Η Ελευθερία Αρβανιτάκη επιστρέφει στο Λονδίνο και συγκεκριμένα στο Royal Festival Hall. Από το 1998 που εμφανίστηκε στο WOMAD Festival στο Redding στην Αγγλία, όλες τις οι εμφανίσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο (Queen Elisabeth Hall 1998, Royal Festival Hall 2000, Barbican Centre 2002, 2004 with Philip Glass and 2008) ήταν sold out.
H Ελευθερία Αρβανιτάκη επιστρέφει σε ένα γνώριμό της χώρο και υπόσχεται μια βραδιά γεμάτη δυνατές στιγμές και μεγάλες συγκινήσεις.
Με αφορμή τη συναυλία της στο Λονδίνο, θυμόμαστε τη συνέντευξη που μας έδωσε στο περιοδικό ΟΖΟΝ.
Είναι δύσκολο να μιλήσεις με την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Όχι γιατί είναι απρόσιτη η ίδια, αλλά γιατί όταν βρεθείς απέναντί της αντιλαμβάνεσαι ότι η καλλιτεχνική της υπόσταση δεν μπορεί να περιοριστεί σε μία συνέντευξη, σε μία κουβέντα. Ελευθερία, όνομα και πράγμα. Ελεύθερη στην πορεία της και στις επιλογές της, σχεδόν ασύλληπτη στη δημιουργική της δράση. Δυνατός παίχτης στη μουσική, ιδιαιτέρως δημοφιλής και αγαπητή ακόμα και στους μη φανς της. Λίγες μέρες πριν ξεκινήσει την καλοκαιρινή της περιοδεία, παρέα με τον Νίκο Πορτοκάλογλου, τη συναντήσαμε και τη ρωτήσαμε για όλα αυτά που αγαπά και γι’ αυτά που προσπερνά.
Ξέρει αμέσως να σου πει τι είναι ευτυχία. Είναι αυτή η ποθούμενη χημεία με το κοινό μετά από ένα live, οι ώρες που περνά στο πούλμαν παρέα με τους τεχνικούς και τους μουσικούς της διασχίζοντας την Ελλάδα, ίσως και μια βουτιά στη Σύρο. Μιλάμε για τη Σύρο λοιπόν, ένα νησί που αγαπά τόσο, όσο και ο Κωνσταντίνος Ρήγος, ο οποίος σκηνοθέτησε το ολόφρεσκο βίντεο κλιπ του νέου της τραγουδιού «Μακριά από την τρικυμία». Εκεί, στην προβλήτα των Αστεριών, νέα παιδιά βουτάνε στη θάλασσα, αισιόδοξα για το μέλλον.
Είναι αισιόδοξη; «Είμαι προβληματισμένη και θυμωμένη με όλα αυτά που περάσαμε και περνάμε στην Ελλάδα, με την έξαρση της διεθνούς τρομοκρατίας, με την αβεβαιότητα που μας περιβάλλει», μας λέει.
Τρεις δεκαετίες στην ελληνική μουσική σκηνή, δεκαοκτώ χρόνια πηγαινέλα στην Ισπανία, διεθνείς μάνατζερ και αναρίθμητες συμμετοχές σε διεθνή μουσικά φεστιβάλ, και ο ξένος τύπος να την αποθεώνει για την ιστορική πια εμφάνισή της, στο Carnegie Hall. Έφτασε ποτέ στα όριά της; «Όχι, δεν έχω κουραστεί ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια, αντιθέτως, κάθε συνάντηση με το κοινό, κάθε ταξίδι, με αναζωογονεί. Η συνεχής αναγνώριση της δουλειάς σου δεν είναι δεδομένη και αυτονόητη, συνεπώς, νιώθω ευλογημένη και τυχερή που εισπράττω από τότε που ξεκίνησα μέχρι και σήμερα την αγάπη του κόσμου».
Οι εποχές αλλάζουν και μπαίνει στη διαδικασία να κάνει πολλά περισσότερα από πριν. Τώρα είναι και παραγωγός του τελευταίου της δίσκου. Μην ξεγελιέστε, δεν την ελκύει καθόλου ο ρόλος του μάνατζερ, ούτε της αρέσει το γεγονός ότι οι δισκογραφικές δεν έχουν πια τη δυνατότητα να βοηθήσουν πραγματικά τους καλλιτέχνες. Αν και ξέρει να προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες, δεν παύει να στεναχωριέται που έχει απαξιωθεί η σημασία του βινυλίου και του cd, αυτό το «ωραίο παραμύθι που αγόραζες στο σύνολό του, με το δημιουργικό του artwork, που κοσμούσε τη δισκοθήκη σου». Και κάπως έτσι, πέρασε από την εποχή των πλατινένιων δίσκων και των πωλήσεων χιλιάδων αντιτύπων στα εκατομμύρια views στο youtube. Στην αρχή αμήχανα μα σχετικά γρήγορα και αναμφίβολα έξυπνα.
Αν κάτι ξεχωρίζουμε σε αυτήν, είναι η αισθητική της, σε όλα τα επίπεδα. Της το λέμε και μας απαντά με σχεδόν αυστηρό ύφος: «Όλοι έχουμε αισθητική. Η αισθητική μου είμαι εγώ. Αυτό είναι όλο.»
Τη ρωτάμε αν η απουσία της από τα παιχνίδια ταλέντων τηλεοπτικής κοπής οφείλεται σε αυτή της την αισθητική. «Δεν έχω πρόβλημα με τους συναδέλφους που συμμετέχουν στα τηλεοπτικά παιχνίδια. Απλώς, εγώ δεν θα μπορούσα να μπω στη λογική του κριτή, “έλα εσύ, φύγε εσύ”, ούτε στις ανάγκες ενός τηλεοπτικού show. Στεναχωριέμαι όμως που δεν υπάρχουν τηλεοπτικές εκπομπές στις οποίες μπορούμε να δείχνουμε τη δουλειά μας. Αυτές με ενδιαφέρουν και αυτές μου λείπουν». Προσωπικό κόστος, ή επαγγελματικό; Τίποτα από τα δύο. Όταν λες όχι, κάτι χάνεις αλλά σίγουρα και κάτι κερδίζεις.
Στην ερώτηση «τι θα ονειρευόταν για το μέλλον;» η ματιά της αγριεύει από ενθουσιασμό. Πολλά ωραία τραγούδια, μια νέα άνθιση στην ελληνική μουσική σκηνή, νέους στιχουργούς, συνθέτες, μουσικούς. Μια μουσική που δεν καταντάει να είναι πάρεργο, αλλά συνεχίζει να αποτελεί την παρηγοριά μας.
Αλλάζουμε θέμα και τη ρωτάμε για την Αθήνα, την πόλη στην οποία όπως μαρτυρά η ίδια, μπορεί και δραπετεύει. «Μένω στο κέντρο το οποίο αγαπώ πολύ. Το διασχίζω περπατώντας κάθε μέρα, από την Πλάκα έως τον Εθνικό Κήπο, όπου με βγάλει». «Δεν σε αναγνωρίζουν;», τη ρωτάμε εύλογα. «Παριστάνω τη μη αναγνωρίσιμη και περνάω μια χαρά. Ένα απλό νεύμα από κάποιον απέναντι, ένα “γεια σου, Ελευθερία” και όλα καλά».
Ιnterview: Yorgos Kelefis