Culture

Jim French: ο άντρας που άλλαξε το ανδρικό ερωτικό περιεχόμενο μια για πάντα

Σε μία εποχή που το γυμνό θεωρούνταν ακόμα άσεμνο, ο Jim French, πρότεινε ότι το ανδρικό σώμα θα πρέπει να γιορτάζεται και να μην λογοκρίνεται, αφιερώνοντας την καριέρα του στο «να κάνει τους θαυμάσιους άνδρες να δουν την πιο εντυπωσιακή πλευρά τους».

Κατά τη διάρκεια πέντε δεκαετιών, ο Αμερικανός φωτογράφος, σκηνοθέτης και εκδότης, Jim French, «ανέβασε» το ανδρικό ερωτικό περιεχόμενο σε μία θέση τιμής, στο πλαίσιο της τέχνης, δημιουργώντας το COLT Studio, την πιο επιτυχημένη εταιρεία γυμναστικής φωτογραφίας στις ΗΠΑ.

Γεννημένος στο Beaver Falls της Πενσυλβάνια, ο French μετακόμισε στο Χάρρισμπεργκ σε ηλικία 9 ετών, περνώντας την υπόλοιπη παιδική του ηλικία εκεί. Οι γονείς του ήταν και οι δύο μουσικοί: η μητέρα του τραγουδούσε και ο πατέρας του έπαιζε βιολί. Εκείνος ασχολήθηκε με την τέχνη, σπουδάζοντας αργότερα στη Σχολή Τέχνης της Φιλαδέλφειας, προτού στρατολογηθεί και συνεχίσει το 1955. Δύο χρόνια αργότερα, απολύθηκε και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου άρχισε να εργάζεται ως εικονογράφος μόδας.


Όταν ο Saul Stoltzman, ένας παλιός του φίλος από το στρατό, είδε μερικά από τα αδημοσίευτα ομοφυλόφιλα σχέδια του French, του πρότεινε να συνεργαστούν και να δημιουργήσουν την Lüger, μία εταιρεία παραγγελιών μέσω mail, με έδρα τη Νέα Υόρκη. Έτσι, ο French ξεκίνησε να δημιουργεί σχέδια υπερ-αρσενικών αρχέτυπων, όπως ποδηλάτες, καουμπόϋδες, παλαιστές και bodybuilders, τα οποία δεν περιείχαν πλήρες γυμνό μπροστινής όψης, λόγω των περιορισμών που καθιστούσε παράνομη τη διανομή γυμνών εικόνων μέσω της αλληλογραφίας.

«Εκείνη την εποχή, υπήρχαν πολύ λίγοι τρόποι για τη μετάδοση τέτοιου είδους τέχνης», έχει δηλώσει ο French στον Gabriel Goldberg, σε μία συνέντευξη του το 2004 για το περιοδικό Man. «Οι άνθρωποι σήμερα δεν μπορούν να κατανοήσουν ποιο ήταν το κλίμα στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Όταν άρχισα την Lüger, το εμπρόσθιο γυμνό θεωρούνταν άσεμνο. Φωτογράφοι, όπως ο Lon, στη Νέα Υόρκη διώκονταν, εάν οι εικόνες τους έδειχναν ηβική τρίχα. Αυτό ήταν πάρα πολύ περιοριστικό», συμπληρώνει.

«Δεν ήταν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν μέσω μίας απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το εμπρόσθιο καθεαυτό γυμνό δεν μπορούσε να θεωρηθεί άσεμνο – επικυρώνοντας έτσι όλους τους μεγάλους δασκάλους, που είχαν ζωγραφίσει γυμνά. Ήταν τρομερά γενναιόδωρο και συνετό εκ μέρους του Ανωτάτου Δικαστηρίου, να επικυρώσει ό,τι όλοι, από τον Καραβάτζο και τον Μιχαήλ Άγγελο, είχαν κάνει», έχει πει χαρακτηριστικά ο French.

