text: Danai Alaska | Photo: Δάφνη Ανέστη | Styling: Χαράλαμπος Νικολάου
Ο Γιώργος Καφετζόπουλος, ο Διογένης Σκάλτσας και ο Αινείας Τσαμάτης, στην ταινία του Στέλιου Καμμίτση είναι ο Φοίβος, ο Σάββας και ο Ανδρέας: τα ‘κωλόπαιδα’. Τρεις φίλοι που θέλουν να φύγουν από την Αθήνα και να πάνε σε μια άλλη πόλη όπου όλα θα είναι καλύτερα και λιγότερο μπερδεμένα. Στην πραγματικότητα είναι φίλοι κανονικοί και καθόλου δε θέλουν να αφήσουν την Αθήνα και τον πανικό της. Είναι η πρώτη τους ταινία, η πρώτη τους συνέντευξη και η πρώτη φορά που όταν συζητάμε έχουμε ένα δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι ανάμεσα μας. Και αυτό δεν αρέσει σε κανέναν. Πατάω rec και σταματούν να μιλούν. Τα παιδιά μου ακυρώνουν και τις 22 ερωτήσεις και επί δύο ώρες κοιταζόμαστε σαν ξένοι σε ένα μαύρο καναπέ που έχει υπάρξει περισσότερο φιλόξενος. Τελικά αποφασίζουμε απλώς να τα πούμε κανονικά, χωρίς μαγνητοφωνάκι, μόνο με μερικές μπερδεμένες σημειώσεις. Μια συνέντευξη-πείραμα, όπως ακριβώς και η επιλογή μας να παρουσιάσουμε μια ταινία που δεν έχουμε δει επειδή τα αγόρια μας έκαναν να τη φανταστούμε και τελικά να πιστέψουμε ότι τα ‘κωλόπαιδα’ μπορεί και να μας αρέσουν.
Η ιστορία είναι απλή, τρεις παιδικοί φίλοι αποφασίζουν να αφήσουν τη γειτονιά που έχουν μεγαλώσει, τα Εξάρχεια και να φύγουν για το Βερολίνο. Παρακολουθούμε λοιπόν τo τελευταίο τους βράδυ, τις τελευταίες 12 ώρες στην Αθήνα. Και φυσικά όταν πρόκειται να φύγεις πρέπει να κλείσεις όλους σου τους ανοιχτούς λογαριασμούς και όταν είσαι και λίγο ‘κωλόπαιδο΄αυτό αποφασίζεις να το κάνεις την τελευταία στιγμή.
Από την αρχή τους λέω ότι με προβληματίζει η επιλογή δύο περιοχών πολυσυζητημένων. Τους προβληματίζει και αυτούς. Ο Γιώργος θεωρεί πως απλώς αποτελούν το φόντο της ιστορίας και πως στην ουσία τίποτα δε θα άλλαζε αν μιλούσαμε για άλλα μέρη. Ο Διογένης συμφωνεί και ο Αινείας τσαντίζεται. Μιλάνε μεταξύ τους και προσπαθούν να καταλάβουν ο ένας τον άλλο. Δεν έχουν έρθει με έτοιμες απαντήσεις και συγκεκριμένες απόψεις, δεν προσπαθούν να σε πείσουν για κάτι και όλα είναι υπό συζήτηση. Και αυτό είναι μεγάλη ελευθερία. Δε χρειάζεται κάθε φορά να λέμε σημαντικά πράγματα και μεγάλες αλήθειες ειδικά όταν γνωριζόμαστε τόσο ώστε να μη χρειάζεται να αποδείξουμε τίποτα ο ένας στον άλλο.
Μιλάμε για το βασικό θέμα της ταινίας, τη φυγή. Λέμε για ταξίδια που θα κάνουμε οπωσδήποτε και για ταξίδια που είχαμε υποσχεθεί ο ένας στον άλλο και τελικά δεν κάναμε ποτέ. Μιλάμε για ομάδες που διαλύονται και ταξίδια που ματαιώνονται. ‘Πάντως όταν κάποιος αποχωρεί δεν είναι εκείνος που ματαιώνει το ταξίδι. Είναι η θέληση των υπόλοιπων να έχουν και τον άλλο εκεί’ λέει ο Διογένης και για εμένα αυτός είναι ένας πολύ καλός ορισμός της ομάδας. Δεν είναι ‘φεύγουμε’ ή ‘φεύγω’ αλλά παραμένουμε όλοι μαζί. Και αυτό το ΄μαζί΄ είναι ίσως και ο λόγος που έκανε τα ΄κωλόπαιδα’ να συμβούν, μέσα στον Αύγουστο σε μια ‘μπουχτισμένη΄πόλη από μια ομάδα νέων παιδιών που νιώθουν περίεργα όταν βλέπουν τον εαυτό τους μπροστά στην κάμερα.
Σε αυτές τις 12 ώρες σεναριακές που κοιτάμε τα Κωλόπαιδα να τρέχουν τα Εξάρχεια πάνω-κάτω και να οργανώνουν την ‘απόδρασή΄ τους από την πόλη, ο μεγαλύτερος αντίπαλος μοιάζει να είναι η πραγματικότητα. Το ‘πάμε να φύγουμε΄που λένε μεταξύ τους μπορεί να διαλυθεί οποιαδήποτε στιγμή από όλα όσα συμβαίνουν γύρω τους. Από όλα εκείνα που είναι ανίκανοι να ελέγξουν. ‘Είναι σαν να σου λέω ότι θα κάνουμε χίλια πράγματα μαζί και ξαφνικά ΜΠΟΥΜ! πέφτουν όλα κάτω’, λέει ο Αινείας και σκεφτόμαστε ότι ίσως είναι καλύτερο να αφήσουμε στην άκρη τα μεγάλα σχέδια.
Στην ουσία δεν υπάρχει καμία ασφάλεια. Εκεί καταλήγουμε. Και τη βρίσκω μια πολύ αισιόδοξη σκέψη. Ένας από τους λόγους που τους αρέσει η Αθήνα είναι ότι επιβεβαιώνει αυτή την έλλειψη ασφάλειας. Μια πόλη ‘μπουρδέλο’ στην οποία επιβιώνουμε κατά τύχη. Μια πόλη ιδανική για κωλόπαιδα; ‘Τελικά ρε συ, ποιος είναι κωλόπαιδο; Ας πούμε μπορεί κάποιος να σου κάνει κάτι πολύ άσχημο κι εγώ να πάω μεθαύριο και να του ρίξω τρία αυγά στο κεφάλι και να πεις ‘κοίτα το κωλόπαιδο τι έκανε’, θα το πεις θετικά. Η λέξη κωλόπαιδο κρύβει κάτι το χαριτωμένο’ λέει ο Γιώργος και δε μπορώ παρά να συμφωνήσω.