Με δύναμη από το παρελθόν έρχονται οι «Παραθεριστές» του Γκόρκι, σε σκηνοθεσία Μαρίας Μαγκανάρη που εξακολουθούν τις παραστάσεις τους στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, εκστομίζοντας καθένας χωριστά και όλοι μαζί λέξεις που «ταράζουν» περισσότερο από ότι οι ίδιο οι άνθρωποι.
Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε το 1904, χρονιά θανάτου του Τσέχωφ και λίγο πριν από το ξέσπασμα της Πρώτης Ρωσικής Επανάστασης του 1905, απηχώντας την συναισθηματική νωθρότητα, την ρευστότητα των σχέσεων και την ανειλικρίνεια της δήθεν πνευματικής ελίτ της εποχής μέσα σε ένα κλίμα έντονης αμφισβήτησης του παλιού και αναζήτησης του νέου.
Οι ήρωες του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα δεν πράττουν, μόνο μιλούν, όμως τα λόγια τους συγκλονίζουν καθώς φανερώνουν διαχρονικές αλήθειες, ριζωμένες βαθιά στην ίδια την ανθρώπινη φύση. Αλήθειες που όλοι θα ήθελαν να πουν αλλά λίγοι τολμούν να το κάνουν. Ίσως δεν ισοδυναμούν με πράξεις όμως είναι ενδεικτικές της θέσης που σε λίγο ο καθένας τους θα κληθεί να πάρει για να μην σαρωθεί από το αύριο ενώ επιμένουν να είναι «παραθεριστές», «περαστικοί» στην χώρα τους αλλά και σε έναν κόσμο που παλιώνει, γερνά και λίγο-λίγο γλιστρά και χάνεται κάτω από τα πόδια τους.
Όπως όλα τα μεγάλα έργα, έτσι και αυτό ανατέμνει με χειρουργική ακρίβεια και απαράμιλλη τόλμη την ανθρώπινη φύση, περιγράφοντας διαχρονικά προβλήματα και αδιέξοδα ανθρώπων που διαβρώθηκαν από τον εύκολο πλούτο και την άνετη ζωή, σταμάτησαν να πράττουν, να διεκδικούν και να προβληματίζονται, απογοητεύτηκαν από τους ανθρώπους, τους φίλους, την οικογένεια, την δουλειά τους. Καθένας τους βλέπει την ζωή με διαφορετικό τρόπο, από διαφορετική θέση.
Άλλοι συμβιβάζονται, άλλοι καταρρακώνονται από την μικρότητα που τους περιβάλλει και επιζητούν τον εξωραϊσμό, άλλοι ψάχνουν στον Μαρξ τον δικό τους Χριστό, άλλοι παραμένουν αμετανόητοι θιασώτες του ρεαλισμού και άλλοι προσβλέπουν απλώς στην φυγή: “Φύγε, φύγε όσο πιο σύντομα μπορείς. Δούλεψε, ψάξε να βρεις έναν προορισμό στη ζωή, έναν σκοπό. Τόλμα! Μην ενδίδεις στην μικρότητα”, λέει η Μαρία στην Δ’ Πράξη.
Σαν άλλοι Τσεχωφικοί ήρωες, οι παραθεριστές συμπυκνώνουν το δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο όμως δεν μπορούν καλά-καλά να καταλάβουν και να αλλάξουν τον εαυτό τους και την ζωή τους. Επιθυμούν ένα καλύτερο αύριο, όμως στο βάθος παραμένουν απαθείς και αδιάφοροι για τους γύρω τους. Προσπαθούν να ξεφύγουν από ότι τους πληγώνει όμως καταλήγουν να πληγώνουν και να πληγώνονται με ακόμα μεγαλύτερη σφοδρότητα. Θέλουν να πουν κάτι καινούριο, όμως συνειδητοποιούν πως όλα έχουν ήδη ειπωθεί και έτσι μένουν μόνοι και θλιβεροί υποκριτές ενός ψυχεδελικού τσίρκου, όπου η ζωή κυλά ήσυχα. Όμως δεν θα ναι πάντα έτσι.
Στην παράσταση η αστική διανόηση του έργου λικνίζεται ρυθμικά υπό τον ήχο του “Summertime” (που ακούγεται τέσσερις φορές)- δυο από τις οποίες στην ροκ εκτέλεση της Janis Joplin με τους ήρωες να ενώνουν την μοναξιά τους υπό τους ήχους ενός από τα πιο διάσημα και πολυδιασκευασμένα τραγούδια του 20ου αιώνα, που γράφτηκε από τον George Gershwin για την όπερα Πόργκυ και Μπες (1935), ως το νανούρισμα που τραγουδά στο μωρό της μια νεαρή Αφροαμερικανή στη Νότια Καρολίνα του 1900.
«Είναι καλοκαίρι και η ζωή κυλά ήσυχα.
Ο μπαμπάς σου είναι πλούσιος και η μαμά σου πολύ όμορφη.
Ένα πρωινό θα σηκωθείς να τραγουδήσεις
Και θα ανοίξεις τα φτερά σου να ξεχυθείς στον ουρανό.
Μέχρι τότε, όμως, τίποτα δεν μπορεί να σε βλάψει.
Έχεις τον μπαμπά και την μαμά στο πλάι σου.
