Η λέξη «καταφύγιο» δεν υπήρχε στο αθηναϊκό λεξιλόγιο. Η κυβέρνηση Μεταξά, βλέποντας ήδη από το 1936 τα πρώτα σύννεφα του πολέμου να συγκεντρώνονται, εκπόνησε ένα πρόγραμμα προστασίας του πληθυσμού. Σε ένα μεσοπολεμικό καταφύγιο της οδού Πραξιτέλους, 17 καλλιτέχνες δημιουργούν το δικό τους προσωρινό «καταφύγιο» ιδεών· εμπνεόμενοι από θέματα εξουσίας, εγκλεισμού, φθοράς, σύγκρουσης, χρόνου και μετάλλαξης, φέρνοντάς μας αντιμέτωπους με ένα αθέατο κομμάτι της ιστορίας, αλλά και της ψυχής της Αθήνας.
Η έκθεση «Bunker» πραγματοποιείται σε ένα πραγματικό καταφύγιο που στεγάζεται στην Πραξιτέλους 33, ένα «μοντερνιστικό» κτίριο του δεύτερου μισού της δεκαετίας το 1930 που, συμπτωματικά, έφτασε σχεδόν ακέραιο στις ημέρες μας. Μιλήσαμε με τον Γιώργο Γεωργακόπουλο, τον επιμελητή της έκθεσης, και συζητήσαμε τόσο για τις ιδέες που παρουσιάζονται σε αυτήν όσο και για την σημερινή κατάσταση της Ελλάδας, με αφορμή τα έργα που θα δούμε.
Η Ελλάδα μπορεί να μην βρίσκεται πλέον σε εμπόλεμη κατάσταση, πιστεύετε όμως πως η έκθεση «Bunker» αποτελεί μια αλληγορική συζήτηση μεταξύ της Αθήνας της δεκαετίας των ’30 με την Αθήνα της δικής μας δεκαετίας;
Η προσεκτική ανάγνωση της ιστορίας αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο για την πρόβλεψη του μέλλοντος και την κατανόηση του παρόντος. Αφήνοντας κατά μέρος συναισθηματισμούς και πολιτικά πάθη, βλέπουμε ότι της δεκαετίας του ’30 προηγήθηκε μια δεκαετία που περιείχε πολεμικές καταστροφές, αλλά και τα αποτελέσματα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που γονάτισε όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και πανίσχυρα κράτη. Οι συνθήκες που ακολούθησαν λόγω των σαθρών και ασαφών κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών οδήγησαν στην σύγκρουση εθνολαϊκών και κοινωνικολαϊκών σχημάτων των άκρων με νικητές την απολυταρχία στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια, με συνέπεια την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Ελλάδα σήμερα, ευρισκόμενη στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης για περίπου μια δεκαετία (όχι πάντοτε χωρίς δική της ευθύνη) οδηγείται στην αυγή της επόμενης δεκαετίας θωρακισμένη κοινωνικά και πολιτικά σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό σχήμα πρωτόγνωρων ελευθεριών και ευκαιριών σε σχέση με τα δεδομένα της δεκαετίας του ’30. Η έκθεση «Bunker» αποτελεί – περισσότερο για τον νοσταλγικό “νεοαρχαιολόγο” που χρησιμοποιεί τη δομή ενός πραγματικού σωζόμενου καταφυγίου απογυμνωμένου από τη βία και τα πάθη της εποχής – μία υπενθύμιση παρά αλληγορία των σκοτεινών εποχών που πέρασαν οριστικά στην ιστορία.
Ποιοι είναι οι κεντρικοί άξονες της έκθεσης και ποιες οι κυριότερες «ιδέες» που θα παρουσιαστούν;
Η βασική ιδέα συμπιέζεται στο εφήμερο όπου η πίεση και μόνο του χρόνου συμπυκνώνει την ένταση και τα συναισθήματα. Το «Bunker» σχεδιάστηκε ώστε να προφυλάξει για λίγο τους ενοίκους του από άμεση απειλή. Ο λίγος αυτός χρόνος λειτουργεί καταλυτικά και διαστέλλεται για τα επαπειλούμενα άτομα αναπτύσσοντας μεταξύ τους έντονες και πολλές φορές άφθαρτες στον καιρό σχέσεις. Ακριβώς στο πλαίσιο αυτό οι καλλιτέχνες ορίζουν με διαφορετικά εικαστικά μέσα συναισθήματα εγκλεισμού, αγωνίας, φόβου ή μοναξιάς. Τόσο τα έργα όσο και ο φωτισμός σκοπό έχουν να δώσουν στον θεατή αυτή την εικόνα και να τον μεταφέρουν νοητά στο καταφύγιο.
