Έφυγε τα ξημερώματα από τη ζωή, σε ηλικία 88 ετών, ο δημοφιλής ηθοποιός Κώστας Βουτσάς. Βρισκόταν εδώ και 20 μέρες στην καρδιολογική κλινική του νοσοκομείου Αττικόν ύστερα από καρδιακό επεισόδιο που υπέστη και νοσηλευόταν από τις 7 Φεβρουαρίου στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας με λοίμωξη του αναπνευστικού.
Ο Κώστας Βουτσάς (Σαββόπουλος ήταν το οικογενειακό του όνομα, επικράτησε όμως το Βουτσάς, που σημαίνει «αυτός αυτός που κατασκευάζει βουτσιά, δηλαδή βαρέλια», το οποίο ήταν το επάγγελμα του παππού του) γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου του 1931 στον Βύρωνα, σε προσφυγική οικογένεια με καταγωγή από τους Επιβάτες της Ανατολικής Θράκης. Μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του εργάστηκε ως εργάτης οδοποιίας κι εκείνος ως παιδί έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού για επιβίωση. Στα χρόνια της Κατοχής μοίραζε προκηρύξεις στους κινηματογράφους μαζί με άλλα «Αετόπουλα» της ΕΠΟΝ.
Μετά τον πόλεμο, ασχολήθηκε με διάφορες μορφές αθλητισμού, όπως στίβο, κωπηλασία, βόλεϊ και μπάσκετ. Η πρώτη του θεατρική εμπειρία, όπως έχει πει, ήταν στα σχολικά του χρόνια όταν ο προπονητής του τον είχε στείλει για προπόνηση στη Μηχανιώνα και συμμετείχε στην παράσταση της καστασκήνωσης. Εκεί, σχολίασε αρνητικά το παιδί που υποδύονταν τον μεθυσμένο κι όταν ο υπεύθυνος του θεατρικού τον προκάλεσε αν μπορεί να το κάνει καλύτερα βρέθηκε τελικά με τον ρόλο.
Στα 18 του μπήκε στη Δραματική Σχολή του Μακεδονικού Ωδείου στη Θεσσαλονίκη. Εκεί έκανε και τις πρώτες του θεατρικές εμφανίσεις. Συμμετείχε σε επιθεωρήσεις στο Στρατιωτικό Θέατρο Θεσσαλονίκης κι αφού περιπλανήθηκε στη Μακεδονία με τα μπουλούκια για δύο χρόνια, «η Καλή Καλό (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της θεατρίνας Καλλιόπης Δαμβέργη) τον κατέβασε Αθήνα», όπως έχει πει ο ίδιος. Την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος την πήρε με την τρίτη προσπάθεια, αφού η επιτροπή τον απέρριπτε επειδή δεν «έκανε για ηθοποιός».
Το ντεμπούτο το στον κινηματογράφο έγινε το 1953, με την κωμωδία «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται» (1953, του Γιώργου Λαζαρίδη), όπου συμμετείχε ως κομπάρσος. Έπειτα εμφανίστηκε στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Η κυρά μας η μαμή» (1958) με την οποία μπήκε πρώτη φορά στα στούντιο της Φίνος Φιλμ, και ακολούθησαν οι ταινίες «Για την αγάπη της βοσκοπούλας» του Φρίξου Ηλιάδη (1959), η «Αλίκη στο Ναυτικό»(1960, Αλέκος Σακελλάριος), «Κατήφορος» (1961, Γιάννης Δαλιανίδης), «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» (1962, Αλέκος Σακελλάριος ), «Το Ανθρωπάκι» (1969), «Κάτι να καίει» (1964) και άλλες. Συνολικά έπαιξε σε 70 ταινίες.
Με την εμφάνισή του στον «Κατήφορο», το 1961, απέκτησε ευρεία αναγνωρισιμότητα και άρχισε να πρωταγωνιστεί σε ταινίες που έκαναν τεράστια εμπορική επιτυχία τις δεκαετίες του ‘60 και του ’70.
Τη δεκαετία του ’80 έπαιξε σε βιντεοταινίες, αλλά ερμήνευσε και πιο απαιτητικούς κινηματογραφικούς ρόλους σε ταινίες του Βασίλη Βαφέα, όπως εκείνος του μικροαστού λογιστή στην ταινία «Ο Έρωτας του Οδυσσέα», για την οποίον τιμήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης το 1984. Η ταινία εκπροσώπησε την Ελλάδα στο «Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών» του Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών το 1985 και ένα χρόνο αργότερα μεταδόθηκε ως μίνι σειρά από την ΕΡΤ.
Στην τηλεόραση πρωτοεμφανίστηκε το 1973 στο σίριαλ «Βαριετέ» της τότε ΥΕΝΕΔ. Ακολούθησαν εμφανίσεις σε σειρές όπως «Ο Ανδροκλής και τα λιοντάρια του», «Για μια θέση στον ήλιο», «Γιούγκερμαν», «Δέκα Μικροί Μήτσοι»,«Επτά θανάσιμες πεθερές», «Η πολυκατοικία» και άλλες.
Ο Κώστας Βουτσάς έχει τρεις κόρες– τη Σάντρα από τον γάμο του με την Έρρικα Μπρόγιερ, την ηθοποιό Θεοδώρα και τη Νικολέττα από τον γάμο του με την Θεανώ Παπασπύρου, και έναν γιό, τον τετράχρονο Φοίβο, από τον γάμο του το 2016 με την ηθοποιό Αλίκη Κατσαβού.
Παρέμεινε ενεργός μέχρι τέλους, απολαμβάνοντας την αγάπη του κόσμου και του κοινού του, που τον ακολουθούσε σε όλες του τις παραστάσεις, με πιο πρόσφατες τη «Σμύρνη μου αγαπημένη» της Μιμής Ντενίση έως την τελευταία, την παιδική «Σταχτοπούτα» του Σαρλ Περώ, στο θέατρο Broadway.
Με πληροφορίες από το ΑΠΕ