Από την επιθυμία ως την σύγκρουση και από την χαοτική ματιά του Robert Rauschenberg και το σκοτάδι του Francis Bacon ως τον ανοιχτό θαυμασμό για την ομορφιά, το πικρό χιούμορ και την τρυφερή αίσθηση απομόνωσης και νοσταλγίας, τα έργα του Hockney εμπνέονται από τους μεγάλους ζωγράφους και τα σημαντικότερα καλλιτεχνικά ρεύματα του 20ου αιώνα αφήνοντας το δικό τους ξεχωριστό στίγμα στη βρετανική pop-art.
O ίδιος θεωρείται δικαίως ένας αισθαντικός «αντιρρησίας» που τόλμησε να ορθώσει ανάστημα στις κυρίαρχες τάσεις και τα δόγματα της δεκαετίας του 60, γκρεμίζοντας το ταμπού του ομοερωτισμού σε μια Αγγλία που μόλις περνούσε το μεταπολεμικό κατώφλι του «swing», της μόδας και της σεξουαλικής απελευθέρωσης ενώ η ομοφυλοφιλία ισοδυναμούσε ακόμα με έγκλημα.
Ποιος ήταν λοιπόν ο David Hockney; Το Metropolitan Museum of Art επιχειρεί να φωτίσει λιγότερο γνωστές πτυχές της ζωής και της εξηντάχρονης πορείας του μεγάλου Βρετανού ζωγράφου στην πρώτη ολοκληρωμένη αναδρομική έκθεση εδώ που πραγματοποιείται εδώ και 30 χρόνια στη Νέα Υόρκη, παρουσιάζοντας τα πιο εμβληματικά έργα και τους σημαντικότερους σταθμούς της ζωής του, με αφορμή την συμπλήρωση 80 χρόνων από την γέννησή του (1937) στο Μπράντρφοντ της Αγγλίας.
Ήταν το τέταρτο από τα πέντε παιδιά της Λάουρα και του Κένεθ Χόκνει (αντιρρησία συνείδησης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο), σπούδασε στο Bradford College of Art και στο Royal College of Art και σε αντίθεση με τον φίλο του Andy Warhol είχε δηλώσει ανοιχτά την ομοφυλοφιλική του ταυτότητα και στα έργα του εξερευνούσε την φύση της ομοφυλόφιλής αγάπης. Κατά την διάρκεια της φοίτησης του στο RCA στο Λονδίνο, συμμετείχε στην έκθεση Young Contemporaries που προανήγγειλε την έλευση της βρετανικής pop-art ενώ λίγο πριν αποφοιτήσει από το Royal College of Art αρνήθηκε να καταθέσει διπλωματική εργασία με το επιχείρημα ότι ήθελε να εξεταστεί αποκλειστικά πάνω στα έργα του, σχεδιάζοντας αντ’ αυτής το σκίτσο “The Diploma” που ανάγκασε το κολέγιο να αλλάξει τους κανόνες του και να του χορηγήσει τελικά το πολυπόθητο δίπλωμα.
Αν και οπωσδήποτε πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους ομοφυλόφιλους καλλιτέχνες στην Βρετανία μετά την εν μέρει «αποποινικοποίηση» του ομοερωτισμού, ο ίδιος γνώριζε καλά πώς ήταν να ζει και να εργάζεται κανείς στην χώρα πριν το 67, όταν άνθρωποι εξακολουθούσαν να φυλακίζονται για το γεγονός ότι ήταν ομοφυλόφιλοι. Χαρακτηριστικές ήταν οι διαφωνίες του και για άλλα ζητήματα όπως η αντικειμενική απεικόνιση του γυμνού ή τα μοντέλα παχουλών, ηλικιωμένων γυναικών που προσλαμβάνονταν τότε και την ανάγκη να αντικατασταθούν από αυτά που εκείνος ονόμαζε «καλύτερα μοντέλα», δηλαδή νεαρά καλογυμνασμένα αγόρια όπως ο Mo Mc Dermott, που σχεδόν πίεσε το κολέγιο για να τον προσλάβει.
«Τελικά κανείς δεν ήθελε να ζωγραφίσει ανδρικά μοντέλα, έτσι τον κράτησα για τον εαυτό μου», είχε πει ο ίδιος.
