Η ζωή του David Bowie, ή αλλιώς του Starman που μας έκανε τη χάρη να περάσει και από τον δικό μας πλανήτη, ήταν ολόκληρη τέχνη. Από τη μουσική του πορεία, ως τις κινηματογραφικές του ερμηνείες και την επιρροή του στη μόδα, το στίγμα του ακόμη και σήμερα βρίσκεται παντού.
Κάτι που δεν είναι αρκετά γνωστό είναι η ενασχόλησή του και με μία άλλη μορφή τέχνης: Τη ζωγραφική. Είτε ως δημιουργός είτε ως εραστής των καλλιτεχνικών πονημάτων, ο Bowie επέστρεφε συχνά για να βρει καταφύγιο στους πίνακες που τόσο αγαπούσε.
Στα χρόνια που ο David Bowie ήταν απλώς ο David Jones, φοιτούσε στη Σχολή Τεχνών του Croydon College, αν και ο ίδιος είχε δηλώσει πως «μισούσε» την περιοχή. Από τότε και σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, η τέχνη αποτελούσε για αυτόν εφαλτήριο και πηγή έμπνευσης για ό, τι κι αν έκανε.
Λένε πως μπορείς να γνωρίσεις κάποιον μέσα από τα πράγματα που αγαπάει – και μάλλον έχουν δίκιο. Γι’ αυτό και, θέλοντας να «φωτίσουμε» μία άλλη όψη του αγαπημένου μουσικού, ανατρέξαμε στη συνέντευξη που είχε δώσει το 1998 στους New York Times. Τότε ο Bowie, στα 51 του χρόνια, είχε ήδη πολλά έτη που συνέλεγε και φιλοτεχνούσε πίνακες. Έτσι, σε μία πολύωρη κουβέντα γύρισε το βλέμμα του στο παρελθόν και μίλησε για τους πιο αγαπημένους του καλλιτέχνες, καθώς και για τις δικές του καλλιτεχνικές αναζητήσεις.
Όπως ανέφερε και ο ίδιος, η συλλογή του από πίνακες ξεκίνησε από πολύ νωρίς. Έτσι, μερικά από τα παλαιότερα κομμάτια που είχε στην κατοχή του ήταν δημιουργίες του Tintoretto, καθώς και ένας πίνακας του Rubens. «Η τέχνη ήταν, σοβαρά, το μόνο πράγμα που ήθελα ποτέ να κατέχω» σημειώνει κατά τη διάρκεια της συζήτησης. Παρ’ όλα αυτά, η διάθεσή του να συλλέγει πίνακες δε φαίνεται να είχε να κάνει με κάποια αναζήτηση κοινωνικού status ˙ αντιθέτως, τον επηρέαζε πολύ βαθύτερα και προσωπικά. Ο ίδιος αναφέρει για τα έργα του Frank Auerbach, ενός από τους αγαπημένους του καλλιτέχνες: «Πιστεύω πως υπάρχουν κάποια πρωινά που αν διασταυρωθούμε με έναν συγκεκριμένο τρόπο – εγώ και ένα πορτραίτο του Auerbach – το έργο μπορεί να μεγεθύνει την κατάθλιψη που περνάω. Θα δώσει ένα πνευματικό βάρος στην αγωνία μου. Κάποια πρωινά θα το κοιτάξω και θα πω “Ω, Θεέ, ναι! Ξέρω” Όμως αυτός ο ίδιος πίνακας ζωγραφικής, μια άλλη μέρα, μπορεί να μου προκαλέσει ένα απίστευτο αίσθημα του θριάμβου του να προσπαθώ να εκφραστώ ως καλλιτέχνης. Μπορώ να το κοιτάξω και να πω: “Θεέ μου, ναι! Θέλω να ακούγομαι όπως μοιάζει (ο πίνακας)”».
Από τους αγαπημένους του δεν θα μπορούσε να λείπει ο Damien Hirst, για τον οποίο λέει: «Είναι διαφορετικός. Νομίζω ότι η δουλειά του είναι απίστευτα συναισθηματική, υποκειμενική, πολύ δεμένη με τους δικούς του προσωπικούς φόβους – ο φόβος του για τον θάνατο είναι πολύ έντονος – και βρίσκω τα κομμάτια του συγκινητικά και καθόλου επιπόλαια».
Όσον αφορά στα καλλιτεχνικά ρεύματα που έβρισκε ενδιαφέροντα, ο Bowie έδειχνε μία ιδιαίτερη ροπή προς τον Γερμανικό Εξπρεσιονισμό. «Είχα μια αδυναμία στους Murnau και Fritz Lang. Ο Grosz ήταν πολύ ευθύς για εμένα. Θέλω πάντα μία συγκεκριμένη αφαιρετικότητα. Η τέχνη θα πρέπει να είναι αρκετά ανοιχτή ώστε να μπορώ να αναπτύσσω τον δικό μου διάλογο μαζί της» τονίζει.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο τρόπος που ο Starman έδειχνε να αντιλαμβάνεται την πολύπλευρη ταυτότητά του ως καλλιτέχνης. Ο ίδιος, συζητώντας με το συνομιλητή του για την ενασχόλησή του με τη ζωγραφική σε συνδυασμό με τη μουσική, λέει: «Μόλις έφτασα τα 40, όλα πήγαν λάθος. Όταν έφτασε το 1987, φαινόταν πως τίποτα δεν δούλευε για εμένα μουσικά. Είχα χάσει το νόημα. Ένιωθα πραγματικά άσχημα. Ένιωθα απαίσια με τον εαυτό μου ως καλλιτέχνη. Και πιθανότατα άρχισα να δουλεύω στο οπτικό κομμάτι των πραγμάτων πραγματικά πολύ απεγνωσμένα ώστε να βρω κάποια σωτηρία ως καλλιτέχνης. Και μετά κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων των ‘90s, βρήκα σιγά σιγά το δρόμο μου πίσω στη μουσική ξανά».
Από τη Μαργαρίτα Κούτρα