόντα.
Ακόμα και αυτή την φορά. Την φορά που ο Simons, σαν ένας ταξιδιώτης (όχι τόπου αλλά χρόνου), προσπαθεί να συμφιλιώσει το μεγαλείο της γαλλικής παράδοσης με τον απλό τρόπο- ή σε αυτήν την περίπτωση τους τρόπους- που οι γυναίκες ντύνονται σήμερα. Ακριβώς αυτός είναι και ο λόγος που δεν παρουσίασε μία συλλογή με συνοχή, μία επιλογή πλήρως συνειδητοποιημένη. Μεταπηδά από το παρελθόν στην σύγχρονη πραγματικότητα, χωρίς να ορίζει συγκεκριμένες χρονικές περιόδους ως σημεία αναφοράς του. “Αυτό που με προσέλκυσε είναι ο τρόπος, με τον οποίο μία εποχή αποτελεί το θεμέλιο της επόμενης, πως κάτι που προϋπάρχει γίνεται το απαραίτητο συστατικό αυτού που δημιουργείται”, τόνισε. Στοιχεία μπερδεμένα, από την εποχή της έντονης επιρροής της Marie Antoinette στις σιλουέτες των πρώτων looks, τα μεταξωτά ζακάρ φορέματα του 18ου αιώνα, έως τις ολόσωμες φόρμες επηρεασμένες από στολές αστροναυτών.
Είναι παράδοξο, αλλά τελικά ο Simons κατάφερε να διατηρήσει για ακόμη μια φορά τη συνοχή. Και αυτό όχι επειδή χώρισε τις συλλογές σε οκτώ ομάδες, όπως αναφέρεται στο εισαγωγικό σημείωμα (ούτως η άλλως αναφορικά ήταν μπερδεμένες μεταξύ τους), αλλά επειδή αντιμετωπίζει το παρελθόν με έναν σύγχρονο τρόπο και το αντίστροφο. Τα πρώτα look, παραδείγματος χάριν, εμπνευσμένα από τις ενδυματολογικές συνήθειες της υψηλής κοινωνίας του 1920, τα αποδίδει με έναν αμιγώς φουτουριστικό τρόπο, που σχεδόν τους προδίδει αθλητικό χαρακτήρα.
Ο Simons αρνείται να παίξει το ρόλο του σχεδιαστή, ως ένας μονομανής δικτάτορας της μόδας. Δημιουργεί λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες του σύγχρονου ατόμου, τις πραγματικές ανάγκες. Και τις καλύπτει τόσο, που σε μεταφέρει στην Belle Époque, την “Όμορφη εποχή”, που εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας και της Mεγάλης Γερμανικής Αυτοκρατορίας (Η ονομασία «Mπελ Eπόκ» δόθηκε εκ των υστέρων, όταν θεωρήθηκε ως «χρυσή εποχή» σε αντίθεση με τη φρίκη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου). “Αν εργαζόμουν εκείνη την εποχή, πως θα αντιμετώπιζα την μόδα; Eνοιολογικά, τεχνικά ή αρχιτεκτονικά;” αναρωτήθηκε.
Ο Simons χωρίς να το επιδιώκει, επαναστατεί. Δεν επηρεάζεται από αυτή την “χρυσή εποχή” μόνο σε κοινωνικό -όπως ο ίδιος τονίζει- αλλά κυρίως σε πολιτικό επίπεδο. Γεφυρώνει τις διαφορές των κοινωνικών τάξεων επιλέγοντας την ποικιλομορφία: στα υφάσματα και τα υλικά, τις αναφορές, ακόμα και στα διαφορετικά πρότυπα που πλάθει στην συλλογή του. Και δεν επαναστατεί υποβαθμίζοντας την Υψηλή αισθητική. Γιατί ξέρει πως αυτή είναι το όπλο του.
Και στην μάχη αυτή δεν οχυρώνεται με τον συνηθισμένο εξωπλισμό, αλλά με αυτόν που ξέρει καλά να χειρίζεται, τα λουλούδια: Η εμμονή του με αυτά είναι κάτι που παρατηρήθηκε ήδη από τις πρώτες του συλλογές. Αυτή τη φορά εννοιλογικά χρησιμοποιεί τις ορχιδέες, οι οποίες κατά τη διάρκεια της βικτωριανής εποχής συμβόλιζαν την πολυτέλεια, την σπάνια και την λεπτή ομορφιά. Εκατό χιλιάδες ορχιδέες περικύκλωσαν τους θεατές στο Rodin Museum, σε ένα σκηνικό που στον σχεδιασμό θύμιζε διαστημόπλοιο. Μα το πιό χαρακτηριστικό απο όλα ήταν οι διαφορετικές πόρτες περιμετρικά του σκηνικού. Αυτές δεν θύμιζαν τις συμβολικές πόρτες του Elbaz, που όμως είχες την δυνατότητα να διαλέξει μόνο μία. Αυτές σου δημιουργόυν ένα αρκετά συγκεκριμένο-και όχι τυχαία-συναίσθημα. Και αν ρωτήσεις τον Simons “γιατί τόσες πόρτες;” θα σου απαντήσει με αμηχανία “Απλά πολλές επιλογές”. Αυτό είναι επανάσταση.
Λάζαρος Τζοβάρας
[slideshow_deploy id=’56215′]