Ο Απόστολος Καλφόπουλος, με την ιδιότητα του αρχιτέκτονα, τα τελευταία χρόνια δημιουργεί τις «γέφυρες» ανάμεσα στην αρχιτεκτονική και τις τέχνες, μέσα από μία σειρά διαφορετικών δραστηριοτήτων ως επιμελητής εκθέσεων, ως εκδότης περιοδικών εκδόσεων ή ως συγγραφέας κειμένων. Στην τελευταία του, τέτοια γέφυρα, επιμελήθηκε την έκθεση «Το Ομορφο δεν είναι παρά η αρχή του Τρομερού» στην Μονή Λαζαριστών στην Θεσσαλονίκη, έως τις 10 Ιανουαρίου 2010 με το θέμα της πραγματικά «να παίζει με την φωτιά», αφού έχει για υλικό της, τα πρωτότυπα έργα 25 σύγχρονων ελλήνων δημιουργών τα οποία συνδιαλέγονται με μία μεγάλη συλλογή από τεχνουργήματα της ελληνικής λαϊκής τέχνης.
Με την ιδιότητα του αρχιτέκτονα, έχετε επιμεληθεί μία σειρά εκθέσεων καλλιτεχνών. Ποια είναι αυτή η σχέση της αρχιτεκτονικής και των τεχνών, που σας ενδιαφέρει σε αυτές τις εκθέσεις αλλά και στα κείμενά σας; Με ενδιαφέρουν εκείνες οι στιγμές όπου τέχνη και αρχιτεκτονική έρχονται πολύ κοντά μεταξύ τους. Πρόκειται για στιγμές, όπου καλούνται να χειριστούν, η κάθε μία με τους δικούς της όρους τη σχέση μας με την πόλη και τον πολιτισμό.
Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε στην πρωτότυπη θεματική της έκθεσης «Το Ομορφο δεν είναι παρά η αρχή του Τρομερού» και τι περιελάμβανε η έρευνά σας; Ήθελα να θέσω δύο ερωτήματα: Πρώτον σε τι οφείλεται αυτή η τόσο έντονη επανεμφάνιση του Ρομαντισμού, της Goth αισθητικής, του Μπαρόκ και του Γκροτέσκου; Έχει να πει κάτι για το εδώ και το τώρα ή είναι απλά μία πονηρή επαναφορά του τύπου «τα 60s είναι ξανά στη μόδα»; Δεύτερον γιατί Έλληνες καλλιτέχνες στρέφονται προς «ρεύματα» της τέχνης που κυρίως προέρχονται από τον κέντρο-βορειοευρωπαικό χώρο; Υπάρχουν αντίστοιχες τοπικές εκφάνσεις που μπορούν να τροφοδοτήσουν τη δουλειά τους; Έχει νόημα κάτι τέτοιο; Αυτό που έκανα ήταν να εντοπίσω εκδοχές του τρομερού και του ανοίκειου όπως εμφανίζονται στην λαϊκή τέχνη και παράδοση όπως τα Καρναβαλικά Δρώμενα, τα Ανθρωποφαγικά Παραμύθια, οι Διηγήσεις και τα τεχνουργήματα που περιγράφουν παράξενες υπάρξεις, αλλά και ο Καραγκιόζης ως τοπική έκφανση του Γκροτέσκου.
Τι ακριβώς το «μαγικό» συμβαίνει στον «μεταιχμιακό χώρο» της ελληνικής παράδοσης, καθιστώντας τον έτσι, έναν τόπο όπου μας αποκαλύπτεται η Ομορφιά του Τρομερού; Όλες αυτές οι εκφάνσεις ήταν τρόποι μέσω των οποίων η κοινότητα χειριζόταν ζητήματα που σχετίζονται με το παράλογο, το ανήθικο και το άσχημο, την ίδια την ετερότητα.
