Το Pulp Fiction βγήκε για πρώτη φορά στις αίθουσες στις 14 Οκτωβρίου 1994. 25 χρόνια αργότερα, η απήχηση της ταινίας παραμένει ίδια. Eμείς θέλουμε να τη βλέπουμε ξανά και ξανά και να αγαπιόμαστε όσο η Mia και ο Vincent.
H 14η του Οκτώβρη τότε, σηματοδότησε για πολλούς τη μύηση στον ιδιαίτερο κόσμο του Ταραντίνο. Το καυστικό χιούμορ της ταινίας, ο πνευματικός διάλογος, η γραφική βία και η cult γοητεία συνδυάστηκαν με ένα εκλυστικό σενάριο που έκανε -ακόμα και- τον Roger Ebert να μιλά για το Pulp Fiction ως την πιο influential ταινία της δεκαετίας του ’90.
Υπάρχουν πολλά στοιχεία για να συνειδητοποιήσουμε τι κληροδότησε η δεύτερη ταινία του εμβληματικού σκηνοθέτη (πρώτη ήταν το Reservoir Dogs) στον κινηματογραφικό κόσμο. Αρχικά, αναστήθηκε η καριέρα του John Travolta και ξεκίνησε η λαμπρή σταδιοδρομία του Samuel Jackson και της Uma Thurman. Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα κόσμημα του ανεξάρτητου κινηματογράφου της δεκαετίας του ’90 καθώς έφερε στο mainstream μια καλλιτεχνική ευαισθησία που ενσωματώνει την ειρωνεία, την νοημοσύνη και την σοβαρότητα που -συνδυαστικά τουλάχιστον- είχαν παραμείνει «underground» για χρόνια.
Η δομή είναι πολυσχιδής, όπως πάντα στον Ταραντίνο. Η πρώτη ιστορία ακολουθεί 2 γκάνγκστερ, τον Vincent και τον Jules, σε μια αποστολή με σκοπό την ανάκτηση ενός αντικειμένου για το αφεντικό τους. Μετά την ανάκτηση αυτού, σκοτώνουν τυχαία έναν από τους ανταγωνιστές τους στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου τους και πρέπει να το αποκρύψουν με σχολαστικότητα. Η δεύτερη ιστορία ακολουθεί έναν μποξέρ (Bruce Willis) ο οποίος συνειδητοποιεί ότι πρέπει να πάει πίσω στο παλιό του διαμέρισμα για να πάρει ένα ρολόι που του έδωσε ο πατέρας του προτού το σκάσει από την πόλη. Το τρίτο storyline συνθέτουν οι iconic σκηνές από τη νύχτα του Βίνσεντ με τη φίλη του αφεντικού του, Mia (Thurman), κατά τη διάρκεια της οποίας η Mia παθαίνει overdose από υπερβολική δόση.
Σεναριακά, η ταινία προσφέρει μια ατέρμονη ροή εξαιρετικού διαλόγου. Οπτικά, συνδυάζει μια αξιοσημείωτη αίσθηση χρώματος με σχεδόν ψυχαναγκαστική αφοσίωση ώστε κάθε λήψη να τοποθετείται ολόσωστα. Ο σκηνοθέτης δεν μετακινεί πολύ την κάμερά του, και όταν το κάνει, το κάνει με τρομερή ακρίβεια. Επιλέγει τις συνθέσεις που αναδεικνύουν την ιστορία, τον χαρακτήρα και τη δράση, και όχι το δικό του «σκηνοθετικό εγώ.»
Ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα και τίποτα δεν έχει αλλάξει. Το Pulp fiction δίνει απλόχερα iconic looks, quotes, αναφορές, έμπνευση και καλτίλα. Ο Ταραντίνο δεν είναι ευχαριστημένος με το πως εξελίσσονται τα πράγματα στον κινηματογράφο σήμερα, η ευκολία του Internet τον χαλάει. Και λογικό.
Το Pulp Fiction είναι μια ταινία που πρέπει να τη δεις με ποπ κορν στο ένα χέρι και σόδα στο άλλο, σε έναν γεμάτο κινηματογράφο στο κέντρο της πόλης, όχι με ένα κινητό στο χέρι χαζεύοντας στο Instagram. Πρέπει να το επεξεργαστείς και να το συζητήσεις ξανά και ξανά. Ακριβώς όπως και ο ίδιος ο Ταραντίνο κάνει με τις ταινίες που αγαπά.