Art & Design

H Iris Van Herpen εξηγεί πώς έφτιαξε τα εντυπωσιακά φορέματα της συλλογής Hypnosis

Στα πλαίσια του Virtual Design Festival, η ταλαντούχα Ολλανδή σχεδιάστρια Iris Van Herpen, που εντυπωσιάζει κάθε φορά με τις πρωτοποριακές της δημιουργίες, εξηγεί τον τρόπο που σκέφτεται, μιλά για τις εμπνεύσεις της και αποκαλύπτει με ποιον τρόπο δημιούργησε τα σαν ζωντανά ρούχα που θαυμάσαμε στη συλλογή της «Hypnosis» για τη σεζόν φθινόπωρο 2019.

Η σκέψη της ξετυλίγεται μέσα από τρία βίντεο, στα οποία η ίδια μας ξεναγεί στη μοναδική δημιουργική της διαδικασία, μιλώντας από το στούντιό της στο Άμστερνταμ.

Μαθαίνουμε, λοιπόν, ότι ήταν η εκπαίδευσή της ως μπαλαρίνα που την οδήγησε στο να καταλήξει να χρησιμοποιεί πρωτοπόρες νέες τεχνολογίες και υλικά που δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στην υψηλή ραπτική. Η προσέγγισή της στη μόδα είναι αυτή του πειραματισμού με υλικά όπως σιλικόνη, μεταλλική κορδέλα, σίδερο και γυαλί, ενώ συνδυάζει τις παραδοσιακές μεθόδους με σύγχρονες ψηφιακές τεχνικές, όπως το 3D printing και το κόψιμο των υλικών με λέιζερ.


«Προέρχομαι από τον χορό, έτσι, μέσα στη δουλειά μου, επικεντρώνομαι πολύ στην αναζήτηση νέων μορφών κίνησης, νέων μορφών θηλυκότητας», λέει στη συνέντευξή της στο Dezeen. Επικεντρωνόμαστε στο σώμα αλλά προσπαθούμε να εξερευνήσουμε και τον χώρο γύρω από το σώμα». Η ίδια περιγράφει τις δημιουργίες της ως «οπτικές ψευδαισθήσεις», που είναι έτσι σχεδιασμένες, ώστε να υπερτονίζουν ή να βελτιώνουν τη φυσική κίνηση του σώματος. «Νομίζω ότι η κίνηση και η μεταμόρφωση και ο χορός έχουν να κάνουν πολύ συχνά με την οπτική ψευδαίσθηση και αυτό είναι που με γοητεύει στην ανάπτυξη των υλικών», λέει.

Δημιουργεί τις συλλογές της μαζί με μια μικρή ομάδα στο στούντιό της στο Άμστερνταμ, στην Ολλανδία, ωστόσο συχνά συνεργάζεται με δημιουργούς προερχόμενους και από άλλους κλάδους, όπως από την αρχιτεκτονική, τη μουσική και την τέχνη, και μαζί αναπτύσσουν υλικά και τεχνικές, τα οποία εφαρμόζει στις συλλογές της.

Για παράδειγμα, μέσα στα χρόνια έχει συνεργαστεί με τον αρχιτέκτονα Philip Beesley, την designer και καθηγήτρια του MIT Media Lab, Neri Oxman, τη μουσικό Björk, τη χορογράφο Sasha Waltz, αλλά και με καλλιτέχνες όπως τον Anthony Howe. «Υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που δεν έχουν εξερευνηθεί στη μόδα και υπάρχει τόση δύναμη στη συνεργασία», σημειώνει.

Για τη συνεργασία της με αρχιτέκτονες, εξηγεί ότι δουλεύοντας μαζί τους εξέλιξε την προσέγγισή της στον σχεδιασμό των υλικών και τελικά κατέληξε να δουλεύει στην πλήρους κλίμακας επέκταση ενός μουσείου. «Κατά κάποιον τρόπο, η γνώση που βρίσκεται μέσα στην αρχιτεκτονική είναι πολύ χρήσιμη στην ανάπτυξη νέων υλικών σε μικρότερη κλίμακα. Στην πραγματικότητα μεταφράζεις τις τεχνικές της μεγαλύτερης κλίμακας σε φίνες υφές και υφάσματα», λέει η ίδια.

