Art & Design

Πέθανε η ιδιοκτήτρια της αίθουσας τέχνης «Μέδουσα», Μαρία Δημητριάδη

«Έφυγε» από τη ζωή την Κυριακή (8/10) ύστερα από δύο χρόνια σκληρής μάχης με τον καρκίνο, η ιδιοκτήτρια της αίθουσας Τέχνης Μέδουσα, Μαρία Δημητριάδη.

Λίγα λόγια για την «Μέδουσα»

To 1979, σε μια εποχή που η avant-garde έκφραση στην τέχνη ήταν αποδεκτή από έναν μικρό αριθμό ανθρώπων, η Μαρία Δημητριάδη σε ηλικία 19 ετών ίδρυσε την Μέδουσα Αίθουσα Τέχνης, όπου ξεκίνησε να παρουσιάζει περιβάλλοντα, δρώμενα, βίντεο, φωτογραφίες καθώς και εκθέσεις ζωγραφικής και γλυπτικής.

Η πολιτική της Μέδουσας βασίζεται στην «ανακάλυψη» και την συστηματική προβολή – προώθηση νέων Ελλήνων καλλιτεχνών οι οποίοι και καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του ετήσιου εκθεσιακού προγράμματος.


Παράλληλα παρουσιάζονται δημιουργίες καλλιτεχνών διεθνούς φήμης, όπως των Takis, Μάριου Πράσινου, Αλέξη Ακριθάκη, Harold Stevenson, Robert Matta, και Κώστα Κουλεντιανού,σε εκθέσεις που προτείνουν νέες προσεγγίσεις για το καλλιτεχνικό τους έργο.

Με στόχο να ενθαρρύνει την πειραματική διάσταση της σύγχρονης τέχνης, ξεκίνησε έναν δεύτερο χώρο, δίπλα στην ήδη υπάρχουσα Μέδουσα, στην οδό Ξενοκράτους 21, -τη Μέδουσα+1-, από το 1992 -1996, για εναλλακτικές δράσεις, όπου οι συνεργάτες της Μέδουσας δημιούργησαν επί τόπου περιβάλλοντα, έργα χώρου και εγκαταστάσεις. Έτσι, η Μέδουσα+1 λειτουργώντας ως συνδετικός κρίκος μεταξύ διαφορετικών πεδίων έρευνας, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην σύγχρονη Ελληνική καλλιτεχνική σκηνή.

H Mέδουσα Αίθουσα Τέχνης έχει πραγματοποιήσει τις πρώτες ατομικές εκθέσεις των καλλιτεχνών Nάκη Ταστσιόγλου, Anton, Γιώργου Ρόρρη, Μαριάννας Στραπατσάκη, Μαρίας Γρηγοριάδου, Ελένης Ζούνη, Λίνας Μπέμπη, Μπάμπη Βενετόπουλου, Μίλτου Μιχαηλίδη, Ντόρας Πούλμαν, Νίκου Βλάχου και άλλων.

Κάθε χρόνο την τελευταία δεκαετία, φιλοξενούνται θεματικές εκθέσεις Ελλήνων εικαστικών, πέραν των καλλιτεχνών της γκαλερί , με Έλληνες ιστορικούς τέχνης όπως η Έφη Στρούζα, ο Μανώλης Μαυρομμάτης, η Λένα Κοκκίνη, η Μαρία Μαραγκου, η Λίνα Τσικουτα,η Μπία Παπαδοπούλου ως επιμελητές των εκθέσεων.

Από το 2004 ο απέριττος λευκός χώρος του καφέ του Φώτη Μέλιου στο λιμανάκι της Νάουσας της Πάρου, μεταμορφώνεται περιοδικά, σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, από το έργο Ελλήνων καλλιτεχνών με ευθύνη της Μέδουσας, μεταφέροντας σε ένα περιβάλλον κοσμοπολίτικο τη σύγχρονη ελληνική εικαστική τέχνη.

Η Μέδουσα Αίθουσα Τέχνης εστιάζει το ενδιαφέρον της και ένα σημαντικό μέρος της παραγωγής της σε δραστηριότητες για την προώθηση των Ελλήνων καλλιτεχνών στη διεθνή σκηνή. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, συνεργάζεται με διοργανωτές μεγάλων διεθνών εκθέσεων, παρουσιάζει συνεργάτες της σε διεθνείς biennale και μουσεία, ανταλλάσσει εκθέσεις και αναπτύσσει γόνιμους δεσμούς με ξένες γκαλερί.

Ακολουθεί η συνέντευξή της στο Madame Figaro όταν γιόρταζε τα 35 χρόνια της γκαλερί, το 2013

Αλήθεια, πώς ξεκίνησαν όλα αυτά;

Όλα ξεκίνησαν χάρη στη θεία μου, τη ζωγράφο Μαρία Σπέντζα. Μετά το σχολείο πήγαινα στο σπίτι της, επειδή και οι δύο γονείς μου δούλευαν. Εκεί γνώρισα μερικούς από τους πιο σημαντικούς φίλους της, τον Μόραλη, τον Γκίκα, τον Μαυροΐδη. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον ήταν φυσικό να δοκιμάσω κι εγώ τις δυνάμεις μου στη ζωγραφική. Και όταν έσπασα τα μούτρα μου, τους ανακοίνωσα ότι θα ανοίξω γκαλερί. Ήταν ο μόνος τρόπος για να συνεχίσω να ζω ανάμεσα στους καλλιτέχνες. Στα 19 μου άνοιξα την αίθουσα τέχνης «Μέδουσα».

Και γιατί της δώσατε αυτό το όνομα;

Έτσι με φώναζαν τα παιδιά στο σχολείο, επειδή είχα κατσαρά μαλλιά. Μου αρέσει όμως και η θάλασσα, αλλά και η μυθολογική θεότητα.

Η σχέση σας με τους καλλιτέχνες ποια είναι;

Τους ερωτεύτηκα παράφορα, τους θαυμάζω απόλυτα, ζηλεύω την ικανότητα που έχουν να δημιουργούν, την ελευθερία τους, την αυτονομίας τους. Στα μάτια μου αυτό τους κάνει δυνατούς. Τους αγαπάω πολύ. Στη «Μέδουσα» είμαστε μια «συμμορία», που ο ένας συμπληρώνει και στηρίζει τον άλλον.

Από τον απέραντο κόσμο της τέχνης εσείς τι διαλέξατε να προβάλετε και με ποιά κριτήρια;

Οι επιλογές ήταν αυστηρά προσωπικές. Ξεκίνησα με την πρόθεση να έχω μια γερή βάση με καλλιτέχνες, όπως ο Takis, Ο Κουλεντιανός, ο Πράσινος, ο Ακριθάκης, ο Θεοφυλακτόπουλος. Και μετά ανοίχτηκα σε νέους καλλιτέχνες, που τους επέλεγα με βάση το προσωπικό μου κριτήριο.