Ο οίκος DIOR έχει μία μακρά ιστορία με την Ιαπωνία. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, ο Christian Dior σχεδιάσε μια σειρά χρησιμοποιώντας υφάσματα από το διάσημο εργαστήριο Tatsumura, στο Κyoto- όταν την ίδια περίπου περίοδο το Daimaru της ίδιας περιοχής ξεκίνησε την Haute Couture. Αργότερα, του ανατέθηκε να σχεδιάσει τρία φορέματα για το αστικό τμήμα της γαμήλιας τελετής της πριγκίπισσας Michiko. Ωστόσο, η γοητεία του σχεδιαστή με τη χώρα άρχισε πολύ νωρίτερα. Στην αυτοβιογραφία του, ανακαλώντας τα παιδικά του χρόνια, έκανε έκδηλη την εμμονή του με τις ιαπωνικές αναφορές στο σπίτι του στο Granville, παρομοιάζοντάς τες με τις εικονογραφήσεις του Μιχαήλ Αγγέλου και το “Sistine Chapel”.
Η χώρα δεσπόζει στην φαντασία και του σημερινού creative director του οίκου, Raf Simons. Οι Ιάπωνες ήταν οι πρώτοι αγοραστές της ανδρικής σειράς του, στις αρχές του ’90, και έκτοτε ο Simons επισκέπτεται την Ιαπωνία δύο φορές τον χρόνο. “Είναι μια πανέμορφη χώρα, με επίσης πανέμορφους ανθρώπους” είπε. “Από μία προσωπική άποψη πάνω στη μόδα, δημιουργούν κάτι νέο”.
Αυτή η φρενίτιδα ενθουσιασμού σκέπασε και το Kokugikan, μία από τις πιο γνωστές αρένες πάλης σούμο της χώρας. Και ο Simons, ενώ σεβάστηκε αρκετά την ιστορία του χώρου, ωστόσο δεν τη συμπεριέλαβε εμφανώς στη συλλογή. Δεν υπήρχαν ούτε τα κιμονό ούτε τα obis, δύο από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της ιαπωνικής λαογραφίας. Εδώ, κάτω από το ψεύτικο χιόνι που πέφτει στο show, ο Simons προσπαθεί να αναπτύξει περισσότερο το λεξιλόγιο του οίκου. Κάτι όχι πρωτοφανές, καθώς στην τελευταία Haute Couture συλλογή του έμπλεξε διαφορετικά μεταξύ τους στοιχεία, από την εποχή της έντονης επιρροής της Marie Antoinette στις σιλουέτες των πρώτων looks, τα μεταξωτά ζακάρ φορέματα του 18ου αιώνα, έως τις ολόσωμες φόρμες επηρεασμένες από στολές αστροναυτών. “Προσπάθησα να φανταστώ μία γυναίκα που μιλάει τη γλώσσα του Dior”, είπε ο Simons, “αλλά, ταυτόχρονα, είναι προσιτή: να κάθεται στον κήπο της τα απογεύματα χωρίς να την βαρύνουν οι έγνοιες της δουλείας, να κινείται στην πόλη-ακόμη και με μοτοσικλέτα- να έχει παιδιά και κατοικίδια”. Έτσι, δημιουργεί ένα πρότυπο με δύο όψεις: κάτω από τα πολυτελή ρούχα υπάρχει πάντα ένα κομμάτι καλυμμένο ως το λαιμό και στις περισσότερες περιπτώσεις από υλικά πολύ σύγχρονα, όπως το ειδικά επεξεργασμένο μαλλί. Είναι προφανές πως ο Simons αγαπά τον φουτουρισμό και τις νέες προοπτικές. Ακόμα και οι μπότες είναι wedges, άκρως νεωτεριστικές και άνετες.
Αυτή είναι, τελικά, και η διαφορά του Simons από τον προκάτοχό του. O John Galliano έβρισκε concept τα οποία απέδιδε πιστά. Όταν το 2003 στην Haute Couture Spring/Summer συλλογή του οίκου εμπνεύστηκε από τον ιαπωνικό πολιτισμό, χρησιμοποίησε αρκετά στοιχεία από τις παραδοσιακές ενδυμασίες, ενώ χαρακτηριστική ήταν και η παρουσία δύο σούμο κατά τη διάρκεια του show. Αντίθετα, ο Simons αφήνει την σκέψη του κοινού ελεύθερη, φεύγει από την ιδέα της συνέπειας, αφήνοντας ακαθόριστα τα όρια του χωροχρόνο. Το μόνο, ίσως, που υπάρχει πάντα έντονο είναι το φυσικό στοιχείο, το οποίο επιλέγει να ενσωματώσει στις συλλογές του, πάντοτε εννοιολογικά.
Αρκεί να ανατρέξουμε στην τελευταία Haute Couture συλλογή. Ο Simons είχε μετατρέψει το Rodin Museum της Γαλλίας, σε έναν ιδιλιακό κήπο απαρτισμένο από εκατοντάδες ορχιδέες, οι οποίες κατά τη διάρκεια της βικτοριανής εποχής συμβόλιζαν την πολυτέλεια, την σπάνια και την λεπτή ομορφιά. Εδώ, ο τόπος δεν είναι εμφανής. Υπάρχει, ωστόσο, η παρουσία του χιονιού, κάτι που βεβαιώνει πως το σκηνικό που έχει στο μυαλό του είναι εξωτερικό. Και ενώ δεν βλέπουμε λουλούδια, μας αφήνει να τα φανταστούμε. Και πράγματι, τα λουλούδια του Simons μπορούν και ανθίζουν. Ακόμη και στο χιόνι.
Λάζαρος Τζοβάρας