Fashion

Πώς μπορεί η μόδα να γίνει “ηθική”;

Ξεκίνησε ως μια από τις βασικές ανάγκες του ανθρώπου. Σε μεγάλο βαθμό έχει μεταλλαχθεί σε ένα βάρος τόσο για τον ανθρώπο, όσο και για τη φύση. Ποια είναι η μορφή που έχει πάρει η βιομηχανία του ρούχου σήμερα; Πώς συμπεριφέρεται στον άνθρωπο και πώς στη φύση; Μπορεί να γίνει η μόδα «ηθική»;

Δυο χρόνια πίσω, ο John Oliver είχε αφιερώσει ένα επεισόδιο του επιτυχημένου Last Week Tonight στη βιομηχανία της μόδας και στον τρόπο με τον οποίο αυτή λειτουργεί. Με αρκετά βίντεο και σοβαρή ανάλυση, κατήγγειλε την παιδική εργασία: παιδιά 10,11 και 12 ετών σε χώρες του Τρίτου Κόσμου επιχειρούν να εργαστούν σε εργοστάσια παραγωγής ρούχων δίνοντας ψευδη στοιχεία για την ηλικία τους για μόλις μερικά σεντς. Τελικά, τα τόσο φθηνά εργατικά χέρια δεν λύνουν το πρόβλημα των μεγάλων κολοσσών, οι οποίοι επιθυμούν ακόμα περισσότερες εκπτώσεις: στην πρώτη ύλη, στον τρόπο που εκμεταλλεύονται τη φύση, στο δημιουργικό κομμάτι της μόδας. Που, πώς και τι πρέπει να γίνει;


5574c28f18d636083591a3101c327528

Από την παιδική εργασία στις δύσκολες συνθήκες εργασίας των ενηλίκων

Περίπου 260 εκατομμύρια παιδιά εργάζονται σε ολόκληρο τον κόσμο, σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας. Από αυτούς, η ΔΟΕ εκτιμά ότι 170 εκατομμύρια ασχολούνται με την παιδική εργασία που ορίζεται από τον ΟΗΕ ως «εργασία για την οποία το παιδί είναι είτε πολύ μικρό είτε κάτω από την ελάχιστη απαιτούμενη ηλικία».

Η παιδική εργασία απαγορεύεται νομικά στις περισσότερες χώρες, αλλά εξακολουθεί να είναι διαδεδομένη σε ορισμένες από τις πιο φτωχές περιοχές του κόσμου. Η ΔΟΕ εκτιμά πως μεγάλο ποσοστό εντοπίζεται σε εργοστάσια με υφάσματα και ενδύματα για να μπορέσει να καλυφθεί η τεράστια ζήτηση των καταναλωτών κυρίως στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την Ασία.

Πρόσφατη έκθεση από το Κέντρο Έρευνας για τις Πολυεθνικές Εταιρείες (SOMO) και την Ινδική Επιτροπή της Ολλανδίας (ICN), αποκάλυψε ότι εργοδότες της Νότιας Ινδίας πείθουν τους γονείς φτωχών αγροτικών περιοχών να στέλνουν τις κόρες τους να εργαστούν, δίνοντάς τους ψεύτικες υποσχέσεις για καλή αμοιβή, άνετα καταλύματα, τρία θρεπτικά γεύματα την ημέρα και ευκαιρίες για κατάρτιση και εκπαίδευση, καθώς και ένα κατ ‘αποκοπή ποσό στο τέλος της τριετίας. Ωστόσο, η έρευνα δείχνει ότι «στην πραγματικότητα, εργάζονται κάτω από άθλιες συνθήκες που ορίζουν τη “σύγχρονη δουλεία” και αναπτύσσουν τις χείριστες μορφές παιδικής εργασίας».

Τα παιδιά εργάζονται σε όλα τα στάδια της αλυσίδας εφοδιασμού στη βιομηχανία της μόδας: από την παραγωγή των σπόρων βαμβακιού στο Μπενίν, τη συγκομιδή στο Ουζμπεκιστάν, τη νηματοποίηση στην Ινδία έως τη μεταφορά των ρούχων στα καράβια.

Εκτιμήσεις της ΔΟΕ δείχνουν πως η παιδική εργασία μειώθηκε κατά 30% μεταξύ του 2000 και του 2012, αλλά και πάλι το 11% των παιδιών του κόσμου βρίσκονται σε καταστάσεις που τους στερεί το δικαίωμά να πάνε στο σχολείο χωρίς παρεμβάσεις από την εργασία. Η αντιμετώπιση, όμως, της παιδικής εργασίας περιπλέκεται από το γεγονός ότι λειτουργεί σαν ένα σύμπτωμα ευρύτερων προβλημάτων.

