Music

O Neil Tennant εκδίδει λεύκωμα με τους ιδιοφυείς στίχους των Pet Shop Boys

«One Hundred Lyrics and a Poem», αυτός είναι ο τίτλος του βιβλίου του Neil Tennant των Pet Shop Boys, με το λευκό και μίνιμαλ εξώφυλλο να περικλείει το έργο της ζωής του.

Τραγούδια για το σεξ και την πολιτική, την αγάπη και την απόγνωση, ένα φάσμα της βρετανικής ζωής. «Δεν είμαι πεπεισμένος ότι η ζωή μου ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα. Αυτή είναι η αυτοβιογραφία μου».

Το λεύκωμα αποτελείται από 100 τραγούδια που έγραψε ο ίδιος για τους Pet Shop Boys, του πιο επιτυχημένου ντουέτου στην ιστορία της βρετανικής μουσικής σκηνής. Περιλαμβάνει τεράστιες επιτυχίες όπως το «It’s a Sin» και το «The Ghost of Myself», στο οποίο ο Tennant θυμάται τη σχέση του με μια κοπέλα στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, προτού αποδεχτεί την γκέι ταυτότητά του. Ο Neil Tennant γράφει τραγούδια όλη του τη ζωή… Ως hippy έφηβος στο Newcastle και στη συνέχεια για χάρη των Pet Shop Boys.


«Θυμάμαι μικρός που είχα ακούσει το Strawberry Fields Forever και ακολούθως είχα διαβάσει την “εξήγηση” του τραγουδιού από τον John Lennon που έλεγε ότι στόχος του ήταν να λειτουργεί σαν συνομιλία. Αυτό εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι είχε βαθιά επίδραση σε μένα. Θυμάμαι επίσης μια συνέντευξη του Frank Sinatra όπου έλεγε ότι ιδανικά οι στίχοι πρέπει να εκφράζονται με τη μορφή συνομιλίας. Πάντα αυτό προσπαθούσα να πετύχω. Μπορεί να μην σου έρχεται αυτομάτως στο μυαλό ως κορυφαία στιχουργός, όμως η Madonna γνωρίζει καλύτερα από τους περισσότερους πώς να δίνει έμφαση στη σωστή συλλαβή», λέει στον Guardian.

Με τον Chris Lowe, φοιτητή της Αρχιτεκτονικής, συναντήθηκαν σε ένα κατάστημα ηλεκτρονικών, το 1981, ένα χρόνο πριν ξεκινήσει ως συντάκτης στο ποπ περιοδικό Smash Hits. Ο ίδιος και ο Lowe ήθελαν τα τραγούδια του Pet Shop Boys να έχουν τον ακατέργαστο ενθουσιασμό της electro, hi-NRG και hip-hop. Το πρώτο τους «Νο1 West End Girls» αφορά μια μανιώδη, glamorous νύχτα στο Λονδίνο, έχοντας αναφορά στο βιβλίο του Edmund Wilson, “To the Finland Station”, την ιστορία του σοσιαλισμού από τη γαλλική επανάσταση μέχρι την άφιξη Λένιν στην Αγία Πετρούπολη.

«Με ρωτούν τι σημαίνουν κάποια τραγούδια, όπως το “Rent” φερ’ ειπείν. Ποτέ δεν είμαι σίγουρος για το νόημα και αυτό το αίνιγμα είναι κάτι που μου αρέσει πάντα στα ποπ τραγούδια. Μπορεί να άκουσα κάποιον κάποτε σε κάποιο γκέι κλαμπ να λέει για κάποιον άλλον “Α, αυτός είναι ‘νοικιασμένος’ [rent]»… Πάντα υπήρχε ένα στοιχείο πρόκλησης στους στίχους μας. Είναι μια έκφραση «nostalgie de la boue”, νοσταλγίας του υπονόμου. Και τους δύο μας έλκυε πάντα το πάθος που κρύβεται στη ζωή του δρόμου», αναφέρει.

Ένα από τα πιο συναρπαστικά τραγούδια των Pet Shop Boys ήταν η απάντηση του Neil Tennant στην κρίση του Aids. «Όταν συνειδητοποίησα ότι ήμουν γκέι ήταν όταν ξέσπασε η κρίση με το Aids, οπότε ήταν όλα παρανοϊκά. Ένας στενός μου φίλος από το Newcastle, είχε HIV. Ήταν τότε που το Suburbia βρισκόταν στο top10».

«Δεν γράφω για τη ζωή μου με τον ευθύ, βιωματικό τρόπο που χρησιμοποιούν οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, οι καλλιτέχνες στις μέρες μας. Καμιά φορά σκέφτομαι: «Που είναι η τέχνη, που είναι η ποίηση σ’ αυτό; Φοβάμαι ότι δεν με εκφράζει καθόλου αυτός ο τρόπος, δεν είμαι εγώ. Δεν έχει να κάνει με προσωπικές αντωνυμίες, έχει να κάνει με την ποίηση τελικά», προσθέτει μεταξύ άλλων και γελά.

Τα τραγούδια των Pet Shop Boys είναι ένα σχόλιο για την κοινωνία και την πολιτική, ωστόσο, δεν έχουν γράψει τραγούδι άμεσης διαμαρτυρίας. «Δεν θα ήθελα να γράψω ένα τραγούδι που ονομάζεται “Second Referendum Now” (σ.σ. το Brexit). Έχουμε γράψει ένα τραγούδι με τίτλο “Give Stupidity a Chance” που είναι σάτιρα. Είναι πολύ κοντά σε ένα τραγούδι διαμαρτυρίας, αλλά είναι επίσης αστείο», υποστηρίζει ο Neil Tennant.

Ο Tennant έγινε διάσημος στις 31 και τώρα είναι 64. Τρία τραγούδια του εμπνεύστηκαν από κηδείες και στο βιβλίο ασχολείται και με την θνησιμότητα με τον ίδιο να επιμένει πως «Οι άνθρωποι φεύγουν».

Ερωτηθείς για τον θάνατο του George Michael αναφέρει: «Συνάντησα πρώτη φορά τον George Michael το 1982 όταν, ως δημοσιογράφος ακόμα του Smash Hits, πήρα συνέντευξη από τους Wham. Η τελευταία φορά που τον είδαμε ήταν ακριβώς τριάντα χρόνια αργότερα κατά την τελετή λήξης των Ολυμπιακών του Λονδίνου. Κάποιος από το διπλανό μας καμαρίνι είχε έπαιζε μουσική απίστευτα δυνατά. Ζήτησα από τον μάνατζερ μας να πάει να του ζητήσει να την χαμηλώσει. Μετά από λίγο ανοίγει απότομα η πόρτα και εισβάλλει μέσα ο George – που δεν τον είχαμε δει από τότε που μπήκε φυλακή – φωνάζοντας: «Εσύ ζήτησες να χαμηλώσω τη μουσική»; «Ναι, εγώ» του είπα. Και τότε αυτός ανοίγει τα χέρια και μου λέει: «Έλα να σ’ αγκαλιάσω». Και αμέσως γυρνάει πίσω στο καμαρίνι του και βάζει να παίξει το δικό μας το West End Girls – στη διαπασών».