O Guccio Gucci άνοιξε ένα μικρό κατάστημα το 1921 με δερμάτινα είδη. Η επιτυχία τον περίμενε και η εταιρεία αναπτύσσεται γύρω από τον τομέα της ιππασίας. Το 1930 ο οίκος επεκτείνεται και σε παπούτσια, γάντια και εσώρουχα. Κατά την περίοδο της δικτατορίας λόγω ελλείψεως δέρματος και πρώτων υλών, ο σχεδιαστής, που πρέπει να φανεί ότι είναι δημιουργικός, ακριβώς μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο εισάγει στην αγορά την «τσάντα μπαμπού».
Οι λωρίδες πράσινο/ κόκκινο/ πράσινο, σημάδι αναγνώρισης του οίκου, εμφανίζονται την ίδια περίπου εποχή. Το 1953 ο Guccio Gucci πέθανε και ο οίκος περνάει στα χέρια των 4 γιων του. Στη δεκαετία του 1960, αρχίζει η διεθνοποίηση της εταιρείας, πρώτα με τις Ηνωμένες Πολιτείες και μετά με την Ασία. Το λογότυπο GG ( για τα αρχικά των Guccio Gucci) δημιουργείται εκείνη ακριβώς την περίοδο. Η δεκαετία του 1980 ήταν μια περίοδος παρακμής για τον οίκο. Στη δεκαετία του 1990 ο Tom Ford φτάνει φέρνοντας στον οίκο με την ιταλική προέλευση την ανανέωση μαζί με τη μούσα του Caroline Roitfeld, τότε επικεφαλής της Γαλλικής Vogue. To 1999 κατά τη διάρκεια της διαμάχης για το Gucci, ο Bernard Arnault και ο Francois Pinault προσπαθούν να πάρουν τον έλεγχο του οίκου. Η ομάδα Pinault-Printemps-Redoute, μετέπειτα Kering, παίρνει την πλειοψηφία χάρη σε μια οικονομική συμφωνία. Το έτος 2008, είδε τη γέννηση μιας νέας έννοιας του οίκου μαζί με το άνοιγμα του μεγαλύτερού του καταστήματος στη Νέα Υόρκη, στην καρδιά της 5ης Λεωφόρου.
Το 2011 ο οίκος ανοίγει ένα μουσείο 1700 τετραγωνικών μέτρων στη Φλωρεντία, στο Palazzo della Mercanzia. Η τιμή πώλησης των τσαντών αυξάνεται κατά 40% μεταξύ του 2009 και 2013.
Μετά την μεγάλη οικονομική πτώση, αναλαμβάνει το 2015 την καλλιτεχνική διεύθυνση του Gucci o Alessandro Michele. Μαζί του φέρνει και το νέο αέρα του ιταλικού οίκου. Εδώ υπάρχει μόνο φυσική ομορφιά. Τα μαλλιά είναι ατημέλητα. Οι άνδρες μοιάζουν με γυναίκες και οι γυναίκες με άνδρες. Και κανείς τους δεν ταυτίζεται ούτε με το παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον· κατά τον φιλόσοφο Giorgio Agamben αυτή ακριβώς η απουσία του χρόνου είναι ο τρόπος να διατηρήσει κανείς κάτι για πάντα ζωντανό. Κάθε φόρεμα, κάθε πουκάμισο ή παλτό, μπουφάν ή φούστα, παπούτσι ή τσάντα διατηρεί κάτι από το παρελθόν και ταυτόχρονα το αρνείται.
Εδώ δεν υπάρχει σεξουαλισμός, μονάχα sex appeal. To κορίτσι της Gucci φαίνεται σαν να έχει διαλέξει τα ρούχα της από ένα vintage store, που όμως τα συνδυάζει έτσι που φαίνονται σύγχρονα. Μεγάλοι σκελετοί γυαλιών, pom pom καπέλα, loafers με επένδυση από δέρμα αλόγου, botanic print και πλισέ φορέματα πρωταγωνιστούν. Στις λίγες ανδρικές εμφανίσεις εντοπίζεται ένας θηλυπρεπής υπαινιγμός. Μετά την Prada, τον Saint Laurent και άλλους βασικούς οίκους ήρθε η ώρα της Gucci να ενστερνιστεί το pandrogeny πρότυπο. Ως pandrogeny θα μπορούσαμε να ορίσουμε τη συνήθεια των δύο φύλων να ενσωματώνουν στη συμπεριφορά και τον τρόπο ένδυσης αρκετά στοιχεία του αντίθετου φύλου.
Με το πρώτο show του Michele για την Gucci έγινε φανερή η γρήγορη διαφοροποίηση στην αισθητική του οίκου (τελευταία φορά που συνέβη έντονα ήταν το 2012 με τον Raf Simons για τον Dior). Συνήθως, ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι πολύ συγκεκριμένος και δεν είναι άλλος από την ικανοποίηση ή όχι του κοινού με την εκάστοτε γραμμή ενός οίκου. Αξίζει να σταθούμε στην σύγκριση του Michele με την προκάτοχο του, Frida Giannini. H δεύτερη, υπηρετούσε ένα πρότυπο αρκετά κοντά στην ιστορία του οίκου: η γυναίκα είναι τόσο θηλυκή όσο τις επιτρέπει ο άνδρας και το επάγγελμά της. Και φυσικά η γυναίκα αυτή θέλει να φαίνεται πως φοράει Gucci. Αντίθετα, ο Michele χτίζει ένα πρότυπο φιλελεύθερο. Ένα πρότυπο που φοράει τη GUCCI ζώνη όχι για φανεί-ακόμη και αν έχει μεγάλη αγκράφα- αλλά επειδή του αρέσει. Αυτή η ειδοποιός διαφορά των δύο σχεδιαστών μαρτυρά και ένα σημαντικό φαινόμενο της εποχής μας. Μόλις το έντονο branding έκανε τον κύκλο του, οι σχεδιαστές-κυρίως των μεγάλων οίκων- βρήκαν εναλλακτικούς τρόπους για να στιγματίσουν το όνομά τους. Δεν είναι τυχαία εξάλλου αυτή η έξαρση των τελευταίων ετών με τα prints. Με τον τρόπο αυτό το κοινό ξεκαθάρισε αρκετά τις επιλογές του: μπήκε στη διαδικασία να σκεφτεί τι θα αγοράσει περισσότερο βάσει τί του αρέσει και όχι τι μάρκα είναι.
Σε μια εποχή όπου η τεχνολογία υπαγορεύει το χρόνο και το νόμο, ο Michele προσπαθεί να συμβιβαστεί με ό, τι όμορφο έχει μέσα του. Υπηρετεί την αγνότητα, γιατί αυτή θεωρεί πως λείπει από το παρόν. Και αν το κάνει με μία δόση υπερβολής είναι γιατί ξέρει πως θα λείπει και από το μέλλον. Με όπλο αυτή τη βασική του αρχή, οδηγεί το κοινό σε αυτά τα μισοσκότεινα, μα τόσο ρομαντικά λημέρια του.