Όπου υπάρχει ακραία φτώχεια, θα υπάρξουν παιδιά που είναι πρόθυμα να εργαστούν για ελάχιστα χρήματα. Η Lotte Schuurman του Ιδρύματος Fair Wear τονίζει ότι αν οι γονείς δεν έχουν λάβει την βασική έστω εκπαίδευση, θα καταλήξουν σε χαμηλά αμειβόμενες εργασίες, τα παιδιά τους θα αναγκαστούν με τη σειρά τους να δουλέψουν, θα εγκαταλείψουν την εκπαίδευσή τους και έτσι θα καταλήξουν και αυτά σε χαμηλά αμειβόμενες εργασίες.

«Για να μειωθεί η παιδική εργασία, πρέπει να βγούμε από αυτό το φαύλο κύκλο της στοχευμένης υποβάθμισης περιοχών»

Lotte Schuurman,  Fair Wear image3

Από την εκμετάλλευση ανθρώπων στην εκμετάλλευση της φύσης

Όταν σκέφτεστε τις έντονα ρυπογόνες βιομηχανίες στο μυαλό σας ίσως έρχεται η πετρελαϊκή, εκείνη του άνθρακα και η γεωργία. Θα ήταν έκπληξη να μάθετε ότι η μόδα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη ρυπογόνος βιομηχανία στον κόσμο, μετά την πετρελαϊκή;

Αρκεί να σκεφτούμε ότι η μέση αμερικανική οικογένεια ξοδεύει περίπου $ 2000 ετησίως για την ένδυση σε περίοδο, μάλιστα, οικονομικής ύφεσης. Κάθε Αμερικανός είναι υπεύθυνος για τη δημιουργία 82 κιλών κλωστοϋφαντουργικών αποβλήτων ετησίως. Αυτά ανέρχονται σε 11 εκατομμύρια λίρες κάθε χρόνο μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το ένα τέταρτο των φυτοφαρμάκων σε όλο τον κόσμο χρησιμοποιούνται στους τομείς του βαμβακιού και μόνο, ενώ χρειάζονται 900 λίτρα νερού για να κάνουν ένα μόνο τζιν παντελόνι.

Τη λύση σε αυτή την ανεξέλεγκτη κατάσταση φαίνεται να μπορεί να δώσει η στήριξη στη βιωσιμότητα. Βιωσιμότητα είναι ένα πρότυπο παραγωγής το οποίο στοχεύει στο καλύτερο οικονομικό αποτέλεσμα τόσο για τον άνθρωπο όσο και για το φυσικό περιβάλλον, τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον. Βασικό της στοιχείο είναι η ισορροπία μεταξύ παραγωγής αγαθών και πρώτης ύλης (που δαπανήθηκε για να επιτευχθεί η παραγωγή).

Στόχος των βιώσιμων διαδικασιών είναι να επιτύχουν περισσότερη παραγωγή με μικρότερη δαπάνη πρώτης ύλης. Η βιωσιμότητα υπονοεί ότι οι φυσικοί πόροι υφίστανται εκμετάλλευση με ρυθμό μικρότερο από αυτόν με τον οποίον ανανεώνονται, διαφορετικά λαμβάνει χώρα περιβαλλοντική υποβάθμιση. Θεωρητικά, το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα είναι η ανικανότητα του οικοσυστήματος να υποστηρίξει την ανθρώπινη ζωή (οικολογική κρίση).

Ωστόσο, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε την προσπάθεια αρκετών προς την άνθιση της αειφόρου ανάπτυξης. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, η Kering που κατέχει την Gucci, τη Saint Laurent, τη Balenciaga και τη Stella McCartney, έχει τοποθετηθεί ως ένας πραγματικός ηγέτης στην αειφορία, υπό του François-Henri Pinault και της Marie-Claire Daveu, η οποία διορίστηκε ως επικεφαλής αξιωματικής βιωσιμότητας και επικεφαλής των διεθνών θεσμικών υποθέσεων της Kering (Σεπτέμβριος 2012). Μετά τις ισχυρές δεσμεύσεις και τις υποσχέσεις κατά τα προηγούμενα χρόνια, το 2014 ήταν η χρονιά που η Kering ακολούθησε αυτή τη θεωρία με πραγματικές δράσεις.

«Αν περιμένουμε από τις κυβερνήσεις για την επίλυση της περιβαλλοντικής κρίσης, δε θα συμβεί τίποτα. Είναι στο χέρι μας να ενεργοποιηθούμε, για να μπορέσουμε να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο, πέρα από τους απλούς κανόνες συμμόρφωσης»

François-Henri Pinault -Owner of Kering luxury conglomerate- 2014.