Αρχιτέκτονες, εικαστικοί, performers, θεατρικοί δημιουργοί, μέλη – όλοι σχεδόν – της γενιάς που αναδείχθηκε αυτή την δεκαετία. Υπάρχει κάποιο άλλο κοινό στοιχείο σε αυτούς τους δημιουργούς που επιλέξατε για την έκθεση και τί ακριβώς τους ζητήσατε; Δε συμφωνώ με τον όρο “γενιά” γιατί στο χώρο της τέχνης αυτό σημαίνει πολύ συγκεκριμένα πράγματα που δεν είμαι σίγουρος ότι ισχύουν εδώ. Βέβαια, υπάρχουν κοινά στοιχεία μεταξύ τους και κυρίως η ενασχόλησή τους με αντίστοιχες θεματικές. Αυτό που ζήτησα από τους καλλιτέχνες, πριν από ένα χρόνο, ήταν να δημιουργήσουν πρωτότυπα έργα προσπαθώντας να “φιλτράρουν τη δουλειά τους” μέσα από το υλικό που τους παρέδωσα. Στην έκθεση, πέρα από τα έργα των καλλιτεχνών, παρουσιάζονται και τα τεχνουργήματα της λαϊκής τέχνης.
Η έκθεσή σας χωρίζεται σε δύο επίπεδα-ενότητες, την Σπηλιά και το Δάσος. Τι είναι «κρυμμένο» σε αυτούς τους δύο «τόπους του άλλου»; Αυτά τα δύο «σχήματα» παίζουν σημαντικό ρόλο. Από τη μία, γιατί όλες οι ανοίκιες μορφές (αερικά, δαίμονες, ξωτικά, λάμιες, στρίγγλες, δράκοι, κλπ) είναι εκτοπισμένες στο δάσος και κάτω από τη γη. Από την άλλη, γιατί και τα δύο σχετίζονται με το λαβύρινθο· τον λαβύρινθο ως χώρο των ενστίκτων και του υποσυνείδητου. Έτσι, ο πρώτος όροφος δημιουργεί την αίσθηση ενός υπόγειου και σκοτεινού λαβυρίνθου που συντίθεται από σπηλαιώματα και θαλάμους, πετρώματα και κρυσταλλικές μορφές ενώ ο δεύτερος δημιουργεί την αίσθηση ενός υπέργειου, λευκού δάσους που συντίθεται από συστάδες δέντρων και ξέφωτα, από κορμούς και πολύτιμους καρπούς.
Την τελευταία δεκαετία στις Η.Π.Α. και στις Σκανδιναβικές χώρες έχει ανθίσει στις τέχνες και στην μουσική το αποκαλούμενο Free Folk κίνημα. Θα επιθυμούσατε – πέρα από τα όρια της έκθεσης – και την ανάδειξη μίας ανάλογης δημιουργικής στάσης και στην ελληνική «σκηνή»; Όντως, έχει εμφανιστεί μία νέα υποκουλτούρα που συνθέτει στοιχεία της εσωτερικότητας της folk των 60s και της ψυχεδέλειας των 70s και τα ενδιαφέροντά της στρέφονται προς το ρομαντισμό και το νατουραλισμό, την οικολογία και τον ανιμισμό, την κατοίκηση και το νομαδισμό, τον εξωτισμό και την ετερότητα, την χειροναξία και την ανταλλαγή. Μία υποκουλτούρα δημιουργεί ταυτότητα και κοινότητα, και σίγουρα λέει κάποια πράγματα για το «εδώ» και το «τώρα» όμως, σχετίζεται άμεσα και με την πολιτισμική βιομηχανία. Αυτό δεν απέχει πολύ από τα ερωτήματα που προσπαθεί να θέσει η έκθεση. Πάντως δεν κρύβω ότι μου αρέσουν π.χ. ο Devendra Banhart, η Joanna Newsom, οι Bat for Lashes, αλλά έχω πάντα επιφυλάξεις για κάθε τι που δημιουργεί στιλ, συμπεριφορές και στεγανά.