Ένα κοινό όχι τόσο συνηθισμένο σε αυτή την πλευρά του Jonathan Anderson. Ένας σχεδιαστής που αγαπά οτιδήποτε ρετρό. Μαζί, δύο παράμετροι που δε λήφθηκαν υπόψη στο ελάχιστο. Αντιθέτως, αυτή τη φορά δεν υπάρχει τίποτα να συμμορφώνεται στις εμπορικές νόρμες, τις επιρροές, τις απαιτήσεις του κοινού και των κριτικών. Aυτή τη φορά πυρήνας είναι ο άνθρωπος, όπως αυτός σκιαγραφείται μέσα από το Νέο Κύμα των ’80s.
Αυτό ακριβώς το κύμα παρέσυρε τη δημιουργική έμπνευση του Anderson στο χθεσινό show στο Λονδίνο. “Μια κοπέλα ετοιμάζεται για clubbing το βράδυ του Σαββάτου ή για μία συναυλία και γυρνάει σπίτι της το πρωί της Δευτέρας. Αυτή ακριβώς η γυναίκα με αφορά.”, δήλωσε ο σχεδιαστής στα παρασκήνια. Και τα υλικά που χρησιμοποιεί το επιβεβαιώνουν: ζακάρ, δέρμα, μεταλλικά εφέ και λαμέ με prints, όλα μπερδεμένα μεταξύ τους. Υπήρχε μία ασυμφωνία στα ρούχα κάτι που, ωστόσο, είχε πολύ ουσιαστικό ρόλο: τη γυναίκα του Anderson δεν την αφορά να είναι ντυμένη αλάνθαστα. Την αφορά κάθετί άνετο και σίγουρα εκκεντρικό. Θα χορέψει, θα φλερτάρει, θα κάνει χρήση ουσιών. Θέλει να αισθάνεται ελεύθερη μέσα στο ρούχο. Αυτή η λογική έχει περάσει και στα μαλλιά και το make up: μία απλή κοτσίδα και ένα natural βάψιμο βοηθάνε πολύ όταν ιδρώνεις στα ασφυκτικά γεμάτα υπόγεια μαγαζιά του Λονδίνου, ακούγοντας Iron Maiden. Εντύπωση κάνει το γεγονός ότι απουσιάζει το denim, το αγαπημένο ύφασμα των “headbanger” των ’80s. Αυτό συμβαίνει διότι ο Anderson δε θέλει να μπει στη διαδικασία της πιστής αντιγραφής. Αναβιώνει τη δεκαετία του ’80 με έναν εντελώς φουτουριστικό τρόπο, για να μπορεί να την κουμπώσει στο σήμερα.
Είναι πραγματικά ενδιαφέρον πώς ο Anderson, διατηρώντας την αισθητική συνέπειά του, καταφέρνει να αντιφάσκει. Το 2011, στην πρώτη ολοκληρωμένη συλλογή ρούχων που παρουσίασε στην Εβδομάδα Μόδας στο Λονδίνο (μέχρι πρότινος λάνσαρε αποκλειστικά συλλογές κοσμημάτων) η έμπνευσή του προήλθε από το κίνημα του νατουραλισμού. Τότε είχε αφήσει όλους να πιστέψουν πως αυτός είναι ο χαρακτήρας του: κοντά στη φύση, κοντά στο ακατέργαστο. Μάλιστα, της είχε δώσει τον τίτλο “The Fear of Naturalism”, προσπαθώντας να εκφράσει ένα από τα βασικά προβλήματα της εποχής μας. Τέσσερα χρόνια μετά, παρουσιάζει μία συλλογή που μπορεί να γίνει αντιληπτή-επομένως και χρήσιμη- μόνο από τα άστεα, τις μεγάλες πρωτεύουσες του κόσμου. Και όμως, είναι και οι δύο τόσο Anderson. Εξάλλου, το υποστήριξε και ο ίδιος: “Νομίζω ότι είναι σημαντικό να σπάσω τους κωδικούς που έχω δημιουργήσει, χωρίς να χάνω τον εαυτό μου μέσα από αυτή τη διαδικασία”.
Είναι πραγματικά μοναδικός και πλέον σπάνιος ο ρομαντισμός με τον οποίο αντιμετωπίζει ο Anderson το έργο του (ανήκει σε αυτή την ομάδα, με βασικούς εκπροσώπους τους Craig Green και Gareth Pugh). Δεν επαναλαμβάνει τους εμπορικούς του κωδικούς με αυτοσκοπό το κέρδος, δεν λειτουργεί με ένα μηχανισμό ψυχολογίας του καταναλωτή. Δουλεύει πάνω σε αυτό που τώρα του αρέσει. Για μια ιδέα που του έρχεται το πρωί όταν ξυπνάει ή όταν είναι έξω και διασκεδάζει. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, που μέσα στην έξαρση των ’60s και ’70s από όλους του μεγάλους οίκους έως τα high street καταστήματα, αυτός πηδά σε μία εντελώς διαφορετική εποχή.
Δεν υπάρχει αιτία ούτε συνέπεια για ό,τι κάνει. Υπάρχει μόνο αγάπη. Και αυτό αντανακλά και στη πασαρέλα. Και το φωνάζουν όλα· ακόμα και τα μοντέλα, που περπατούν άνετα, σαν να βρίσκονται στον δικό τους ιδανικό κόσμο. Και αυτή η διάθεση μαγνητίζει και το κοινό σε αυτή τη δική του, τη νέα μορφή ελευθερίας.
LAZAROS TZOVARAS
J.W.ANDERSON HAIR AND MAKE UP
Hair: Anthony Turner using L’Oréal Professionnel
Makeup: Mark Carrasquillo using MAC Cosmetics