Film & Theatre

Interview: Sofia Georgovasili, Girl Interrupted

Συνέντευξη: Μανώλης Κρανάκης – Φωτογραφία: Νικόλας Βεντουράκης

Όταν ο πρώτος σου μεγάλος κινηματογραφικός ρόλος είναι να υποδυθείς ένα αγόρι που μεγάλωσε ως κορίτσι σε ένα μοναστήρι την εποχή της τουρκοκρατίας, πρέπει να είσαι είτε πολύ θαρραλέα, είτε πολύ ταλαντούχα, είτε πολύ τρελή. Η 28χρονη νεαρή ηθοποιός Σοφία Γεωργοβασίλη, που πρωταγωνιστεί στο αποκαλυπτικό “Μαύρο Λιβάδι” του πρωτοεμφανιζόμενου Βαρδή Μαρινάκη, σας προσκαλεί να ανακαλύψετε πως είναι όλα τα παραπάνω και ακόμη περισσότερα.


Τι σου έχει διδάξει μέχρι στιγμής η ενασχόλησή σου με τον κόσμο της υποκριτικής;
Είμαι ελάχιστο καιρό στον χώρο. Τυγχάνει όμως να έχω γνωρίσει μεγάλη χαρά και μεγάλη απογοήτευση μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Είναι μία ακραία δουλειά. Μαθαίνω σιγά σιγά ότι για να αντέξεις πρέπει να είσαι σκληρός, χωρίς παράλληλα να χάνεις την ευαισθησία σου η οποία είναι και το ζητούμενο. Να απαιτείς έχοντας αυτογνωσία του τί αξίζεις. Να λειτουργείς ακόμη και όταν το ίδιο το περιβάλλον είναι δυσλειτουργικό. Να είσαι ταπεινός και να έχεις πίστη.

Ποια ήταν η πρώτη σκέψη σου όταν διάβασες το σενάριο για το ‘Μαύρο Λιβάδι’;
Όταν πρωτοδιάβασα το σενάριο είπα πως ο δημιουργός του σίγουρα έχει θάρρος και ρισκάρει. Κάτι πολύ γοητευτικό ήδη από μόνο του.

Πόσο δύσκολο ήταν να υποδυθείς το αγόρι; Φοβήθηκες τις τολμηρές σκηνές ή την αντίδραση που θα είχε το κοινό απέναντι σε μια ακραία ερωτική ιστορία όπως αυτή της ταινίας ανάμεσα σε μια μοναχή που έχει μεγαλώσει ως κορίτσι ενώ είναι αγόρι και έναν γενίτσαρο;
Το να υποδυθώ το αγόρι σαν σκέψη ήταν κάτι αντίθετο στη φύση μου καθότι γεννήθηκα κορίτσι. Και γι’ αυτό ήταν άκρως ελκυστικό και όταν κάτι με ελκύει πολύ το τελευταίο πράγμα που σκέφτομαι είναι ο βαθμός δυσκολίας του. Στη συνέχεια νομίζω πως απλώς αφέθηκα στο ένστικτο το οποίο είναι ουδέτερου γένους, για μένα, οπότε και αποδείχθηκε εύκολο.

Σου αρέσει να προκαλείς σαν άνθρωπος;
Η πρόκληση σαν έννοια μου αρέσει. Κάτι που δημιουργεί αντιπαράθεση νομίζω σε κάνει να αισθάνεσαι ζωντανός.

Πόσο σε απασχόλησε η ιστορική βάση της ταινίας; Προσπάθησες να μπεις μέσα στο πνεύμα της συγκεκριμένης εποχής ή αντιμετώπισες την ιστορία ως διαχρονική, κάτι που θα μπορούσε να συμβεί σε
κάθε εποχή;

Καθόλου δε με απασχόλησε και δεν ήταν και ζητούμενο από τους συνεργάτες μου. Το έργο γράφτηκε στην καθομιλουμένη ούτως ή άλλως πλην των εκκλησιαστικών κειμένων-προσευχών. Το μόνο που προσέξαμε είναι ο λόγος να έχει μία σχετική καθαρότητα, να μη βγει μασημένος δηλαδή, μιάς κι αυτό είναι σύγχρονη συνήθεια. Κατά τ’ άλλα θα ήταν γελοίο να προσπαθήσω να μπω στο πνεύμα της τότε εποχής από τη στιγμή που απέχει από μένα 350 έτη. Είναι πολλές οι γενιές που έχουν ακολουθήσει και επηρεάσει την αλλαγή του τωρινού πνεύματος για να μπορέσω έστω να μυριστώ ποιό μπορεί να επικρατούσε τότε. Η φαντασία μου λειτούργησε, αλλά μέχρι εκεί. Επικεντρωθήκαμε στην ιστορία, που όπως λες θα μπορούσε να συμβεί σε κάθε εποχή, τα του ‘πνεύματος’ τα δημιουργούν από μόνα τους το σκηνικό η φωτογραφία τα κοστούμια και άλλοι τομείς που δεν έχουν να κάνουν με το υποκριτικό μέρος.

Ποια είναι η αίσθηση σου για το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου, σήμερα που όλοι μιλούν για την ‘άνοιξη’ του ελληνικού σινεμά;
Για το μέλλον δε μπορώ να μιλήσω, μπορώ όμως για το παρόν σε σχέση με τις ταινίες που έχουν αρχίσει να γίνονται εδώ και λίγα χρόνια και είναι πραγματικά συναρπαστικό. Ελπίζω μόνο να το εκτιμήσει και το ελληνικό κοινό και να καταλάβει ότι συμβάλλει πολύ στην πορεία του εγχώριου κινηματογράφου με τον πιο απλό τρόπο όπως το να πάει σε μία ελληνική παραγωγή ακόμη κι αν τα ονόματα που διαβάζει δε του θυμίζουν τίποτα.