Μιλώντας από το σπίτι του στα Palm Springs, ο σύζυγος του French, Jeffery Turner, αποκαλύπτει περισσότερα όσον αφορά την προσέγγιση της τέχνης από τον French. «Ο Jimmy δεν έκρινε το έργο του ως πορνογραφία. Σκεφτόταν ότι ήταν τέχνη του σώματος ή τέχνη της ανδρικής ανθρώπινης φιγούρας. Το αρσενικό γυμνό είναι μία ερωτική εικόνα, ενώ το γυναικείο γυμνό θεωρείται καλλιτεχνική εικόνα, αλλά αυτή είναι μία νέα ιδέα. Ανέκαθεν θεωρούσαμε το αρσενικό γυμνό ένα υψηλό θέμα για την τέχνη. Το γεγονός ότι σήμερα όλοι το θεωρούν πορνογραφία, είναι κάτι ατυχές. Ακόμα φοβούμαστε το πέος. Η πιο ισχυρή εικόνα είναι ίσως στις Δυτικές κοινωνίες, και αυτό είναι συγκλονιστικό», δηλώνει ο Turner.

Ο French ενδιαφερόταν πρωτίστως για το γυμνό, δημοσιεύοντας τις εικονογραφήσεις του σε γκέι περιοδικά, τα οποία υποστήριζαν την τέχνη της εικονογράφησης στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και του ’50. «Ο Jimmy έφερε μία σεξουαλική φύση στην τέχνη του, επειδή έβγαζε χρήματα από αυτό, και αυτή είναι η αλήθεια», σημειώνει ο Turner. Ενώ συνεχίζει λέγοντας ότι, «Φοβόταν πάντα μήπως συλληφθεί, καθώς πολλοί άνθρωποι είχαν συλληφθεί εξαιτίας της αποστολής αισχρού περιεχομένου μέσω e-mail. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, η ηθική των πραγμάτων άλλαξε».

Ο French είχε μία έμφυτη ικανότητα να συμβαδίζει με τις ανάγκες της εποχής, καθώς και να ανταποκρίνεται στη ζήτηση για ποιοτικό ερωτικό περιεχόμενο μέσα από ποικιλία μέσων, όπως φωτογραφίες, ταινίες, βιβλία, περιοδικά και ημερολόγια. Το 1967, ο French έλαβε το όνομα Rip Colt και ίδρυσε το COLT Studio. Μάλιστα, δημοσίευσε το πρώτο του περιοδικό, το Manpower!, το οποίο απεικόνιζε ομοφυλόφιλες φωτογραφίες και σχέδια. Παρόλο που το μέγεθος του περιοδικού ήταν το κλασικό, ο French έπρεπε να το κάνει μεγαλύτερο, ώστε να συμβάλει και ο ίδιος στην καταπολέμηση των κλοπών, τις οποίες πολλοί πωλητές περιοδικών είχαν αναφέρει.

Ο Nat Gozzano, αρχειοφύλακας και καλλιτεχνικός διευθυντής του COLT Studio από το 1997, σημειώνει ότι, «Σε αντίθεση με τις πρώτες ανδρικές αφίσες, που ήταν για γκέι κοινό, αλλά εξακολουθούσαν να διαστρεβλώνονται ως περιοδικά μυϊκής άσκησης και αθλητικά περιοδικά κατάρτισης, ο Jim σχεδίαζε πιο άμεσα τις εικόνες του, ώστε να είναι στα γούστα του γκέι κοινού. Η σύνθεσή του ήταν τόσο δυνατή, που ήξερε πώς να τοποθετεί τα μοντέλα σε πόζες, που εστίαζαν στην ένταση του σώματος, πράγμα που τον ξεχώρισε αμέσως από άλλους ανθρώπους».

Μέρος της δημιουργικής δουλειάς του French, περιελάμβανε Polaroids. «Οι Polaroids σταμάτησαν να είναι το επίκεντρο της φωτογραφίας του όταν ξεκίνησε το COLT Studio, γι’αυτό και πήρε μία Hasselblad, με την οποία έκανε πολύ πιο επαγγελματικά πράγματα για τα περιοδικά. Δεν ήταν δυνατό να γίνουν αυτά με τις Polaroids, γιατί θα χανόταν μέρος από την ποιότητα, για την οποία τόσο ενδιαφερόταν ο Jimmy», εξηγεί ο Turner.

