Art & Design

Helmut Newton: Ο Φωτογράφος που Λάτρεψε όσο Κανείς το Γυμνό Σώμα

helmut-newton-t-v-murder-cannes-1975

O Χέλμουτ Νιούτον γεννιέται ως Helmut Neustadter στις 31 Οκτωβρίου 1920 στο Βερολίνο της Γερμανίας μέσα σε αστική οικογένεια εβραϊκής καταγωγής: ο πατέρας του είχε μια μονάδα παρασκευής κουμπιών και παρείχε στην οικογένειά του άνετη ζωή. Ο μικρός Χέλμουτ φοιτεί σε ιδιωτικά σχολεία του Βερολίνου, αν και δεν έχει καμία διάθεση να μάθει γράμματα. Είχε πέσει στα χέρια του η πρώτη του φωτογραφική μηχανή ήδη από την ηλικία των 12 ετών και μαγεύτηκε να βλέπει τον κόσμο μέσα από το βιζέρ. Εγκατέλειψε έτσι το μόνο σχολείο (Αμερικανικό Σχολείο) που δεν τον είχε διώξει και έβαλε σκοπό να γίνει φωτογράφος. Η προσκόλλησή του στα κορίτσια και τη φωτογραφία δεν του άφηνε μυαλό για γράμματα.

Κατάφερε μάλιστα να τρυπώσει το 1936 στο ατελιέ της φημισμένης φωτογράφου μόδας Else Simon (γνωστή στα πέρατα του κόσμου ως Yva), στο πλάι της οποίας διδάχθηκε όλα τα μυστικά της τέχνης. Ήταν όμως τα ζοφερά χρόνια της ανόδου του ναζισμού στη Γερμανία και η μοίρα είχε τις δικές της βουλές για την εβραϊκή οικογένεια: ο πατέρας του δεν μπορούσε να λειτουργεί πια την επιχείρησή του και το 1938 κλείστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ήταν, λοιπόν, ώρα όσοι γλίτωσαν να εγκαταλείψουν τη ναζιστική Γερμανία: οι συγγενείς του καταφεύγουν στη Χιλή και περιμένουν να συμπληρώσει ο έφηβος Χέλμουτ το 18ο έτος της ηλικίας του ώστε να μπορεί να βγάλει διαβατήριο. Καταρρακωμένος αυτός από τη δολοφονία της εβραίας Yva από τα τάγματα εφόδου των ναζί την ίδια χρονιά (1938), παίρνει παραμάσχαλα τις δύο φωτογραφικές μηχανές του και ακολουθεί τα καραβάνια των προσφύγων του ναζιστικού καθεστώτος. Αντί για τη Χιλή, όμως, αποβιβάζεται στη Σιγκαπούρη. Μαγεμένος από το εξωτικό τοπίο, αποφασίζει να μη συνεχίσει το ταξίδι μέχρι τη Λατινική Αμερική και να παραμείνει εκεί. Και πράγματι βρίσκει δουλειά ως φωτορεπόρτερ στην εφημερίδα “Straits Times”.


Μόλις όμως δύο βδομάδες αργότερα θα τον πετάξουν εκτός δουλειάς! Τότε είναι που βρίσκει τον φύλακα-άγγελό του, μια ευκατάστατη ηλικιωμένη γυναίκα (Josette) που τον παίρνει υπό την προστασία της. Ο Χέλμουτ άνοιξε στη Σιγκαπούρη το πρώτο του φωτογραφικό στούντιο (το «Marquis»), αν και οι δουλειές μόνο καλά δεν πήγαιναν. Η μοίρα επιφύλασσε όμως κι άλλους διωγμούς για τον ίδιο.

Το 1940 οι βρετανικές αποικιοκρατικές δυνάμεις του νησιού τον χαρακτήρισαν «επικίνδυνο μετανάστη» (ήταν γερμανικής καταγωγής, μην το ξεχνάμε) και τον ξαπέστειλαν σε στρατόπεδο εργασίας στην Αυστραλία. Αφού πέρασε δύο χρόνια στο στρατόπεδο, μοναδική διέξοδος ήταν να καταταγεί στον αυστραλιανό στρατό καταμεσής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όπως και έκανε τελικά για να γλιτώσει από τον εγκλεισμό, υπηρετώντας ως οδηγός φορτηγού καθ’ όλη τη διάρκεια του παγκόσμιου πολέμου. Μετά το τέλος των αιματοβαμμένων συγκρούσεων, πήρε την πολυπόθητη αυστραλιανή υπηκοότητα, αλλάζοντας το όνομά του από Neustadter σε Newton. Την επόμενη χρόνια, το 1946, ίδρυσε το πρώτο του φωτογραφικό ατελιέ στη Μελβούρνη, με σκοπό να εργαστεί στον χώρο της μόδας και της στουντιακής φωτογραφίας.

