Το ημερολόγιο έγραφε 18 Ιουνίου 1928, όταν ο Κώστας Καρυωτάκης έφτασε στην Πρέβεζα με καράβι, μετά από μία δυσμενή μετάθεση. Η δυσθυμία του για τη νέα του δουλειά, αλλά και η εικόνα της επαρχιακής αυτής πόλης, που έμοιαζε να βρίσκεται στην άκρη του Θεού, βάραιναν περισσότερο την ήδη βεβαρημένη ψυχολογία του ποιητή.
Η θέση εργασίας του ήταν στη Νομαρχία Πρεβέζης, στο Γραφείο Εποικισμού και Αποκαταστάσεως Προσφύγων, επί νομαρχίας Γεώργιου Π. Γεωργιάδη. Ο Κώστας Καρυωτάκης, ως δικηγόρος της Νομαρχίας, είχε στα καθήκοντά του τη σύνταξη και τον έλεγχο των τίτλων κυριότητας των αγροτεμαχίων διανομής προς τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Η τότε Νομαρχία Πρέβεζας στεγαζόταν σε ένα διώροφο μεγάλο επιβλητικό κτίριο με κήπο, στην οδό Σπηλιάδου 10, ιδιοκτησίας Πάλιου, που δυστυχώς σήμερα έχει γκρεμιστεί.
Η τελευταία οικία του Κώστα Καρυωτάκη έμελλε να είναι ένα γραφικό πρεβεζάνικο σπίτι, στην οδό Δαρδανελίων, πάνω στο ιστορικό Σεϊτάν Παζάρ. Το κτίριο στέκει ακόμα σήμερα όρθιο, γεμάτο με αναμνήσεις του παρελθόντος, καθώς στο εσωτερικό του υπάρχουν ορισμένα έπιπλα και αντικείμενα που χρησιμοποιούσε ο μεγάλος ποιητής, όσο βρισκόταν ακόμη εν ζωή. Κάποιες πολυθρόνες, ένα σιδερένιο κρεβάτι, μία σερβάντα, ένας στρογγυλός καθρέπτης με είδη ξυρίσματος, μία ξυλόγλυπτη ντουλάπα, ένα κοστούμι και μία δερμάτινη βαλίτσα, είναι ότι απέμειναν πίσω του. Το συγκεκριμένο διαμέρισμα, ενός δωματίου τότε, παραχωρούνταν από τη Νομαρχία της πόλης, σε όποιον πήγαινε να εργαστεί εκεί από άλλη περιοχή. «Σήμερα το δώμα που έμενε ο Καρυωτάκης έχει χωριστεί με μία μεσοτοιχία σε δύο υπνοδωμάτια», όπως μου έδειξε η κα Σοφία Λελόβα, η σημερινή ιδιοκτήτρια του σπιτιού.
Μερικά 24ωρα πριν βάλει τέλος στη ζωή του, ο Καρυωτάκης άφησε σαν δώρο στην σπιτονοικοκυρά του, Πηνελόπη Λυγκούρη, μερικά ποιήματα, η οποία όμως τα πέταξε, αγνοώντας το ταλέντο του ποιητή, και μη γνωρίζοντας την αξία που αυτά θα είχαν μεταγενέστερα. Στο σχετικό ντοκιμαντέρ που παρουσίασε ο Φρέντυ Γερμανός το 1993, στη σειρά «Εκπομπές που αγάπησα», η κα. Πηνελόπη περιέγραψε την γκαρνταρόμπα του ποιητή, με τα γαλλικά κοστούμια που είχε φέρει μαζί του, αλλά και την εικόνα του δωματίου του, που δεν είχε καθόλου βιβλία, παρά μόνο διάσπαρτες σημειώσεις του. Την άποψη αυτή επιβεβαιώνει και η τωρινή κάτοχος του σπιτιού, Σοφία Λελόβα, που έμαθε από την μητέρα της πολλά πράγματα για τον Καρυωτάκη. Μεταξύ άλλων μου εκμυστηρεύτηκε ότι «ο Καρυωτάκης δεν είχε καλές σχέσεις με τους Πρεβεζάνους, και το καλοκαίρι που βρέθηκε στην πόλη, ήρθε σε ρήξη με τον τότε Νομάρχη, ο οποίος πιθανώς χρηματιζόταν με λίρες Μικρασιατών στο θέμα της μη ισότιμης και δίκαιης παροχής αγροτεμαχίων». Έτσι, ο συγγραφέας προσπαθούσε να αποφύγει τις συναναστροφές με τους ντόπιους και προτιμούσε να περνάει περισσότερο χρόνο μόνος του, γράφοντας ποιήματα. Ήταν ένας τρόπος να ξεφύγει, να αδειάσει το μυαλό του, να βγάλει από μέσα του όλα όσα τον βάραιναν.
