Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε στην Αθήνα ένα βράδυ του 1922. Σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αλλά διέκοψε τις σπουδές λόγω της συμμετοχής του στην Αντίσταση.
Ενταγμένος στον χώρο της Αριστεράς εξορίστηκε από το 1948-1951 στο Μούδρο, τον Άη- Στράτη και τη Μακρόνησο. Η πρώτη δημοσίευση του έρχεται το 1946, μέσα από το περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, με τίτλο Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη. Εργάστηκε ως κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή το 1954-1980 (με μόνη διακοπή στα χρόνια της δικτατορίας), ενώ δημοσίευσε αρκετά πολιτικά δοκίμια στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης. Από τα πιο γνωστά του ποιητικά έργα είναι: Aυτό το αστέρι είναι για όλους μας (1952), Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου (1953, Παγκόσμιο Βραβείο Ποίησης Φεστιβάλ Νεολαίας Βαρσοβίας (1955), Συμφωνία αρ.1 (1957, Βραβείο Ποίησης Δήμου Αθηναίων 1958), Βιολί για μονόχειρα (1977, Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1979), Εγχειρίδιο ευθανασίας ( 1979, Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1980). Το 1988 αφήνει την τελευταία του πνοή.
Τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου εκδίδονται μετά τον θάνατό του, το 1990. Στα πρώτα του χρόνια, ο Λειβαδίτης, μέσα από την ποίησή του, αναφερόταν στις συνθήκες των στρατοπέδων, στην εξορία του, στις λύσεις που μπορούν να δωθούν για τα ανθρώπινα-κοινωνικά ζητήματα. Με τα Χειρόγραφα του Φθνιποπώρου ολοκληρώνει την αλλαγή της ποιητικής του κατεύθυνσης, στρέφεται στα υπαρξιακά ζητήματα (αν και έχει ξεκινήσει πολύ νωρίτερα να το πράττει), στις στοχαστικές ερωτήσεις, στο όνειρο που είναι η μόνη διέξοδος, ενώ ταυτόχρονα κυριαρχεί η λύπη, η ανάμνηση της ευτυχίας κάποιου περαστικού έρωτα, η ματαιότητα για τις ανθρώπινες σχέσεις, ο θάνατος. Η φθορά συνταξιδιώτης του χρόνου.
ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ ΣΤΙΧΟΙ
”Ποιός ξέρει τι θα συμβεί αύριο, ή ποιός έμαθε ποτέ τι συνέβη χτες,
τα χρόνια μου χάθηκαν εδώ κι εκεί, σε δωμάτια, σε τραίνα, σε
όνειρα…
Κι οι μέρες που σου λείπουν, ω Φεβρουάριε, ίσως μας αποδοθούν
στον παράδεισο-
συλλογιέμαι τα μικρά ξενοδοχεία όπου σκόρπισα τους στεναγμούς
της νιότης μου
ώσπου στο τέλος δεν ξεφεύγει κανείς, αλλά να πάει που;
κι ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο να γνωρίσει ο
ένας τον άλλον-
Κύριε, αδίκησες τους ποιητές δίνοντας τους μόνο έναν κόσμο,
κι όταν θα πεθάνω θα ‘θελα να με θάψουν σ’ένα σωρό από φύλλα
ημερολογίου
για να πάρω και το χρόνο μαζί μου. (Φύλλα Ημερολογίου)
”… Καιρό τώρα δε χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει
αιώνες να φανεί. Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα
που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου. Κι αν έχασα την ζωή μου
την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα
χτες ή ένα άυριο
όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας…
Κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν ν’
αγαπήσουν. (Άνεμος Νοεμβρίου)
” …Για αυτό σας λέω μη ζητάμε περισσότερα κι αργότερα, άντρας πια,
καθόμουν πίσω απ’ τα τζάμια και κοίταζα τα φώτα της
πόλης
έτσι γνώρισα το αναπότρεπτο των χωρισμών- τι θ’απομείνει
λοιπόν
τι θ’απομείνει από τόσες προσδοκίες, τόσους στεναγμούς;
ένα όνομα και δυο χρονολογίες χαραγμένες στην πέτρα που ο καιρός
θα τις σβήνει σιγά σιγά…” (Νυχτερινή ευωδία)
”Καμιά φορά σκέφτομαι: τι θα ‘κανα αλήθεια αν ξανάρχιζα τη ζωή
μου; Πάλι εδώ θα’ φτανα
στην άκρη του κόσμου…Ω Κύριε των μακρινών σταθμών που τους
διαβαίνουμε κάποτε μες στο όνειρο…
Ενώ ένας πλανόδιος
οργανοπαίχτης στο δρόμο με μια λυπημένη μουσική
θα δωροδοκεί το δειλινό ν’αργοπορεί…
Κι ίσως θα πρέπει να χαθείς ολότελα για να μάθεις κάποτε ποιος
είσαι…” (Η ερώτηση)
”…οι ερωτευμένοι παντρεύτηκαν και τώρα γερνάνε πλάι σε ανθρώπους
ξένους…
κι η παιδικότητα: ένα ουράνιο σχόλιο στο αίνιγμα να υπάρχουμε.
Κι όταν κάποτε θα φύγω δε θα πάρω μαζί μου παρά λίγο βιολετί απ’
το δειλινό κι έν’άστρο από κάποιο παραμύθι.” (Η αναχώρηση)
“Κι όταν ένα παιδί κοιτάει μ’ έκσταση το δειλινό, είναι που αποθηκεύει θλίψεις για το μέλλον.” (Δειλινό)