Ο σκηνοθέτης Μενέλαος Καραμαγγιώλης γράφει στο νέο τεύχος του OZON Raw για τους νέους του φίλους και την γενιά των σημερινών εικοσάρηδων και τριαντάρηδων. Ένα κείμενο που πρέπει να διαβάσετε.
«Μετά τα 30 όταν με ρωτούν την ηλικία μου απαντάω με αποστομωτική ταχύτητα: “δε θυμάμαι”. Ο Γιώργος μου ζήτησε να μιλήσω για τους νέους, τον έρωτα, την πίστη. Η λέξη
νεότητα με φρικάρει, στο άκουσμά της φαντάζει ήδη γεροντική. Συνειδητοποίησα ότι κάπου βαθιά πιστεύω ακόμα στον έρωτα παρόλο που μου έχει προκαλέσει τις μεγαλύτερες καθυστερήσεις στη ζωή μου. Αυτές οι καθυστερήσεις έχουν να κάνουν με την επίτευξη των στόχων ενός κανονικού ανθρώπου (γιατί τελικά υπάρχει και η επιλογή του να μην είσαι κανονικός). Δηλαδή, με τους τρόπους που κανείς ενηλικιώνεται εγκαίρως, οργανώνεται επαγγελματικά, αποκαθίσταται με σταθερή δουλειά, ασφάλιση, μόνιμη ερωτική σχέση κτλ. Οι «καθυστερήσεις» μου αυτές συνοδεύτηκαν από έναν όψιμο παλιμπαιδισμό που έσκασε μύτη μετά τα 30 μέσα από μικρές χαραμάδες στη ζωή ενός σοβαροφανούς -ως τότε- μικρομέγαλου.
Δε νιώθω καμία συγγένεια με όσους με αποκαλούν συνομήλικό τους. Γίνομαι έξαλλος κάθε φορά που ακούω φράσεις που αρχίζουν με νοσταλγικά «κάποτε» με στόχο να υποτιμήσουν το σήμερα θεοποιώντας κι εξωραΐζοντας το παρελθόν. Κι αυτό έχει να κάνει ακόμα και με τη δεκαετία του ’90 που για μένα μοιάζει με ένα αρκετά κοντινό χθες. Τόσο κοντινό που μπορώ να επαναφέρω μυρωδιές και συναισθήματα που με πλάκωναν στο στήθος με ένα βάρος αφόρητο. Γι’ αυτό έχω ολοκάθαρο στο μυαλό μου πώς είναι να ανδρώνεται κανείς σε έναν κόσμο γεμάτο αισιόδοξες, υπερφίαλες και φορεμένες πλάνες· σε έναν κόσμο που σε πιέζει να πιστεύεις σε αξίες λαϊφασταϊλίστικες (έτσι τις είπαμε στις αρχές του 21ου αιώνα) και οικονομολάγνες, που δε βοηθάνε να μεγαλώνεις ευέλικτα, αντέχοντας και διεκδικώντας. Η τέχνη, ύστερα από χρήσιμες αποδομήσεις, επαναπροσδιορισμούς και αφαιρέσεις, άρχισε να ταλαιπωρείται εκεί γύρω στην αλλαγή του αιώνα από την έλλειψη πίστης σε κάτι τροφοδοτικό και υποστηρικτικό και άρχισε να δυσκολεύεται να προσδιορίσει το επόμενο. Το ίδιο και οι ζωές μας. Και κυρίως τις ζωές εκείνων που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν τις δύο δεκαετίες γύρω από την αλλαγή του αιώνα. Ώσπου ήρθε η καταστροφική κρίση και μαζί της οι ευκαιρίες να επαναπροσδιοριστούν τα αυτονόητα και τα δεδομένα.
Μεγαλώνοντας μαθαίνει κανείς ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο· αλλά και όσο είναι δεδομένο μπορεί να έχει την ανυπέρβλητη καύλα του, ικανή να εξασφαλίζει δυναμική συνέχεια ώστε να στήνεις τον κόσμο σου ξανά κόντρα στις συνεχείς αντιξοότητες και στα εμπόδια. Αυτά μου τα ξαναμαθαίνουν τώρα οι καινούργιοι μου φίλοι, που εισέβαλαν στη ζωή μου σαν από μηχανής θεοί για να με γλιτώσουν από μια κλιμακτηριακή κρίση, και με κάνουν να επαναπροσδιορίζομαι καθημερινά, χτυπημένος κατακούτελα από τα λάθη μου: όσα κάνεις ασυνείδητα καταφεύγοντας στον αυτόματο μηχανισμό της δικαιολογίας.