Η Iris van Herpen ήταν από τους πρώτους σχεδιαστές μόδας που χρησιμοποίησαν τρισδιάτατη εκτύπωση στις συλλογές τους και, όπως λέει, ήταν ένα αρχιτεκτονικό γραφείο του Άμστερνταμ που της σύστησε αυτήν την τεχνολογία. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι συνεργασίες της με αρχιτέκτονες όχι μόνο επηρέασαν τις δικές της δημιουργίες, αλλά την οδήγησαν και να συμμετάσχει σε αρχιτεκτονικά projects, όπως ήταν η δημιουργία μιας επέκτασης του Naturalis Biodiversity Center στην πόλη Λάιντεν της Ολλανδίας, με τη χρήση 263 γλυπτικών, τρισδιάστατων πάνελ φτιαγμένων από μια μείξη τσιμέντου και λευκού μαρμάρου, δημιουργημένη έτσι ώστε να θυμίζει ύφασμα.

Όσο για την πραγματικά υπνωτιστική συλλογή της Hypnosis, η Iris Van Hepren δημιούργησε τα φορέματά της χρησιμοποιώντας δεκάδες χιλιάδες κυματιστά κομμάτια υφάσματος, που το καθένα είχε φάρδος 0,8 χιλιοστά. «Αυτό που ήλπιζα ήταν ότι δε θα μπορούσες να δεις πού ξεκινά το ρούχο και πού τελειώνει η επιδερμίδα».

Δημιούργησε τη συλλογή αυτή σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα και για χρόνια συνεργάτη της Philip Beesley. «Τα μοτίβα είναι τόσο φίνα κομμένα, που κινούνται γρηγορότερα απ’ όσο το μάτι μπορεί να ακολουθήσει. Έτσι, στην πραγματικότητα είναι μια λεπτεπίλεπτη αλληλεπίδραση με τις μικρές κινήσεις του σώματος, που δημιουργεί μια οπτική ψευδαίσθηση όταν κινείσαι φορώντας το», εξηγεί.

Στη συλλογή συνεργάστηκε και ο Αμερικανός γλύπτης Anthony Howe, ο οποίος δημιούργησε ένα κινούμενο γλυπτό με τον τίτλο Omniverse, που συμμετείχε στην ολοκλήρωση της οπτικής ψευδαίσθησης πάνω στην πασαρέλα. Βρισκόμενο σε διαρκή κίνηση, το γλυπτό ήταν φτιαγμένο από πολλαπλούς μεταλλικούς στήμονες που ξεπηδούσαν από την κυκλική κατασκευή μέσα από την οποία περνούσαν τα μοντέλα καθώς περπατούσαν στην πασαρέλα. Οι στήμονες αυτοί κατέληγαν σε δίσκους καλυμμένους με μετάξι, δίνοντας ένα παλλόμενο οπτικό εφέ. «Όταν κινούνται, δεν μπορείς να καταλάβεις αν πηγαίνουν προς τα εμπρός ή προς τα πίσω. Ολόκληρο το γλυπτό αρχίζει να αναπνέει», περιγράφει η σχεδιάστρια.

Το δυσκολότερο στη δημιουργία κομμάτι της συλλογής – αλλά και το δυσκολότερο που έχει ποτέ δημιουργήσει η ίδια – ήταν το Infinity Dress, που αντικατόπτριζε τη φιλοσοφία του γλυπτού. Ήταν ένα λευκό φόρεμα καλυμμένο με μια στρώση με φτερά και πλαισιωμένο από έναν αλουμινένιο και ανοξείδωτο σκελετό διακοσμημένο με λευκά φτερά, ο οποίος κινούνταν από έναν μηχανισμό στο πίσω μέρος του φορέματος. «Ήθελα να δημιουργήσω αυτήν την ισορροπία όπου η φύση πάντα πρέπει να βρίσκεται σε διάλογο με την τεχνολογία», εξηγεί η van Herpen.