Η άφιξη του Jonathan Anderson στο τιμόνι της γυναικείας δημιουργικής διεύθυνσης του Dior ήταν από τα πιο πολυσυζητημένα γεγονότα στη μόδα το 2025.
Το απόγευμα της Τετάρτης, η πρώτη του συλλογή για την άνοιξη/καλοκαίρι 2026 έδωσε την απάντηση -ο Anderson δεν μπαίνει απλώς σε ένα ιστορικό σπίτι μόδας, αλλά επιχειρεί να το επαναπροσδιορίσει, θέτοντας τα θεμέλια μιας νέας δημιουργικής γλώσσας.
Από τη στιγμή που οι καλεσμένοι μπήκαν στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο, ήταν ξεκάθαρο ότι η εμπειρία δεν θα ήταν μια «συνηθισμένη» πασαρέλα. Μια ανεστραμμένη πυραμίδα, εμπνευσμένη από τον I.M. Pei και το εμβληματικό γυάλινο έργο του στο Λούβρο, κρεμόταν από την οροφή. Η εγκατάσταση, αποτέλεσμα συνεργασίας με τον Luca Guadagnino και τον παραγωγό Stefano Baisi, μετατράπηκε σε οθόνη που πρόβαλλε μια μικρού μήκους ταινία του Adam Curtis. Ο Βρετανός σκηνοθέτης, γνωστός για τις στοχαστικές, πολιτικοποιημένες ταινίες του, συνέθεσε μια ατμόσφαιρα που έφερνε σε διάλογο το παρελθόν του Dior με τον σύγχρονο κόσμο. Αρχειακά πλάνα, από τον ίδιο τον Christian Dior μέχρι τον John Galliano και τη Maria Grazia Chiuri, συνδυάστηκαν με σκηνές ταινιών τρόμου, δημιουργώντας ένα μείγμα γοητείας και ανησυχίας.
Το σκηνικό αυτό λειτουργούσε ως προοίμιο στην πρόθεση του Anderson να σεβαστεί την ιστορία του οίκου χωρίς να την εγκλωβίσει στο παρελθόν. «Δεν μπαίνεις στον Dior για να διαγράψεις, αλλά για να κωδικοποιήσεις ξανά τη γλώσσα του», δήλωσε, υπογραμμίζοντας ότι η δική του «καθαρή σελίδα» δεν σημαίνει άρνηση της κληρονομιάς, αλλά δημιουργική μεταμόρφωση.



Η ίδια η συλλογή ήταν ένα παιχνίδι ανάμεσα στη μνήμη και την καινοτομία. Το θρυλικό Tailleur Bar παρουσιάστηκε σε συρρικνωμένη εκδοχή, με μια ελάχιστη πλισέ φούστα που αμφισβητούσε την παραδοσιακή ιδέα της κομψότητας. Το Bar jacket επαναπροσδιορίστηκε με μπροστινό δέσιμο που θύμιζε φιόγκο, ενώ οι ίδιοι οι φιόγκοι εμφανίστηκαν ως leitmotif, από τις λεπτομέρειες στα φορέματα μέχρι τα σετ με πουκάμισα και φούστες. Οι σιλουέτες έμοιαζαν να στρίβονται και να δένονται, σαν να είχαν πλάσει οι ίδιοι οι κόμποι τη μορφή των ρούχων.





Δεν έλειψαν οι θεατρικές υπερβάσεις, όπως oversized καπέλα που θύμιζαν στιλάτες καλόγριες, δαντελένια καλύμματα προσώπου, φούστες-μικρογραφίες από στρώσεις υφάσματος που θύμιζαν μιλφέιγ και άλλα. Ταυτόχρονα, πιο «προσγειωμένα» κομμάτια -όπως μίνι δερμάτινες φούστες, σουέτ τσάντες με ενσωματωμένο μεταλλικό logo και μυτερά pumps με το “C” και το “D” χαραγμένα σε κάθε πόδι -πρόδιδαν την πρόθεση του Anderson να κρατήσει τη συλλογή σε διάλογο με την πραγματικότητα.





Η έννοια της «έντασης» -ανάμεσα στη φαντασία και το πραγματικό, ανάμεσα στην κληρονομιά και το παρόν- βρισκόταν στον πυρήνα της δουλειάς του. Ο Jonathan Anderson μίλησε για το ντύσιμο ως «τρόπο να γίνεις χαρακτήρας πάνω στη σκηνή της ζωής». Αυτό το θεατρικό πνεύμα, άλλωστε, διαπέρασε κάθε λεπτομέρεια του show.





Στη front row, οι τρεις νέες μούσες του Dior -και πρέσβειρες του οίκου- Mia Goth, Greta Lee και Mikey Madison, παρακολούθησαν την πασαρέλα, έτοιμες να φορέσουν τα τολμηρά κομμάτια στις επόμενες εμφανίσεις τους στο κόκκινο χαλί. Η παρουσία τους ενίσχυσε την ιδέα του Anderson ότι ο οίκος Dior της νέας εποχής του δεν θα είναι μόνο ένα σύνολο ρούχων, αλλά ένα σύμπαν που συνομιλεί με τον κινηματογράφο, την τέχνη και την κουλτούρα.





Η πρεμιέρα του Jonathan Anderson για το Dior δεν ήταν απλώς μια συλλογή, αλλά μια δήλωση ταυτότητας. Ένας τολμηρός διάλογος με το παρελθόν, που ανοίγει τον δρόμο για ένα μέλλον γεμάτο εντάσεις, αντιθέσεις και νέες αφηγήσεις. Αν το New Look του Christian Dior το 1947 επαναπροσδιόρισε την έννοια της θηλυκότητας, ο Anderson σήμερα επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει τη δύναμη της μνήμης -φιλτράροντάς την μέσα από το δικό του αδιαπραγμάτευτα σύγχρονο βλέμμα.
Σε άλλα νέα, δείτε και την πρώτη συλλογή του οίκου Gucci από τον Demna





Ο Jonathan Anderson, γεννημένος στη Βόρεια Ιρλανδία το 1984, θεωρείται ένας από τους πιο τολμηρούς σχεδιαστές της εποχής μας. Μετά από δώδεκα χρόνια στο τιμόνι της Loewe, όπου μετέτρεψε τον ισπανικό οίκο σε διεθνές powerhouse, αποχώρησε το 2025 για να αναλάβει το ιστορικό Dior. Παράλληλα, έχει διακριθεί και με το προσωπικό του brand JW Anderson, το οποίο ξεχωρίζει για τον πειραματισμό και τον διάλογό του με την τέχνη.