Τα βράδια ο ποιητής στεκόταν στο πλατύ περβάζι του δωματίου του, και χάζευε το στενό, τις πλουμιστές μπουκαμβίλιες και τον αστεροστολισμένο νυχτερινό ουρανό, ψιθυρίζοντας στίχους από το «Βράδυ», ενώ υμνούσε τον έρωτα και την απώλειά του, το φως και το σκοτάδι, τη ζωή και τον θάνατο. Και όσο περνούσε ο καιρός και γίνονταν καλοκαίρι, τόσο περισσότερο κλείνονταν στον εαυτό του και σκοτείνιαζε. Έτσι, «στις 20 Ιουλίου ο Καρυωτάκης πήγε και αγόρασε ένα πιστόλι από το μαγαζί του Ιωάννη Αναγνωστόπουλου, με το οποίο επέστρεψε σε λίγες ώρες διαμαρτυρόμενος ότι είχε βλάβη, ενώ είχε ξεχάσει να βγάλει την ασφάλεια». Αυτό εξηγήθηκε ως πρόθεσή του να αυτοκτονήσει αυθημερόν. Χωρίς λοιπόν να χάσει χρόνο, την επόμενη κιόλας μέρα έβαλε τελεία στη δική του ιστορία, και ο κόσμος έχασε έναν σπουδαίο συγγραφέα, η γραφή του οποίου προκάλεσε και αντίστοιχο ρεύμα μετά τον θάνατό του (Καρυωτακισμός, 1928 – 1935).
Μετά το χαμό του ποιητή, άρχισε να κυκλοφορεί η φήμη, πως ο Καρυωτάκης δεν άντεχε καθόλου τη ζωή στην Πρέβεζα, κι ότι αυτό τον οδήγησε στο δραματικό του τέλος. Προηγουμένως μάλιστα βρισκόταν στο Παρίσι, και η μεγάλη αυτή αλλαγή στη ζωή του, που του επέβαλε εγκατάσταση σε μία μικρή επαρχιακή πόλη της Ελλάδας, συνέβαλε καταλυτικά στην τραγική αυτή απόφαση. Όμως, όλα αυτά αποτελούν έναν αστικό μύθο. «Εκείνος αποτύπωνε πιστά στα ποιήματά του αυτά που έβλεπε», όπως επισήμανε η κα Σοφία, και «δεν μισούσε την πόλη, απλώς δεν άντεχε την ίδια του τη ζωή. Σε όποια πόλη και να βρισκόταν τότε, ήταν αποφασισμένος να δώσει το τέλος». Στους ιδιοκτήτες του σπιτιού, μάλιστα, εξέφραζε καθημερινά τις εντυπώσεις του από τους περιπάτους που έκανε στην πόλη, και τα όμορφα μέρη που επισκέπτονταν. Όμως, η μοναξιά που βίωνε, η αρρώστια που τον στιγμάτιζε και οι κόντρες που είχε στην δουλειά, τον έκαναν απόμακρο, σχεδόν αόρατο.
Ενενήντα χρόνια αργότερα έρχεται στην επιφάνεια το ζήτημα της αναστήλωσης και ανάδειξης της τελευταίας οικίας του στην Πρέβεζα. Ο Πολιτιστικός Σύλλογος της πόλης επανήλθε με νέο αίτημα προς τον Δήμαρχο, προκειμένου να αξιοποιήσει αυτό το στολίδι στην καρδιά της πόλης, πάντα με τη συγκατάβαση των ιδιοκτητών του. Η κα Σοφία Λελόβα και ο γιος της Τηλέμαχος, που ζουν στο ιστορικό αυτό σπίτι, δέχονται να παραχωρήσουν μέρος της οικίας τους για να γίνει μουσείο, με την προϋπόθεση όμως να γίνουν πρώτα οι απαραίτητες εργασίες, έτσι ώστε να αποκατασταθεί ο χώρος και να εξασφαλιστεί η ήρεμη διαβίωσή τους. Η μετατροπή σε μουσείο της τελευταίας επίγειας κατοικίας του Καρυωτάκη, θα αποτελέσει τοπόσημο του ιστορικού κέντρου της Πρέβεζας, θα αναβαθμίσει το οικιστικό τετράγωνο, θα επαναπροσδιορίσει τον χαρακτήρα του μουσειακού τουρισμού της πόλης, θα προσελκύσει νέους τουρίστες και φυσικά θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για εκπαιδευτικούς σκοπούς.
Λίγα μόλις μέτρα από την αυλόπορτα του γραφικού αυτού διώροφου βρίσκεται η προτομή του Καρυωτάκη, η οποία αγναντεύοντας προς τον Αμβρακικό περιμένει καρτερικά τη δικαίωση των αισθημάτων του για την πόλη, και την αναστήλωση της τελευταίας του κατοικίας… «Ας υποθέσουμε», λοιπόν, «πως δεν έχουμε φτάσει / από εκατό δρόμους, στα όρια της σιγής, / κι ας τραγουδήσουμε, — το τραγούδι να μοιάσει / νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής – », όπως έλεγε και ο ίδιος στο ποίημά του με τίτλο «Αισιοδοξία», κι ας ελπίσουμε όλα τα πράγματα να πάρουν σύντομα τον δρόμο τους και η πόλη της Πρέβεζας να αποκτήσει ένα μουσείο στη μνήμη του μεγάλου αυτού ποιητή.
Κείμενο: Νικόλαος Μπάρδης
Φωτογραφίες: Λευκοθέα Πήλιου