Ποιοι είναι αυτοί οι φίλοι και πώς το κάνουν; Καταρχάς δε ρωτάνε ηλικίες και άλλα στερεοτυπικά. Σε κοιτάζουν απαθείς όταν πας να ψελλίσεις κάνα νοσταλγικό «κάποτε», επαναπροσδιορίζουν με ιδιότυπο τρόπο τις παραδομένες αξίες, βαριούνται τις μακροσκελείς αφηγήσεις αναμνήσεων και με συνοπτικούς τρόπους τα «γαμάνε» και τα ακυρώνουν όλα χαμογελώντας. Καθώς γεννιούνταν και μεγάλωναν το ’80, το ’90 και στις αρχές του νέου αιώνα, παράλληλα με την ενδυνάμωση της μεσαίας τάξης (που ως τότε ήταν μόνιμα υποβαθμισμένη), κέρδισαν με αυτονόητους τρόπους όλα τα προνόμια, τις ελευθερίες, τη φροντίδα και την στήριξη. Όσα, δηλαδή, δεν είχαν φανταστεί οι προηγούμενες γενιές. Κι αυτό τους έσωσε αλλά τους μπλόκαρε κιόλας σε ένα ύπουλο οικογενειοκρατικό σύστημα που άρχισε να επηρεάζει κάθε πτυχή της ζωής τους. Βρέθηκαν μπερδεμένοι ανάμεσα στο πασοκικό δημοσιοϋπαλληλικό όνειρο που οδηγεί στην πρόωρη σύνταξη (κι ύστερα “θα κάθεσαι”) και στη νεοδημοκρατική «κατασκευή» που σου εξασφαλίζει διαρκή προστασία από τον προσωπικό σου πολιτευτή.
Με ενοχλεί που η κρίση της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα εξολοθρεύει αργά και αδιαμαρτύρητα τα βασικά κοινωνικά δικαιώματα και τα κεκτημένα: όσα αποκτήθηκαν με κόπο και πολλά θύματα. Από την άλλη, η κρίση κατάφερε να υπονομεύσει αυτές τις δύο παραπάνω κομματικές πλάνες κι ξαφνικά «άφησε» τα παιδιά αυτά στο δρόμο -και μάλιστα μεγαλούτσικα πια, όχι σε ηλικία Όλιβερ Τουίστ ώστε να ζήσουν τουλάχιστον το δράμα τους πιο συναρπαστικά με το παραμύθιασμα του ορφανού μικρού παιδιού. Άλλοι με προσκόλληση επιστρέφουν στα πατρικά τους ζητώντας επίμονα πίσω τα χαμένα κεκτημένα και περιμένουν. Άλλοι πιο ευέλικτοι -ευτυχώς- συνασπίζονται με κάθε τρόπο και βγαίνουν στο δρόμο διεκδικώντας μια νέα ζωή και μια νέα πιο “ιντερνετική” χώρα δίχως προκαταλήψεις και σύνορα. Τη στήνουν αυτή τη χώρα με τον τρόπο τους, με διδάσκουν καθημερινά και ανατρέπουν όλους τους διαχωρισμούς των δεκαετιών ως είχαν μέχρι τώρα. Οι εικοσάρηδες κι οι τριαντάρηδες δε διαφέρουν σε τίποτα μεταξύ τους κι οι 40άρηδες χαμογελούν ηδονικά στη νέα θεωρία ότι μπορείς να είσαι μια δεκαετία πίσω από την πραγματική σου. Μπούρδες. Δεν γίνεσαι νεότερος με πλαστικές και με υποκατάστατα, ούτε με θεωρίες.