Στο άλλο άκρο του φάσματος, θετικά βήματα ελήφθησαν επίσης και από την H&M. Ασφαλώς, μπορεί να υποστηριχθεί ότι το fast-fashion επιχειρηματικό μοντέλο της εταιρίας είναι ουσιαστικά μη βιώσιμo. Όμως, τα τελευταία χρόνια, η εταιρεία έχει δώσει μεγαλύτερη έμφαση στην ατζέντα της βιωσιμότητας του. H Helena Helmersson, επικεφαλής της βιωσιμότητας για την H&M από το 2010 και μέλος της εκτελεστικής διοίκησης της εταιρείας, δήλωσε σε συνέντευξή της:

Τα τελευταία χρόνια, η H&M έχει ορίσει ακόμη μεγαλύτερους στόχους – μεταξύ των οποίων η δεσμεύση για χρήση αποκλειστικά βιώσιμου βαμβακιού μέχρι το 2020, η μείωση των συνολικών εκπομπών αερίων από το 2015 και η βελτίωση των αμοιβών των βασικών προμηθευτών της από το 2018.

Κι ενώ γίνονται βήματα, δεν έχουμε φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Πολλοί από τους όρους που οι ίδιες οι εταιρείες έθεσαν, δεν έχουν πραγματοποιηθεί ακόμη ή πραγματοποιούνται με διαφορετικό τρόπο από τον προσυμφωνηθέντα.

Το fast fashion μοντέλο

Υπάρχει μια σειρά από στοιχεία που αποτελούν το κλειδί για τη δημιουργία του fast fashion προτύπου: η τιμή των ενδυμάτων και αξεσουάρ, η μέθοδος και το χρονοδιάγραμμα της κατασκευής τους, η εκμετάλλευση της φύσης και η γρήγορη απορρίψη των ίδιων των ρούχων.

Η βιομηχανία της μόδας έχει εξελιχθεί σημαντικά, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών. Η εξέλιξη της παραγωγής και της κατανάλωσης έχει ως αποτέλεσμα να αυξηθούν κατά 400% περισσότερο τα ρούχα σήμερα σε σύγκριση με 30 χρόνια πίσω.

Η ευρεία διαθεσιμότητα των ενδυμάτων χαμηλού κόστους και ένδυσης είναι ένας ιδιαίτερος παράγοντας της επιτυχίας αυτου του μοντέλου. «Το επιχειρηματικό μοντέλο της γρήγορης μόδας βασίζεται στη μείωση των κύκλων του χρόνου από την παραγωγή μέχρι την κατανάλωση, έτσι ώστε οι καταναλωτές να συμμετέχουν σε περισσότερους κύκλους ανά πάσα χρονική στιγμή». Τα ΖΑRA, η γρηγορότερη επιχείρηση λιανικής πώλησης της μόδας στον κόσμο, έχει τιμές παρόμοιες με εκείνες της Gap : παλτά για $ 200, πουλόβερ για $ 70, T-shirts για $ 30 και τζιν για $ 69. Η Η&M, αντίστοιχα, προσφέρει  παλτό για $ 69, (αν και μερικά ξεκινάνε και από $ 29), πουλόβερ μεταξύ $ 29 – $ 34, t-shirts για $ 5.99 και τζιν για $ 19.99. Η Forever 21 είναι στις ίδες τιμές με την H&M.

Οι δαπάνες μειώνονται σε μεγάλο βαθμό με την αξιοποίηση των χαμηλότερων τιμών στις αγορές των αναπτυσσόμενων χωρών. «Το 2004, οι αναπτυσσόμενες χώρες αντιπροσώπευαν σχεδόν το 75% του συνόλου των εξαγωγών ενδυμάτων και η απομάκρυνση πολλών εισαγωγικών ποσοστώσεων επέτρεψε στις επιχειρήσεις να επωφεληθούν από το ακόμα χαμηλότερο κόστος των πόρων» (Bruce, Margaret, and Lucy Daly. “Buyer behavior for fast fashion.” Journal of Fashion Marketing and Management).

Το φρένο στη δημιουργικότητα

Στη γλώσσα των οικονομικών, «η δημιουργικότητα σταματά εκεί που αρχίζει το κέρδος». Το fast fashion, η μανία για ολοένα και μεγαλύτερο τζίρο, οι γρήγοροι ρυθμοί και οι επιταγές της σύγχρονης κοινωνίας, έχουν οδηγήσει στο τέλμα της δημιουργικότητας. Από τη μία πλευρά, οι μεγάλοι οίκοι προσπαθώντας να ανταποκριθούν στον ανταγωνισμό του μαζικού, αυξάνουν τις συλλογές τους και αρχίζουν να ακολουθούν πεπατημένες οδούς που δημιουργούν την ασφάλεια στα εμπορικά ποσοστά κάθε τους συλλογής. Το δημιουργικό τμήμα είναι συνδεδεμένο με το εμπορικό περισσότερο από ποτέ. Creative directors και σχεδιαστικές ομάδες πιέζονται, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ξεδιπλώσουν τις ιδέες τους.

