Πριν μία δεκαετία έβαζες τη μπλούζα ελάχιστα μέσα στο παντελόνι -θέλοντας να φανεί σαν ατύχημα- για να δείξεις όσο χρειάζεται τη μεγάλη αγκράφα της GUCCI. Σήμερα, σε μία εποχή που ακόμα και οι εταιρίες που στηρίζονταν στο branding, έχουν σε μεγάλο βαθμό ελαχιστοποιήσει τη χρήση του, ο Alessandro Michele φέρνει την απενεχοποίησή του: η μπλούζα μπαίνει τελείως μέσα, η ζώνη φωνάζει “GUCCI” και το γυναικείο πρότυπο του Michele αισθάνεται τόσο cool με αυτό.
Μαζί φέρνει και το νέο αέρα του ιταλικού οίκου. Εδώ υπάρχει μόνο ομορφιά, φυσική ομορφιά. Τα μαλλιά είναι ατημέλητα. Οι άνδρες μοιάζουν με γυναίκες και οι γυναίκες με άνδρες. Και κανείς τους δεν ταυτίζεται ούτε με το παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον· κατά τον φιλόφοσο Giorgio Agamben αυτή ακριβώς η απουσία του χρόνου είναι ο τρόπος να διατηρήσει κανείς κάτι για πάντα ζωντανό. Κάθε φόρεμα, κάθε πουκάμισο ή παλτό, μπουφάν ή φούστα, παπούτσι ή τσάντα διατηρεί κάτι από το παρελθόν και ταυτόχρονα το αρνείται.
Εδώ δεν υπάρχει σεξουαλισμός, μονάχα sex appeal. To κορίτσι της Gucci φαίνεται σαν να έχει διαλέξει τα ρούχα της από ενα vintage store, που όμως τα συνδυάζει έτσι που φαίνονται σύγχρονα. Μεγάλοι σκελετοί γυαλιών, pom pom καπέλα, loafers με επένδυση από δέρμα αλόγου, botanic print και πλισέ φορέματα πρωταγωνιστούν. Στις λίγες ανδρικές εμφανίσεις εντωπίζεται ένας θηλυπρεπής υπαινιγμός· Μετά την Prada, τον Saint Laurent και άλλους βασικούς οίκους ήρθε η ώρα της Gucci να ενστερνιστεί το pandrogeny πρότυπο. Ως pandrogeny θα μπορούσαμε να ορίσουμε τη συνήθεια των δύο φύλων να ενσωματώνουν στη συμπεριφορά και τον τρόπο ένδυσης αρκετά στοιχεία του αντίθετου φύλου.
Με το πρώτο show του Michele για την Gucci έγινε φανερή η γρήγορη διαφοροποίηση στην αισθητική του οίκου (τελευταία φορά που συνέβη έντονα ήταν το 2012 με τον Raf Simons για τον Dior). Συνήθως, ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι πολύ συγκεκριμένος, και δεν είναι άλλος από την ικανοποίηση ή όχι του κοινού με την εκάστοτε γραμμή ενός οίκου. Αξίζει να σταθούμε στην σύγκριση του Michele με την προκάτοχο του, Frida Giannini. H δεύτερη, υπηρετούσε ένα πρότυπο αρκετά κοντά στην ιστορία του οίκου: η γυναίκα είναι τόσο θηλυκή όσο τις επιτρέπει ο άνδρας και το επάγγελμά της. Και φυσικά η γυναίκα αυτή θέλει να φαίνεται πως φοράει Gucci. Αντίθετα, ο Michele χτίζει ένα πρότυπο φιλελεύθερο. Ένα πρότυπο που φοράει τη GUCCI ζώνη όχι για φανεί-ακόμη και αν έχει μεγάλη αγκράφα- αλλά επειδή του αρέσει. Αυτή η ειδοποιός διαφορά των δύο σχεδιαστών μαρτυρά και ένα σημαντικό φαινόμενο της εποχής μας. Μόλις το έντονο branding έκανε τον κύκλο του, οι σχεδιαστές-κυρίως των μεγάλων οίκων- βρήκαν εναλλακτικούς τρόπους για να στιγματίσουν το όνομά τους. Δεν είναι τυχαία εξάλλου αυτή η έξαρση των τελευταίων ετών με τα prints. Με τον τρόπο αυτό το κοινό ξεκαθάρισε αρκετά τις επιλογές του: μπήκε στη διαδικάσία να σκεφτεί τι θα αγοράσει περισσότερο βάσει τί του αρέσει και όχι τι μάρκα είναι.
Σε μια εποχή όπου η τεχνολογία υπαγορεύει το χρόνο και το νόμο, ο Michele προσπαθεί να συμβιβαστεί με ό, τι όμορφο έχει μέσα του. Υπηρετεί την αγνότητα, γιατί αυτή θεωρεί πως λείπει από το παρόν. Και αν το κάνει με μία δόση υπερβολής είναι γιατί ξέρει πως θα λείπει και από το μέλλον. Με όπλο αυτή τη βασική του αρχή, οδηγεί το κοινό σε αυτά τα μισοσκότεινα, μα τόσο ρομαντικά λημέρια του.
LAZAROS TZOVARAS