Γι’ αυτό πάψε, μικρό μου μωρό- μη μου κλαις»
Στην εκδοχή της Μαρίας Μαγκανάρη οι ήρωες φορούν μεγάλα μαύρα γυαλιά, δερμάτινα σανδάλια, χαβανέζικα πουκάμισα, κρατούν βαλίτσες και φορούν ακουστικά κεφαλής, ακούν δίσκους της Janis Joplin και μεθούν υπό τους ήχους λαϊκών τραγουδιών της Ρίτας Σακελαρίου. Είναι πλάσματα που θα μπορούσαν να κατοικούν σε κάθε εποχή και σε κάθε χώρα και να έχουν ακριβώς τα ίδια προβλήματα, τις ίδιες σχέσεις, τους ίδιους λόγους να τους κρατούν και να τους σπρώχνουν να φύγουν, να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή, έναν καλύτερο σύζυγο/σύντροφο, έναν παθιασμένο έρωτα, μια πραγματική δουλειά για μην τους στηρίζει κάποιος μια ζωή, περισσότερο σεβασμό, κάτι από όλα αυτά που δεν έχουν μαζί με όλα όσα έχουν αλλά δεν τα εκτιμούν.
Η παράσταση της Στέγης ακολουθεί την δομή του πρωτότυπου έργου του Γκόρκι απευθυνόμενη τόσο στην χαμένη γενιά των σημερινών σαραντάρηδων όσο και στην νέα γενιά που καθώς ενηλικιώνεται αμφισβητεί ότι της παραδόθηκε. Η σκηνοθεσία αποτυπώνει τις ψυχικές διαδρομές των ηρώων μέσα από σύντομες, κινηματογραφικές, θα έλεγε κανείς, σκηνές, με ξεκάθαρο, εύστοχο και εύρυθμο τρόπο ενσωματώνοντας στοιχεία performance που βρίσκουν την θέση τους στην παράσταση, ενώ το σπάσιμο του τέταρτου τοίχου φέρνει τους θεατές πιο κοντά στην δράση και μετριάζει την περιρρέουσα μελαγχολία. Η μετάφραση των Μαγκανάρη – Κεκέ αναδεικνύει την διαχρονικότητα του κειμένου αρθρώνοντας έναν λόγο φρέσκο, ανθρώπινο, ζωντανό, αιχμηρό, επαναστατικό ενώ τα σκηνικά και τα κοστούμια συμπληρώνουν την ράθυμη ατμόσφαιρα κάτω από τον καυτό ήλιο ενός παρατεταμένου καλοκαιριού.
Εξαιρετικοί στους ρόλους τους οι Βίκυ Κατσίκα (Βάρια), ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης (Μπασώφ, σύζυγος Βάριας / Κόλον), Γιώργος Κατσής (Βλάς, αδερφός Βάριας / Ντουντακώφ, γιατρός, Σαλίμωφ, συγγραφέας, Πουστομπάικα, επιστάτης), η Μαρία Παρασύρη στον ρόλο της Καλέρια, αδελφής Μπασώφ και της δυναμικής, έξυπνης και χειραφετημενης γιατρού και μητέρας ενός 18 κοριτσιού, Μαρίας, η Ανδριάννα Χαλκίδη (Σάσα, υπηρέτρια, Γιούλια, σύζυγος Σουσλώφ , Όλγα , σύζυγος Ντουντακώφ και ο Κλήμης Εμπέογλου στον ρόλο του αλκοολικού, άξεστου και αργόσχολου μηχανικού Σουσλώφ, του καταθλιπτικου Ριούμιν, ερωτευμένου με την Βάρια και υπέρμαχο του εξωραϊσμού και του Ζαμισλώφ , συνεταίρου του Μπασώφ και μέγα απατεώνα, ισορροπούν με προσοχή και φυσικότητα ανάμεσα στους πολλαπλούς ρόλους που τους έχουν ανατεθεί αποτυπώνοντας με πάθος και ειλικρίνεια την ψυχοσύνθεση των ηρώων του Ρώσου συγγραφέα και καθιστώντας τους εν τέλη πιο σημερινούς από ποτέ.
Μετάφραση: Μαρία Μαγκανάρη, Σύρμω Κεκέ
Διασκευή, Σκηνοθεσία & Σκηνικά: Μαρία Μαγκανάρη
Κοστούμια: Παύλος Θανόπουλος
Φωτισμοί: Μαρία Γοζαδίνου
Πρωτότυπη Μουσική: Χαράλαμπος Γωγιός
Βοηθός σκηνοθέτη: Βασιλική Σκευοφύλαξ
Ερμηνεύουν: Κλήμης Εμπέογλου, Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Γιώργος Κατσής, Βίκυ Κατσίκα, Μαρία Παρασύρη, Ανδριάνα Χαλκίδη
Παραγωγή: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
Παραστάσεις για το κοινό: Σάββατο & Κυριακή | 19:00
Πρωινές παραστάσεις για σχολεία: Πέμπτη & Παρασκευή | 11:00
Για εφήβους 13+
Διάρκεια παράστασης: 95 λεπτά
Εισιτήρια
Κανονικό: 12 €
Μειωμένο, Φίλος, Παρέα 5-9 άτομα: 10 €
Παρέα 10+ άτομα: 9 €
Κάτοικος Γειτονιάς: 7 €
Ανεργίας, ΑΜΕΑ: 5 € | Συνοδός ΑΜΕΑ: 10 €
Από τη Δέσποινα Ραμαντάνη