«Η δημιουργικότητα σχετίζεται με το χρόνο: με ένα πρωινό περίπατο, ένα ταξίδι, την επαφή με ένα αγαπημένο πρόσωπο» Υves Saint Laurent

Από την άλλη πλευρά, οι fast fashion εταιρείες δεν ασχολούνται καν με τη δημιουργική διαδικασία. Το μοντέλο τους στηρίζεται στην αντιγραφή των trends που προωθούν οι μεγάλοι οίκοι, ενώ το τελευταίο διάστημα έχουν αρχίσει να παρακολουθούν στενά και το έργο των ανεξάρτητων σχεδιαστών. Μάλιστα, πριν λίγο καιρό είχε απασχολήσει τα μέσα το μήνυμα της γραφίστριας Tuesday Bassen, που είχε αναρτήσει στο Instagram: «Τον τελευταίο χρόνο, το ZARA αντιγράφει τα σχέδιά μου. Έβαλα το δικηγόρο μου να επικοινωνήσει μαζί τους και η απάντησή τους ήταν πως οι κατηγορίες μου δεν έχουν βάση, γιατί εγώ είμαι μία indie καλλιτέχνης και αυτοί μια μεγάλη εταιρεία, οπότε δεν έχει σημασία, γιατί κανείς δε γνωρίζει τη δουλειά μου».

zara-art-theft-800

Μπορεί η μόδα να γίνει ηθική;

Η βιομηχανία της μόδας έχει ανταποκριθεί στα αρνητικά της ρύπανσης του περιβάλλοντος, σοβαρά. Πολλοί κατασκευαστές ενδυμάτων προσφέρουν βιολογικά και φυσικά κατασκευασμένα ρούχα και αξεσουάρ και ολοένα περισσότεροι νέοι σχεδιαστές, φαίνεται να ευαισθητοποιούνται τόσο για το πώς όσο και για το ποιος φτιάχνει τις δημιουργίες τους.

Ο τρόπος σκέψης των νέων δημιουργών

Αν για τους κολοσσούς η βιωσιμότητα είναι κάτι που ανακάλυψαν ή συστηματοποίησαν στην πορεία, οι νέοι ανερχόμενοι σχεδιαστές την αντιμετωπίζουν ως ακρογωνιαίο λίθο σε κάθε τους εγχείρημα.

«Ως άτομο και ως καταναλώτρια, η αειφορία δεν με είχε απασχολήσει ποτέ ιδιαίτερα», παραδέχεται η Faustine Steinmetz, που δημιούργησε τις πρώτες της περίτεχνες συλλογές χρησιμοποιώντας ανακυκλωμένα τζιν και τον αργαλειό της, το 2013.«Όμως τη μέρα που αποφάσισα να ξεκινήσω την προσωπική μου φίρμα, αισθάνθηκα ότι είχα υποχρέωση να κάνω τα πράγματα σωστά».

Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, η ετικέτα Reformation είχε ξεκινήσει τη δική της μικρή επανάσταση στο Λος Άντζελες, εφαρμόζοντας «πράσινες» πρακτικές σε κάθε στάδιο της παραγωγής των ρούχων της, από την προμήθεια των πρώτων υλών μέχρι το ενεργειακό προφίλ του ιδιόκτητου εργαστηρίου όπου ράβονται τα πάντα. Από την άλλη πλευρά, σημαντικό είναι πως οι συνεργάτες των ανεξάρτητων δημιουργών κατά πάσα πιθανότητα δεν θα υφίστανται την εκμετάλευση.

«Η μόδα για μένα έχει να κάνει με τη φύση: τα λουλούδια, τα λαχανικά, τον αέρα» JACQUEMUS

Ατομικά, ο καθένας από εμάς θα πρέπει να ευαισθητοποιηθεί και να αλλάξει αρκετά τον επιπόλαιο τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει το ρούχο. Aρχικά, χρειάζεται να δίνουμε σημασία στο “made in” του κάθε ρούχου, το οποίο λειτουργεί σαν δείκτης, για τους κανονισμούς, την υγιεινή, την ασφάλεια και το επίπεδο απολαβών, κάτω από τον οποίο παράγεται ένα προϊόν. Θα πρέπει να απαλλαχθούμε από την ευκολία του fast fashion και να αρχίσουμε να αναζητούμε independent δημιουργούς, καταστήματα και eshops.

Από τον Λάζαρο Τζοβάρα

Πηγές: The Business of Fashion, The Guardians, Unisef, The Fashion Law, The New York Times, fashionunited