Κείμενο: Μανώλης Κρανάκης
Η ταινία που κέρδισε φέτος τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ των Καννών (‘Ο Θείος Μπούνµι Θυµάται τις Προηγούµενες Ζωές του’) µοιάζει να κατοικεί σε ένα προνοµιούχο σύµπαν όπου κάθε κριτική οφείλει να σηκώνει τα χέρια. ‘Η τουλάχιστον έτσι θα ήθελε ο δηµιουργός της, o Ταϊλανδός multimedia καλλιτέχνης Apichatpong Weerasethakul.
Στους φεστιβαλικούς κύκλους το όνοµα – σιδηρόδροµος του Ταϊλανδού Weerasethakul προκαλεί, και µόνο στο άκουσµα του, ρίγη ανατριχίλας. Λογικό, αν σκεφτεί κανείς πως το µέχρι σήµερα έργο του χτίστηκε πάνω στο hype ενός πρωτόγνωρου ασιατικού µίξερ που ανακατεύει την παράδοση µε τον µοντερνισµό, το avant-garde µε το κλασικό (αµερικάνικο) µελόδραµα, την πολιτική µε την οικολογία… Η εξωτική γοητεία των ταινιών του, σε συνδυασµό µε µια συχνά ηθεληµένα αδιαπέραστη σηµειολογία γύρω από τη φύση, την θρησκεία, τον έρωτα και τον θάνατο ήταν εχέγγυα αρκετά για να ανακηρύξουν τον Weerasethakul ως το αγαπηµένο παιδί των απανταχού σινεφίλ που χρόνια τώρα περίµεναν έναν ‘πειραγµένο’ απόγονο του Michelangelo Antonioni για να δώσει το φιλί της ζωής στο πολύπαθο art cinema.
Αν προσθέσει κανείς και τη συνολική θεώρηση του γύρω από την Τέχνη, η οποία περιλαµβάνει έναν απίστευτο όγκο δουλειάς πάνω στην µυθολογία της ζούγκλας, την χρήση µέσων όπως η φωτογραφία και το βίντεο για παράλληλα και διαπλεκόµενα πρότζεκτς που ολοκληρώνει ταυτόχρονα µε τις ταινίες και την σχεδόν µετωπική του επίθεση στο στρατιωτικό καθεστώς της χώρας του που λογοκρίνει συστηµατικά το έργο του, τότε είναι φανερό πως η περίπτωση του Ταϊλανδού δηµιουργού δεν µπορεί να αντιµετωπιστεί παρά µόνο συνολικά.
Μόνο που η θέαση µιας ταινίας δεν θα έπρεπε να προαπαιτεί από τον θεατή την γνώση µιας σειράς υποσηµειώσεων που εξηγούν τις κάθε φορά επιλογές του εκάστοτε σκηνοθέτη. Και είναι αλήθεια, πως στον ‘Θείο Μπούνµι…’ περισσότερο από τα ‘Blissfully Yours’ (2002) και τα ‘Tropical Malady’ (2004), o Weerasethakul εµφανίζεται για πρώτη φορά πρόθυµος να προσθέσει στο έργο του την στάµπα ‘φιλικό προς το χρήστη’.
‘Οσο γοητευτική όµως κι αν είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που λίγο πριν πεθάνει δέχεται την επίσκεψη της νεκρής γυναίκας και του χαµένου από καιρού γιου του πριν ξεκινήσει ένα ταξίδι µέσα στην ζούγκλα, τόσο πιο έντονη είναι η αίσθηση πως ο Weerasethakul πασχίζει να κινηµατογραφήσει την ‘αίσθηση’ ενός µύθου παρά την εκ των πραγµάτων πιο ενδιαφέρουσα µεταφορά του σε µια σύγχρονη παραβολή για ό,τι µπορεί να µας συνδέει τον άνθρωπο µε το µακρινό του παρελθόν.
Σε αυτήν του την προσπάθεια καταφέρνει µεν να είναι και ανθρώπινος και αστείος (η επιστροφή του γιου ως πίθηκου που φέρνει µνήµες από τον Chewbacca του ‘Πολέµου των Άστρων’, η σκηνή µε το ψάρι που µιλάει…) αλλά η διάθεσή του να κατακερµατίζει την αφήγηση µε εµβόλιµες σκηνές, φωτογραφικό υλικό από στρατιώτες σε ώρα µάχης και αναφορές σε κατά κύριο λόγο άγνωστες πηγές µπορεί να τραβούν στα άκρα κάθε γνωστή αίσθηση του art cinema, αλλά αφαιρούν το σηµαντικότερο χαρακτηριστικό που θα έπρεπε να διαθέτει ένα παραµύθι: την αφήγηση που µένει τόσο πεισµατικά κλειδωµένη στο εγκεφαλικό επίπεδο χωρίς να τολµήσει να φτάσει στο θυµικό του – ακόµη και του πιο υποψιασµένου – θεατή.
∆υστυχώς, η απόσταση από το να θαυµάζεις ένα έργο και να µπορέσεις να το αγαπήσεις είναι εδώ απροσπέλαστη. Σαν µια διαρκή αίσθηση ότι περπατάς µέσα στη ζούγκλα ξυπόλητος και ενώ υπάρχει κάποιος για να σου δώσει το χέρι του και να σε καθοδηγήσει σε πετάει ακόµη πιο βαθιά στο κέντρο του αφιλόξενου κόσµου του. Η περιπέτεια είναι εξασφαλισµένη, όχι όµως και εκείνη η αίσθηση πως έζησες κάτι πραγµατικά ‘φανταστικό’…