Art & Design

Yayoi Kusama: Η τραγική ιστορία, η δημοσιότητα και η ζωή του ψυχιατρείου

Έχοντας περάσει τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες σε ψυχιατρική κλινική, στις μέρες μας το όνομά της έχει συνδεθεί με την σύγχρονη τέχνη και η Yayoi Kusama έχει αναχθεί σε καλλιτέχνη-φαινόμενο.

Τα τελευταία 5 χρόνια περισσότεροι από 5 εκατομμύρια επισκέπτες έχουν θαυμάσει τα έργα της. Η 89χρονη Γιαπωνέζα καλλιτέχνης κάνει συνεχώς solo shows σε Μεξικό, Σεούλ, Χιλή αλλά και εκθέσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη. Και καθώς τα νούμερα συνεχώς ανεβαίνουν, το Instagram φαίνεται να υποστηρίζει αφού τα hastags #YayoiKusama και #InfiniteKusama  περιέχουν αμέτρητες selfies και φωτογραφίες επισκεπτών μπροστά στα έργα της.

Φέτος, θα κυκλοφορήσει στην Αγγλία μια ταινία-βιογραφία της ασυνήθιστης ζωής της, “Kusama: Infinity”. Η ίδια πήρε την απόφαση να πει την ιστορία της, αλλά οι παραγωγοί συνεχώς της έλεγαν πως δεν είναι διάσημη και κανείς δεν θα ενδιαφερθεί για την ζωή μιας γυναίκας καλλιτέχνιδος. Η σκηνοθέτης της ταινίας, Heather Lenz, είπε: «Οι περισσότεροι έχουν δει την δουλειά της στο Instagram. Αλλά όταν ακούν τι πέρασε για να καταφέρει να πετύχει, πραγματικά συνδέονται μαζί της».


 

Η ταινία ξεδιπλώνει σιγά σιγά το παραμύθι της αυτοσυντήρησης και του θριάμβου της. Ξεκινώντας από τα παιδικά της χρόνια, η Kusama γεννήθηκε σε μια πλούσια οικογένεια και περνούσε πολλές ώρες στο φυτώριο των γονιών της ζωγραφίζοντας και μιλώντας στα φυτά. «Νόμιζα πως μόνο οι άνθρωποι μπορούν να μιλούν. Αλλά όταν είδα να το κάνουν και οι βιολέτες, έπαθα τέτοιο σοκ, που τα πόδια μου ξεκίνησαν να τρέμουν». Αυτή ήταν η αρχή των ενοχλητικών παραισθήσεων που έμελλε να στοιχειώσουν την παιδική της ηλικία. Η οικογενειακή ζωή δεν ήταν χαρούμενη, αφού ο πατέρας της ήταν γυναικάς και η μητέρα της την έστελνε να τον κατασκοπεύει με τις ερωμένες του. Όταν της έλεγε τα όσα είχαν συμβεί «ξεσπούσε όλη της την οργή σε μένα», αναφέρει στην αυτοβιογραφία της.

Εκείνη συνέχιζε να ζωγραφίζει ασταμάτητα, προσπαθώντας να βγάλει κάποιο νόημα από τις παραισθήσεις της. «Όταν συνέβαινε κάτι παράξενο, έτρεχα σπίτι και το ζωγράφιζα. Το να τα καταγράφω, με βοηθούσε να απαλύνω το σοκ και τον φόβο μου», εξηγεί.

Το δεύτερο κεφάλαιο της ταινίας περιγράφει την συνάντησή της με το έργο της Georgia O’Keeffe και πως ήταν τα πρώτα χρόνια στην Νέα Υόρκη. Έχοντας ταξιδέψει με ελάχιστα χρήματα, σκόπευε να ζήσει πουλώντας κιμονό και ίσως κάποιους πίνακές της. Πούλησε τους πρώτους της πίνακες το 1962 για μόλις 75 δολάρια. Ένα χρόνο μετά ξεκίνησε να φτιάχνει καρέκλες και μικροαντικείμενα που κάλυπτε με λευκά υφάσματα, στα οποία ζωγράφιζε φαλλικά σύμβολα. «Προσπαθούσα να απαλύνω την αηδία που μου προκαλούσε το σεξ. Μου είχαν πως είναι κάτι βρώμικο, κάτι που είναι ντροπιαστικό και πρέπει να κρύβεις. Τα πράγματα περιπλέκονταν όταν μου έλεγαν για χαρούμενους «κανονισμένους» γάμους, το ακριβώς αντίθετο του ρομαντικού έρωτα. Είχα δει καταλάθος μια σκηνή σεξ, όταν ήμουν νήπιο, και από τότε ο φόβος φώλιασε μέσα μου».