Το 1974 ο French μετακόμισε ολόκληρη την επιχείρηση στην κοιλάδα του Σαν Φερνάντο, και από εκεί «έτρεξε» την εταιρεία, μέχρι το 2003, οπότε και την πούλησε. Το COLT Studio παρουσίαζε αποκλειστικά το έργο του French, μέσα από μία σειρά βιβλίων, περιοδικών και ημερολογίων, συμπεριλαμβανομένης μία μονογραφικής φωτογραφίας του ’74, με τίτλο “Ένας άλλος άνθρωπος” (= Another Man).

Στη συνέχεια, στις αρχές της δεκαετίας του 1975, ο σκηνοθέτης των Sex Pistols, Malcolm McLaren, πήρε ένα αντίγραφο του έβδομου τεύχους του περιοδικού Manpower!, το οποίο περιείχε την εικονογράφηση Longhorns-Dance σε ένα καφενείο στην οδό Christopher, όταν επισκέφτηκε τη Νέα Υόρκη και το έφερε πίσω στο Λονδίνο, όπου η Vivienne Westwood το χρησιμοποίησε χωρίς άδεια πάνω σε ένα T-shirt, το οποίο πουλήθηκε στο Sex. Η εικόνα αυτή προκάλεσε τέτοια αναστάτωση, που ο Alan Jones, ο πρώτος που φόρεσε δημόσια το εν λόγω μπλουζάκι, συνελήφθη και κατηγορήθηκε με βάση το νόμο Vagrancy του 1824. Την επόμενη ημέρα, η αστυνομία πραγματοποίησε έφοδο στο Sex και κατέσχεσε όλα τα μπλουζάκια. Ο Sid Vicious ήταν αυτός που φόρεσε ξανά αυτό το μπλουζάκι αργότερα.

Ο αντίκτυπος της δουλειάς του French αποτελεί την απόδειξη της δύναμης του οράματος του, το οποίο φαίνεται τόσο από το εμπορικό όσο και από το καλλιτεχνικό του έργο, το οποίο παρήγαγε ένα νέο εγχείρημα, την Κατάσταση του Ανθρώπου (= State of Man). Ο Turner αποκαλύπτει ότι, «Ο Jimmy ακολουθούσε δύο μονοπάτια. Το COLT έφερνε τα χρήματα και το State of Man ήταν η τέχνη του. Το State of Man έγινε μετά την ίδρυση του COLT. Ήθελε μία διέξοδο για την τέχνη του».

Μετά την πώληση του COLT Studio το 2003, ο French επικεντρώθηκε στο έργο του State of Mind, συμπεριλαμβανομένων εκδόσεων βιβλίων και εκθέσεων. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του σημαδεύτηκαν από τη δημοσίευση βιβλίων, όπως τα The Jim French Diaries (Bruno Gmünder, 2015) και Tinker, Tailor, Soldier, Sailor: Jim French Polaroids (Antinuous Press, 2013), τα οποία συνοδεύτηκαν από μία έκθεση στο ClampArt της Νέας Υόρκης.

Ο French πέθανε στο Palm Springs της Καλιφόρνια, τον Ιούνιο του 2017, στην ηλικία των 84 ετών. Ο αντίκτυπος και η επιρροή του στο ομοφυλοφιλικό ανδρικό προφίλ συγκρίνεται μόνο με τον Tom of Finland. Όπως και ο Tom, έτσι και ο French κατανόησαν τη δύναμη της σεξουαλικά φορτισμένης αρσενικής εικόνας, που αποδίδεται με καλλιτεχνική χάρη.

Μεταξύ άλλων, ο French είχε πει στον Goldberg, ότι «Βλέπω το έργο μου ως ερωτική λογοτεχνία, όχι ως πορνό. Ειλικρινά, η πορνογραφία με ενοχλεί, επειδή το 99.9% από αυτή, υστερεί στο ένα και μοναδικό πράγμα που την καθιστά επιτυχημένη. Και αυτό δεν είναι ερωτικό! Είναι άνθρωποι που κάνουν μία δουλειά για ένα Χ ποσό δολαρίων μπροστά από την κάμερα. Η πορνογραφία δεν με ενδιαφέρει. Η φωτογραφία με ενδιαφέρει. Και το να κάνω τους υπέροχους άνδρες να δουν την πιο εντυπωσιακή τους πλευρά. Αυτό ήταν που έκανα πάντα».

Κείμενο: Κωνσταντίνα Ράικου