Εκτός από την ζωγραφική ο Hockney ασχολήθηκε με το σχέδιο, την χαρακτική, την σκηνογραφία και την φωτογραφία, φιλοτεχνώντας γκραβούρες, πορτρέτα φίλων, και σκηνικά για το Royal Court Theatre, το Φεστιβάλ Όπερας του Glyndebourne, την όπερα La Scala (Teatro alla Scala) του Μιλάνου και την Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης. Μάλιστα το 1966 εκδόθηκαν και κυκλοφόρησαν οι περίφημες εικονογραφήσεις του Hockney σε 14 ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη. Στα πορτρέτα του, που φιλοτεχνήθηκαν σε διάφορες περιόδους κατά την διάρκεια της καριέρας του απεικονίζονται από γνωστοί συγγραφείς και σχεδιαστές μόδας μέχρι ο εικαστικός Henry Geldzahler, ο έμπορος έργων τέχνης Nicholas Wilder, οι γονείς του, το μοντέλο Mo Mc Dermott, και ο χορευτής μπαλέτου και εραστής του Wayne Sleep.
Ένα νοσταλγικό ταξίδι στα όρια της καλλιτεχνικής έκφρασης
Μια επίσκεψη στην Καλιφόρνια ήταν αρκετή για να τον εντυπωσιάσει τόσο, ώστε να αποφασίσει να εγκατασταθεί μόνιμα για τα επόμενα χρόνια και να εμπνεύσει μια σειρά έργων με τις διάσημες πλέον πισίνες, το εξαιρετικά ρεαλιστικό στιλ και τα ολοζώντανα χρώματα που σε προκαλούν για μια βουτιά στην άπιαστη και φευγαλέα εντύπωση της παντοτινής ομορφιάς. Έργα όπως το “A Bigger Splash” (1967) και το “Portrait of an Artist (Pool with Two Figures)” είναι ανάμεσα στα γνωστότερα της περιόδου από το 1964 έως το 1975 που φιλοτεχνήθηκαν είτε στο Los Angeles όπου ο καλλιτέχνης μετακόμισε το 1964 είτε στο στούντιο του στο Λονδίνο, όπου επέστρεψε το 1968.
Ο θαυμασμός του για τον κυβισμό και τον Picasso αποτυπώνεται επίσης στα διάσημα φωτοκολάζ, τα οποία άρχισε να δημιουργεί στις αρχές του 1980 με φωτογραφίες Polaroid, τραβηγμένες από διαφορετική οπτική γωνία, τις οποίες στην συνέχεια επικολλούσε στη φρενήρη, πολυδιάστατη προοπτική κάποιας γνώριμης σκηνής. Η ιδέα του φωτοκολάζ προέκυψε τυχαία στα τέλη της δεκαετίας του 60 ενώ φιλοτεχνούσε έναν πίνακα που απεικόνιζε ένα σαλόνι και ένα μπαλκόνι στο Λος Άντζελες. Ο ίδιος προσπάθησε να εξερευνήσει μέσω αυτού την ανθρώπινη αντίληψη της όρασης και της κίνησης ενώ από το Δεκέμβριο του 1985 η τεχνολογία θα ήταν το νέο εργαλείο που θα του επέτρεπε να σχεδιάσει το εξώφυλλο του τεύχους της γαλλικής Vogue, χρησιμοποιώντας και διευρύνοντας συνεχώς τα όρια της τέχνης και της τέχνης γενικότερα.
Τα έργα του μοιάζουν με νοσταλγικές περιπλανήσεις που διατρέχουν το φάσμα διάσημων έργων και ζωγράφων του 20αιώνα. Η καθαρότητα των μορφών του Piero della Francesca, τα μοτίβα του Vermeer, τα ζωηρά χρώματα των Matisse και Van Gogh και οι αυστηρές γεωμετρικές φόρμες μινιμαλιστών ζωγράφων ή η μαεστρία του Picasso βρίσκουν μια πιο ανθρώπινη έκφραση που χρησιμοποιεί την αφαίρεση με τον τρόπο που οι μεγάλοι συνθέτες δανείζονταν μουσικές ιδέες και φόρμες για να τις επαναπροσδιορίσουν και χωρίς ποτέ να ενδώσουν σε μια μουσική ιδεολογία. Άλλωστε η μουσική αποτελούσε σημαντικό ερέθισμα για τον Hockney που γεννημένος με συναισθησία συνήθιζε να επιλέγει τα χρώματα σκηνικών και του φωτισμού σε μπαλέτα ή όπερες με βάση τα μουσικά έργα που άκουγε.
Η απίθανη συναισθηματική δύναμη είναι ίσως εκείνη που χαρακτηρίζει περισσότερο τα έργα του και δικαιολογεί την επιρροή και την συμβολή του στην γέννηση της βρετανικής pop-art και η μόνη εξήγηση ίσως γι’ αυτό η φράση που βρίσκεται τυπωμένη στο πίσω μέρος του καταλόγου της έκθεσης: «Ζωγραφίζω ότι μου αρέσει, όταν μου αρέσει και όπου μου αρέσει, με περιστασιακά νοσταλγικά ταξίδια».
Κείμενο: Δέσποινα Ραμαντάνη