Αυτά τα παιδιά δρομολογούν τις λύσεις διεκδικώντας την ανανέωση και φτύνουν τους αριθμούς παίρνοντας μια χαλαρή εκδίκηση απέναντι στους προστατευτικούς μεγαλύτερούς τους και στην πολιτική ως έχει. Σε όσους μετράνε τα πάντα, ακόμα και την ευημερία με αριθμούς και με χρηματιστηριακά σκαμπανεβάσματα και δημοσκοπήσεις. Αυτά τα παιδιά επαναπροσδιορίζουν τις αξίες χωρίς αριθμολαγνεία και σοβαροφάνεια. Με χιούμορ τα κάνουν όλα διαφορετικά, τα ανακατεύουν και η καινούργια μαγιά που προκύπτει δεν απαγορεύει σε κανέναν να μπει στην παρέα αρκεί να τολμάει, να ρισκάρει και να κάνει πλάκα με όλα. Αν έχουν μόνιμες δημοσιοϋπαλληλικές δουλειές παραιτούνται και αν είναι άνεργοι στήνουν επινοητικές start up ομάδες κι επιχειρήσεις διεκδικώντας την προοπτική, την αξιοποίηση κάθε ιδέας (ακόμα κι όσων έχουν παραμεληθεί) προκειμένου για να αντιμετωπίσουν τον αποκλεισμό της εποχής και της κρίσης. Λιώνω όταν βλέπω τον έρωτα, την ανεργία, τη ρίγανη, το aids, την οικολογία, τη λειψυδρία να αποτελούν αφορμές για μικρές γαμάτες κι αποτελεσματικές επιχειρήσεις ανθρώπων που χαίρονται να πηγαίνουν στη δουλειά τους και δε μετράνε τις μέρες μέχρι τις διακοπές. Τα ευγνωμονώ αυτά τα παιδιά γιατί, χωρίς να το ζητήσω, με ενσωματώνουν κι εμένα σ’ αυτόν τον καινούργιο κόσμο και ξεχνάω τον απειλητικό αριθμό που μπαίνει μπροστά στο –άρης που με αφορά και με καταδιώκει και έρχεται ως εμπόδιο να με περιορίσει να συνεχίσω και να ψάξω το επόμενο.
Αυτά ακριβώς τα παιδιά -κι ευτυχώς είναι αρκετά- με διδάσκουν κάθε μέρα πώς να ζω, πώς να αποδέχομαι την αποτυχία, πώς να αποδραματοποιώ τα δύσκολα, πώς να ξαναρχίζω, πώς να συμβιβάζομαι ετοιμάζοντας νέες “επιθέσεις”, πώς να αρχίζω την αλλαγή του κόσμου αλλάζοντας εμένα πρώτα, πώς να καυλώνω χωρίς στερεότυπα, πώς να ερωτεύομαι το αληθινό, πώς να λέω ιστορίες χωρίς τα περιττά, πώς να διαχειρίζομαι την αγάπη χωρίς κομπλεξικά απωθημένα, πώς να σβήνω τα κεριά των γενεθλίων μου σε πατάτες από τα γκούντις, πώς να εντοπίζω γύρω μου και να αξιολογώ διαφορετικά τα συνήθως “αόρατα”, πώς να φοράω φτηνά ρούχα και να είμαι πασαρελάτος, πώς να κάνω δώρα που δεν αξιολογούνται με την τιμή αλλά με την επινοητικότητα και συγχρόνως μπορούν να κράζουν και να υπονομεύουν με καίρια πολιτικά μηνύματα το μεγαλύτερο κίνδυνο της εποχής: τον ολοκληρωτισμό που έρχεται γύρω γύρω και υποθάλπει λαϊκίστικες δικτατορίες -για παράδειγμα, φτιάχνεις ένα κάδρο με τον Πούτιν ημίγυμνο και το στέλνεις ανώνυμα δώρο σε φίλο που γιορτάζει με ευχές στα ρωσικά μαζί με τη γενναιόδωρη υπογραφή του αρχηγού που μαζί με δυο τρεις ακόμα επικίνδυνους μισότρελους αρχηγούς μάς απειλούν με νέες παγκόσμιες καταστροφές. Δεν κάνεις πλάκα μόνο· κάνεις δήλωση και αφυπνίζεις με νέους τρόπους.
Τα παιδιά αυτά στήνουν τα δικά τους «τρομοκρατικά» χτυπήματα χωρίς θύματα και βόμβες. Χτυπάνε ό,τι πονάει με χιούμορ, καυστικά και προετοιμάζονται. Διεκδικούν το δικαίωμα να ζήσουν μια αναγέννηση κι όχι ένα μεσαίωνα. Στο μόνο μάθημα στο οποίο ακόμα μένω μετεξεταστέος είναι στον τρόπο που χωρίζει κανείς αλλά συνεχίζω με εντατικά ιδιαίτερα μπας και κάποτε περάσω. Γιατί αυτά τα παιδιά, οι δάσκαλοί μου, παίζουν με τον έρωτα αλλιώς. Δεν κωλώνουν να ερωτευτούν την επί χρόνια φίλη τους, δε φοβούνται να πουν στον κολλητό τους ότι είναι πούστηδες μήπως τους απορρίψει (ναι, δε φοβούνται καν τέτοιες λέξεις), δε κωλώνουν να πουν δυνατά τι τους φοβίζει, τολμάνε να κάνουν παιδιά ανύπαντροι, κάνουν υπέροχες επιλεκτικές οικογένειες (πέρα από τις δοσμένες) χωρίς κολλήματα και κάθε τόσο αφήνουν να εισβάλουν απρόσκλητα υπέροχα μωρά που αγκαλιάζουν τους τεράστιους ασχημόμορφους σκύλους τους.