Οι καθημερινές εξελίξεις και ιστορίες των ανθρώπων της πόλης επηρέασαν τα έργα και την πορεία της έκθεσης ή είναι κυρίως αποτέλεσμα δημιουργικότητας και φαντασίας;
Η έμπνευση της ίδιας της έκθεσης επηρεάστηκε από το κτίριο, από τους χοντρούς ενισχυμένους τοίχους, τις μεταλλικές ατσάλινες πόρτες προστασίας και τις μπουκαπόρτες εξαερισμού που θυμίζουν πλοίο και διατηρήθηκαν ακέραιες στις μέρες μας. Η φαντασία όμως ήταν ο καταλύτης για την έκθεση «Bunker» όπου ο χώρος δεν είναι ψυχρά και αδιάφορα “εκθεσιακός”, αλλά ένα κομμάτι της νεότερης εποχής όπου οι προσκεκλημένοι καλλιτέχνες και τα έργα τους μας διηγούνται τις ιστορίες που έπλασαν.
Εν έτει 2019, χρειαζόμαστε εν τέλει καταφύγια; Πώς οι συνεχείς εξελίξεις, τόσο σαν χώρα, οικονομική κρίση, όσο και ατομικά, υπερέκθεση των social media, χρήζουν ενός μικρού απομονωμένου «safe place»;
Η εξελίξεις τα τελευταία χρόνια πέρα από το δυσμενές και αφιλόξενο περιβάλλον που έχουν δημιουργήσει, έχουν γίνει αφορμή για ένα πρωτόγνωρο, συνεχές, καθημερινό και ψυχοφθόρο αλισβερίσι με το κράτος και τις υπηρεσίες του. Από την άλλη, η ίδια η προσωπική ζωή πολιορκείται με την απόλυτη συγκατάθεση μας από τα social media με αποτέλεσμα να μην είναι πάντοτε “προσωπική”. Η εξάρτηση μας από την τεχνολογία εις βάρος του χρόνου μας έχει κάνει απαραίτητη τη χρήση του διακόπτη OFF στις συσκευές μας. Θα συμφωνήσω λοιπόν με ένα σύνθημα από άλλη δεκαετία «φωτιά στις κάμερες», αλλά τις δικές μας κάμερες!
Τελικά, οι ιδέες χρειάζονται ένα καταφύγιο; Ή η ύπαρξη τους έγκειται στην συνεχή έκθεση και αναδιαμόρφωσή τους, τόσο ατομικά όσο και κοινωνικά;
Οι ιδέες είναι το καταφύγιο, η δυνατότητα που παρέχουμε στους εαυτούς μας να σκεπτόμαστε και να είμαστε ελεύθεροι. Η “κεντρική ιδέα” του εαυτού μας, όμως, είναι κάτι τελείως διαφορετικό: είναι αυτό που θέλουμε να δείξουμε στον κόσμο πως είμαστε. Εκεί, τόσο οι εναλλαγές όσο και οι εκάστοτε συνθήκες συνδιαμορφώνουν την εικόνα των ιδεών μας και τα social media βοηθούν αυτή τη θρασεία υπερβολή. Είμαστε πονόψυχοι, κοινωνικά ευαίσθητοι, πολιτικά ορθοί, προσηνείς, αγαπάμε όλα τα ζώα (ακόμα και τα δίποδα), αλλά κατά βάθος παραμένουμε πάντοτε άνθρωποι τόσο με τα πάθη όσο και με τις αρετές μας.
Συμμετέχουν: Νίκος Αρτέμης, Ανδρέας Βούσουρας, Κυριακή Γονή, Ηράκλεια Δέδε, Θοδωρής Ζαφειρόπουλος, Μπάμπης Καραλής, Άννα Μανέτα, Δημήτρης Μεράντζας, Ελεάνα Μπαλέση, Κώστας Μπασάνος, Αλεξάνδρα Νάκου, Αθηνά Παύλου Μπενάζη, Κατερίνα Μπότσαρη, Σοφία Ντόβολη, Νατάσσα Πουλαντζά, Άγγελος Σκούρτης, Κώστας Τσώλης.
Επιμέλεια: Γιώργος Γεωργακόπουλος
Συντονισμός: Φωτεινή Καπίρη
Εγκαίνια: Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019
Διάρκεια: 18 – 28 Ιανουαρίου, 2019
Για περισσότερες πληροφορίες, εδώ.