Μια ομάδα ερευνητών στο Ινστιτούτο Τεχνών του Σικάγο ανακάλυψε ένα κρυμμένο έργο του Picasso κάτω από έναν από τους πιο σημαντικούς πίνακές του.
Πρόκειται για έναν καμβά του 1922 με μια νεκρή φύση του Picasso, ένα από τα διαμάντια της συλλογής του Ινστιτούτου, όπου βρίσκεται από το 1953, δωρεά της Alice Toklas εκ μέρους της συντρόφου της, της συγγραφέα Γερτρούδης Στάιν.
Το έργο αυτό τοποθετείται στην ύστερη κυβιστική περίοδο του Picasso, όταν ο καλλιτέχνης πειραματιζόταν με επίπεδα πλέγματα, χρώματα και χοντρές γραμμές. Μέσα σε ένα διάστημα δύο εβδομάδων, ο Picasso ζωγράφισε τρία παρόμοια έργα, που όλα απεικονίζουν μια κιθάρα που στις δύο πλευρές της έχει ένα μπουκάλι και ένα μπολ.
Οι ερευνητές του Ινστιτούτου επέλεξαν να μελετήσουν αυτόν τον πίνακα εξαιτίας της πολυπλοκότητας που διέκριναν στην επιφάνειά του, που φαινόταν «ρυτιδιασμένη» από πολλαπλές στρώσεις. «Η επιστημονική ανάλυση της Νεκρής Φύσης του Picasso ήταν σημαντική για την κατανόηση της δημιουργικής διαδικασίας του και του πώς μεταχειριζόταν τα χρώματά του για να πετύχει διαφορετικά οπτικά αποτελέσματα», λέει στο Art News η συντηρήτρια Kim Muir, που δούλεψε στο project.
Οι ερευνητές, λοιπόν, χρησιμοποίησαν ραδιογραφική και υπέρυθρη απεικόνιση για να δουν καλύτερα, και έκπληκτοι ανακάλυψαν μία εντελώς διαφορετική σύνθεση κάτω από το έργο. Αυτό το νέο έργο, μάλιστα ήταν κάθετο και όχι οριζόντιο, όπως το ολοκληρωμένο στην επιφάνεια.
Αυτό το έργο-φάντασμα είναι μία εντελώς διαφορετική νεκρή φύση, με ένα βάζο και ένα ποτήρι. Η εικόνα αυτή θυμίζει ένα σκίτσο του Picasso από το 1922, με τίτλο Nature Morte, που βρίσκεται στο Μουσείο του Γκέτεμποργκ στη Σουηδία.
Δεν είναι βέβαια κάτι εξαιρετικά σπάνιο καλλιτέχνες, του Picasso συμπεριλαμβανομένου, να επαναχρησιμοποιούν τους καμβάδες τους, συχνά καλύπτοντας τις πρώτες εκδοχές ενός έργου, ωστόσο, σε αυτήν την περίπτωση, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι ο καλλιτέχνης είχε ζωγραφίσει ένα τεράστιο λευκό τετράγωνο, καλύπτοντας μεγάλο μέρος του έργου, σαν για να το αποκλείσει.
Η Muir λέει ακόμα ότι, με λεπτομερή ανάλυση, οι ερευνητές κατάφεραν να εντοπίσουν με ακρίβεια πώς είχε διατηρηθεί το έργο μέσα στον χρόνο, ώστε να αποφασίσουν για τη διαδικασία συντήρησης, γεγονός που τους επέτρεψε να αποκαταστήσουν τις αρχικές ιδιότητες της επιφάνειας, που είχε καλυφθεί από στρώματα βρομιάς, βερνικιού και αποχρωματισμένων επιστρώσεων.