Δεν είναι μια ουτοπία αυτό που περιγράφω. Το ζω κάθε μέρα είτε live στα κρυμμένα αυτής της πόλης, είτε στα social -κυρίως στο εικονογραφημένο Instagram. Κι αυτοί οι
τύποι είναι η βασική μου ελπίδα για να ξαναρχίσω μια ζωή που έμοιαζε να διακόπτεται ξαφνικά κι αμετάκλητα από αποχωρισμούς, τόκους δανείων, επιθέσεις των φοβισμένων που μπορούν να γίνουν καταστροφικά επικίνδυνοι· μια ζωή που απειλείται καθημερινά από τις επερχόμενες λαίλαπες των –ιστών (βλ. φασιστών, ισλαμιστών και κάθε νέας πλάνης) και από τις φοβίες των γύρω που καμιά φορά έρχονται και εισβάλουν υπονομευτικά μέσα μας και μας πνίγουν.
Δεν ξέρω αν οι νέοι μου φίλοι υπερτερούν αριθμητικά ή αν είναι μια ανίσχυρη μειοψηφία. Κι αν κάποιος αρχίσει να μου απαριθμεί τα δοσμένα από τους γονείς προνόμιά τους θα τον κατατροπώσω γιατί η ομάδα περιέχει έναν Eλληνο-αλβανό με μάνα καθαρίστρια, χρεοκοπημένους πατεράδες που άφησαν μόνο χρέη και κατασχεμένα, έναν προγραμματιστή που βρήκε δουλειά ενώ του λείπει το ένα χέρι κ. α. Γι’ αυτό έγιναν οι “οδηγοί” μου και οι νέοι δάσκαλοί μου, γιατί αυτοσαρκαστικά και κυνικά, κατά βάθος πιστεύουν αληθινά σε κάτι. Σε τι; Καταρχάς στον έρωτα. Κι επειδή all you need is a joke, πάμε παρακάτω και σταματήστε να επικαλείστε το μέλλον αυτών των παιδιών σα φτηνοί πολιτικάντηδες. Μην τους λέτε ότι έχασαν το δρόμο και μην τονίζετε το πόσο καλύτερα τα κάνατε εσείς όλα κάποτε. Σκατά τα κάναμε και δεν τους γλιτώσαμε από την κρίση. Απλώς αφουγκραστείτε τους και ακολουθήστε τους. Κι η αγάπη; Ίσως σας μάθουν πώς διεξάγεται αληθινά κι αποτελεσματικά αυτή η περίεργη λέξη. Ναι, το έχω δει να γίνεται. Μη με ρωτάτε λοιπόν πόσο χρονών είμαι και προτείνω κι εσείς να αρχίσετε να αποφεύγετε τους κάθε λογής επικίνδυνους αριθμούς. Αφεθείτε δημιουργικά στο επερχόμενο, όποιο κι αν είναι.
Κι επειδή μπορεί να μη με πιστεύετε, ας βάλω ενδεικτικά, ως απόδειξη, και κάποια ονόματα (είναι πολλοί περισσότεροι βέβαια): Λυδία (που ξεκίνησε στο OZON), Βάσω, Ορέστης, Παναγιώτης, Σταύρος, Νεριτάν, Πάνος, Δάφνη, Σάββας, Τσου, Τάτι, Μοχ, Γιάννης, Στέφανος, Δαυίδ, Ελευθερία, Μυρσίνη, Αντωνάκης κ. α. Ευτυχώς είναι αρκετοί. Ευτυχώς. Έχουν και επώνυμα για όποιον τα χρειάζεται…».
Το κείμενο περιλαμβάνεται στο τεύχος του OZON Raw #123 το οποίο μπορείτε να διαβάσετε στο Issuu.com.
Φωτογραφίες: Πηνελόπη Γερασίμου