O Christian Dior γεννήθηκε το 1905 σε μια μικρή πόλη στη Γαλλία, την Grenville, όπου και έζησε μέχρι τα 5 του χρόνια, ήταν το δεύτερο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας. To 1910 μετακόμισε με την οικογένειά του στο Παρίσι. Παρόλο που ήθελε να σπουδάσει οτιδήποτε σχετικό με τέχνες και ιδιαίτερα σχέδιο, ακολούθησε τις επιθυμίες των γονιών του και ιδιαίτερα του πατέρα του, να γίνει διπλωμάτης και σπούδασε στο Ecole des Sciences Politiques.
Πέντε χρόνια μετά, στην οδό rue de la Boetie με την επωνυμία Galerie Jacques Bonjean μαζί με τον φίλο του Jacques Bonjeanκαι την οικονομική υποστήριξη του πατέρα του, άνοιξε μια μικρή gallery όπου εκτός των άλλων πουλούσε πίνακες του Pablo Picasso. Ο θάνατος της μητέρας και του αδερφού του καταστρέφει οικονομικά την οικογένεια και έχει ως αποτέλεσμα ο Christian να κλείσει την gallery.
Ουσιαστικά η καριέρα του άρχισε το 1930 όταν ο φίλος του Jean Ozenne τον παρότρυνε να πουλήσει σχέδια του σε διάφορους οίκους μόδας για να βγάζει τα προς το ζην αφού η gallery δεν υπήρχε. Ορισμένα από τα σχέδια του τα αγοράζει η κατασκευάστρια καπέλων Agnes. Η γνωριμία του με τον Robert Piguet όπου αγοράζει μερικά σχέδια του (και κάποια δημοσιεύονται στην εφημερίδα Le Figaro) φέρνει τον Christian στη θέση του σχεδιαστή το 1938, όπου ο Piguet άνοιξε τον δικό του οίκο υψηλής ραπτικής. Ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος το 1939 σταματάει τη συνεργασία αυτή, καθώς ο Dior έπρεπε να καταταγεί στο στρατό για να πολεμήσει.
Με την επιστροφή του το ’41 εκείνος και ο Pierre Balmain παίρνουν τα ηνία των «primary designers» στον οίκο μόδας του Lucien Lelong. Ο Marcel Boussac ήταν ο άνθρωπος που βοήθησε όσο κανείς τον Christian. Ο Marcel είχε στην κατοχή του μεταξύ άλλων και τον οίκο Philippe et Gaston, προσέγγισε τον Dior με σκοπό να τον αναλάβει, όμως ο Dior θέλησε να δημιουργήσει σε έναν οίκο που όλα θα ήταν καινούρια. Έτσι ο Boussac πείστηκε στην ανάγκη της δημιουργίας ενός νέου οίκου μόδας και τον χρηματοδότησε με 60.000 γαλλικά φράγκα.
Στο νούμερο 30 της Avenue Montaigne ο οίκος Dior ιδρύεται και στεγάζεται σε ένα πανέμορφο κτίριο διακοσμημένο στα αγαπημένα χρώματα του, το λευκό και το γκρι. Στην αρχή ο οίκος απασχολούσε 85 άτομα, ενώ διευθυντής είχε οριστεί ο Jacques Rout.
Το Φεβρουάριο του 1947 παρουσιάζεται η πρώτη του collection, όπου αποτελείται από 90 δημιουργίες φορεμένες από 6 μοντέλα. Όταν η επίδειξη τελείωσε οι παρευρισκόμενοι σηκώθηκαν όρθιοι σε μια πυρετώδη επευφημία. Όλοι πήγαιναν να δώσουν συγχαρητήρια και να φιλήσουν τον Dior. Η Carmel Snow, εκδότρια του «Harper’s Bazaar», άθελά της και από τον υπερβολικό ενθουσιασμό της είπε: «Πρόκειται για μια επανάσταση, αγαπητέ Christian. Τα φορέματά σας έχουν ένα πολύ έντονο new look»…η ονομασία New Look χάρης τη Snow σφραγίστηκε.
Η γραμμή του New look, προκάλεσε παγκόσμια αίσθηση αλλά και μετέδωσε ένα τρανταχτό πολιτικό μήνυμα, το χαρακτήριζε η στενή μέση, οι πληθωρικές φούστες, αξεσουάρ όπως καπέλα, χοντρά γάντια και παπούτσια με ψηλά τακούνια, η μορφή της κλεψύδρας εφαρμοσμένη στη γυναικεία σιλουέτα. Ωστόσο οι φεμινίστριες κατέκριναν το new look σαν ένα στυλ που σκοπό του είχε τη ανάδειξη της γυναίκας ως σεξουαλικό αντικείμενο. Οι γυναίκες βέβαια σε Παρίσι, Αμερική και Αγγλία είχαν τόσο διακαή πόθο να υιοθετήσουν αυτό το look που από την εκδοχή αυτή δεν επηρεάστηκαν καθόλου. Η εφαρμογή ήταν αυτή που τον ενδιέφερε περισσότερο γι’αυτό και καθιέρωσε τις γραμμές Evol, Princess, Oblique, Oval αλλά και τις γραμμές H, A και Υ.
Ο Christian ήταν ευχαριστημένος ακόμα κι όταν τα ρούχα του ήταν απλώς ασπρόμαυρα αρκεί να είχανε άψογη εφαρμογή. Όμως ένα από τα πιστεύω του ήταν πως τα αξεσουάρ πολλές φορές «έδειχναν» το ρούχο και αρκετές φορές ενώ δεν είχε τελειώσει κάποιο σχέδιο, πήγαινε να διαλέξει αξεσουάρ.