Το 1948 παντρεύεται την αυστραλή ηθοποιό και μοντέλο June Browne, γνωστή με το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο June Brunell, στο πλάι της οποίας θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του. Αξιόλογη φωτογράφος και η ίδια, θα γινόταν γνωστή ως Alice Springs και το φωτογραφικό αντρόγυνο θα έκανε πολλές δουλειές παρέα, επηρεάζοντας ο ένας τη δουλειά του άλλου.

Πρώτος μεγάλος σταθμός στην καριέρα του ήταν το 1953, όταν πήρε μέρος στην ομαδική έκθεση «New Visions in Photography», που θα του φέρει μια πρώτη φήμη. Την ίδια χρονιά θα ξεκινήσει τη μακρά συνεργασία και φιλία του με τον επίσης εβραιογερμανό εμιγκρέ Henry Talbot, μετονομάζοντας το ατελιέ του σε «Helmut Newton-Henry Talbot». Το καλό όνομα που απέκτησε αυτή την περίοδο θα εξαργυρωθεί το 1956, όταν οι πρώτες του φωτογραφίες μόδας θα φιλοξενηθούν στο αυστραλιανό ένθετο της Βρετανικής Vogue. Η καινοτόμα ματιά του θα τον φέρει αμέσως στο Λονδίνο, με αποκλειστικό ετήσιο συμβόλαιο με τη Vogue Βρετανίας.

Ο ίδιος, πάντοτε τελειομανής, διέκοψε τη συνεργασία με το φημισμένο περιοδικό πριν το τέλος του συμβολαίου και μετακόμισε στο Παρίσι, όπου δούλεψε για λογαριασμό γαλλικών και γερμανικών περιοδικών μόδας. Επέστρεψε κάποια στιγμή στη Μελβούρνη, αν και η παγκόσμια φήμη του πια θα τον έφερνε για άλλη μια φορά στο Παρίσι (1961), παρά το συμβόλαιό του με την Αυστραλιανή Vogue. Στην Πόλη του Φωτός θα δουλέψει εκτεταμένα για τη Γαλλική Vogue και θα αναπτύξει το ιδιαίτερο φωτογραφικό λεξιλόγιό του με τα προκλητικά γυμνά του ενδεδυμένα μόνο με την αισθητική αρτιότητα του φακού του.

Περιζήτητος στα γαλλικά αρχικά αλλά αργότερα σε όλα τα περιοδικά μόδας του πλανήτη, η πρωτοποριακή ματιά του στη στουντιακή φωτογραφία δεν έγινε δεκτή χωρίς σφοδρές αντιδράσεις και βιτριολικές επικρίσεις. Κάποιοι θεωρούσαν τη δουλειά του πορνογραφία και μάλιστα σαδομαζοχιστική, με τα προχωρημένα εικαστικά κάδρα του να πυροδοτούν συχνά θύελλα αντιδράσεων.

Η εκκεντρικότητα των παραστάσεών του βρήκε όμως μια μεγάλη αγκαλιά στις διάφορες εκδόσεις της Vogue αλλά και σε πολλά ακόμα περιοδικά, από τα οποία ξεχωρίζουν τα Harper’s Bazaar, Vanity Fair, Nova, Queen, Marie-Claire, Elle, ακόμα και το Playboy.Ταυτοχρόνως, εκδίδει σε τακτά διαστήματα λευκώματα με τα δίμετρα γυμνά του («White Women», «Sleepless Nights» και «Big Nudes») και κάνει προσωπικές εκθέσεις φωτογραφίας. Είναι πλέον το βαρύ πυροβολικό στην επικράτεια της φωτογραφίας μόδας, ο άνθρωπος που απέδειξε περίτρανα ότι μπορείς να κάνεις τέχνη ακόμα και μέσα στην εμπορευματοποιημένη εφαρμοσμένη φωτογραφία.

Έχοντας αγγίξει καθεστώς μύθου πια, ο Χέλμουτ Νιούτον έφυγε από τη ζωή στις 23 Ιανουαρίου 2004 στο Λος Άντζελες, όταν υπέστη άλλο ένα καρδιακό επεισόδιο την ώρα που οδηγούσε το αυτοκίνητό του. Η Κάντιλακ προσέκρουσε στον τοίχο του περίφημου ξενοδοχείου της Sunset Boulevard «Chateau Marmont Hotel», όπου διέμενε εδώ και χρόνια. Η τέφρα του επέστρεψε στη γενέτειρά του το Βερολίνο και τοποθετήθηκε δίπλα στη γερμανίδα ντίβα Μάρλεν Ντίτριχ. Και κάτι ακόμα: ήταν αλήθεια ότι ο σπουδαιότερος φωτογράφος μόδας που πέρασε ποτέ από τη Γη έπασχε από αχρωματοψία! Τα έντονα κοντράστ των ασπρόμαυρων φωτογραφιών του και τα ζωηρότατα χρώματα της έγχρωμης δουλειάς του είχαν σαφώς να κάνουν με την ανωμαλία αυτή της όρασής του.