Η μόνη ρομαντική σχέση της Kusama ήταν με τον Joseph Cornell, έναν καλλιτέχνη που έφτιαχνε περίεργα κουτιά από αντικείμενα που έβρισκε και που μέχρι τα 50 του, τότε, ζούσε ακόμα με την μητέρα του. Μιλούσαν ατέλειωτες ώρες στο τηλέφωνο και ο Cornell της έστελνε ποιήματα κάθε μέρα. Η σχέση διακόπηκε όταν μια μέρα, ενώ οι δυο τους κάθονταν στο σπίτι του Cornell, η μητέρα του τους περιέλουσε με ένα κουβά νερό. Εκείνος έπεσε στα γόνατα και την παρακάλεσε να τον συγχωρέσει, πράγμα που απομάκρυνε οριστικά την Kusama. Τότε ξεκίνησε να πειραματίζεται με τους καθρέφτες και την αιωνιότητα που αντανακλούν αλλά είχε γίνει τόσο καταθλιπτική, που αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει.

Την δεκαετία του ’60 η Kusama άρχισε να συμμετέχει σε “Body Festivals”, όπου στόλιζε γυμνά κορμιά με πουά βούλες. Διοργάνωνε τέτοια φεστιβάλ τριγύρω από την Νέα Υόρκη κι εμφανίζονταν στα εξώφυλλα της Daily News με τον τίτλο: «Γυμνοί χορεύουν στην Wall Street και η αστυνομία δεν τους μαζεύει».

Την δεκαετία του ’70 επέστρεψε στην Ιαπωνία όντας συνταραγμένη από τον θάνατο του Cornell το 1972 και του πατέρα της δυο χρόνια μετά. Οι παραισθήσεις και οι κρίσεις πανικού επέστρεψαν πιο έντονες από ποτέ και το 1977 μπήκε σε ψυχιατρική κλινική. Αν και για κάποιους καλλιτέχνες αυτό θα σήμαινε το τέλος της καριέρας τους, για την Kusama αντιπροσώπευε μια νέα αρχή. Βρήκε τρόπο να ελέγξει την μανία της και να την μεταφράσει σε δημιουργικότητα. «Χρόνια πριν, αποφάσισα να εκφράζω τις σκέψεις μου μέσα από την τέχνη, και να το κάνω μέχρι να πεθάνω ακόμα και αν δεν τα δει ποτέ κανείς. Σήμερα, δεν ξεχνάω ποτέ πως τα έργα μου έχουν συγκινήσει εκατομμύρια ανθρώπους από όλο τον κόσμο».

Έκτοτε, δεν βγήκε ποτέ από το ψυχιατρείο. Κοιμάται κάθε βράδυ εκεί και τα πρωινά δουλεύει στο στούντιο της, στον απέναντι δρόμο. Φτιάχνει τα δικά της ρούχα και τρώει από το κοντινό σουπερμάρκετ. Δεν την ενδιαφέρει ο πλούτος που έχει αποκτήσει κ έχει μια μικρή ομάδα βοηθών. Έχει κερδίσει διθυραμβικές κριτικές και πολλή δημοσιότητα πολύ γρήγορα γιατί θεωρούνταν ένα outsider. Μια γυναίκα καλλιτέχνης με ψυχικά νοσήματα από την Ιαπωνία. Αλλά όπως έχει πει και η ίδια: «Ήθελα απλώς να δημιουργήσω έναν πλανήτη “Kusama” που δεν είχε περπατηθεί ποτέ πριν. H γη μας είναι μόνο ένα πουά ανάμεσα σε ένα εκατομμύριο αστέρια στο σύμπαν. To πουά είναι ένας δρόμος προς το άπειρο».

Από την Όλγα Κουτρουμάνου