Ειδικά τα παπούτσια για εκείνον ήταν πολύ σημαντικό κομμάτι με αποτέλεσμα τη συνεργασία του με τον Roger Vivier, όπου απέδωσε ένα υπέροχο αποτέλεσμα. Η αισθητική του, σε μια εποχή που τα σημάδια πολέμου ήταν ακόμα εμφανείς και στα ρούχα, λόγω έλλειψης χρημάτων και υφασμάτων, δημιουργούσε επιθυμίες και λαχτάρες και ενώ ένα σύνολο του Christian ήτανε εξωφρενικά ακριβό για εκείνη την περίοδο, οι υπόλοιποι σχεδιαστές αντιγράφανε κατά γράμμα τον Dior και έτσι ο γυναικείος πληθυσμός που δεν άντεχε τις τιμές του οίκου, περιοριζότανε έστω στην αντιγραφή του new look.
Το 1948 ανοίγει μια ready-to-wear boutique στην Νέα Υόρκη, ενώ το 1950 σχεδιάζει για την Marlene Dietrich ένα φόρεμα το οποίο θα φορεθεί για την ταινία “Stage Fright” του Alfred Hitchcock και ένα κουστούμι που η ίδια πάλι, ανέδειξε στην ταινία “No Highway in the Sky”. Το 1954 ο Yves Mathieu Saint Laurent παίρνει τον τίτλο του «design assistant » στον οίκο Dior, η Avenue Montaign υποδέχεται μια ακόμα υπογραφή του Dior και η «Grande Boutique» του οίκου είναι πλέον γεγονός μαζί με την σειρά καλλυντικών που αρχίζει να λανσάρει ο Christian.
Τρία χρόνια μετά, στις 24 Οκτωβρίου του 1957, πάνω από 2.500 άτομα μαζεύονται προς τιμήν του, όχι για να τον θαυμάσουν αλλά για να τον αποχαιρετήσουν? στην Montecatini της Ιταλίας, η καλλιτεχνική καρδιά του τον πρόδωσε, η καρδιακή προσβολή από νευρική εξάντληση λόγω υπερεντατικής εργασίας (το πιο πιθανό από τα σενάρια που ακούστηκαν) τον σταμάτησε στα δέκα μόνο χρόνια δημιουργίας και στα 52 ζωής. Ο Marcel Boussac, χρηματοδότης του οίκου, αποφάσισε να κλείσει τον οίκο, ωστόσο το απόγευμα της κηδείας έφθασε ένα κοινό μήνυμα από δεκάδες κατασκευαστές αξεσουάρ στα οποία ο Dior είχε βάλει την υπογραφή του: «Πρέπει να ξέρετε ότι θα συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε το όνομα Dior στα προϊόντα μας ακόμη κι αν ο δημιουργός τους δεν είναι πια ανάμεσά μας».
Έτσι ο οίκος δεν έκλεισε ποτέ: ανέλαβε ο Yves saint Laurent όπου θεωρήθηκε ο διάδοχος του Christian και τον Ιανουάριο του 1958 λάνσαρε την πρώτη collection. Το 1960 ο Marc Bohen ανέλαβε τον οίκο μέχρι το 1989 όπου τα ηνία πήρε ο Gianfranco Ferre μέχρι το 1996 όταν ο εκκεντρικός John Galliano αναλαμβάνει το θρόνο του «chief designer».
Σε γενικές γραμμές ήταν ήσυχος καλλιτέχνης παρόλη την φήμη που τον μυθοποιούσε ακόμα και εκείνο το διάστημα, φαίνετε πως το μόνο που ήθελε ήταν να σχεδιάζει νέα πράγματα, η καινοτομία ήταν ίσως η μεγαλύτερη αδυναμία του.
Ο Dior ήταν από τους σχεδιαστές που αγαπούσε τις γυναίκες με έναν τρόπο ξεχωριστό, λάτρευε τη γυναικεία μέση, τους ώμους και τις γάμπες. Κατάφερε να κάνει το όνομά του παγκοσμίως γνωστό, η φίρμα Dior να αναγνωρίζεται από εκατομμύρια γυναίκες και να ασπάζεται πλέον και από τα δύο φύλα. Ωστόσο ο Dior θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας από τους πιο έξυπνους επιχειρηματίες, καθώς ήταν εκείνος που διέκρινε την ανάγκη των γυναικών να «ανήκουν» σε μια ομάδα, καθιέρωσε την υπογραφή στο ένδυμα καθώς θεωρούσε ότι πίσω από μια υπογραφή, πέρα από την ποιότητα και το στυλ, υπάρχει και φανερώνεται ένας συγκεκριμένος τρόπος ζωής και ήταν εκείνος που συνέλαβε την ιδέα του «τέλους αδείας», που σήμαινε ότι έπαιρνε αμοιβή για καθένα από τα σχέδιά του.
Η «παρουσία» του είναι υπερβολικά έντονη στον χώρο της μόδας ακόμα και σήμερα, συνεχίζει να εμπνέει τους σχεδιαστές μόδας τους παλαιότερους και τους νεότερους. Ο κόσμος της μόδας του οφείλει πολλά, με τις πρωτοτυπίες και τις βάσεις που έδωσε ζούνε κάποιοι οίκοι μέχρι και σήμερα. Ο Christian Dior έκανε τρεις ερωτήσεις στον εαυτό του: «Δημιούργησα αρκετά ώστε να είναι πραγματικά νέα; Είναι αυτή η καινοτομία ρεαλιστικά εφαρμόσιμη; Είναι τα σύνολα επαρκώς εντυπωσιακά;