Kείμενο: Nέλλη Ανδρικοπούλου/ Σχόλια: Δανάη Δραγωνέα/ Φωτογραφία: Καρολίνα Μέη/ Make-up: Mαίρη Φακίνου
Πόσο μ’ άρεσε να χορεύω, όταν ήμουν μικρή! Τις νύχτες που ερχόταν η Θάλεια κι έπαιζε πιάνο, άφηνα το κρεβάτι μου και χόρευα σαν τρελή. Το τσάρλεστον που μου είχε μάθει.
Κάποτε ο μπαμπάς αργούσε το βράδυ. Μέχρι να ‘ρθει, η μαμά έπαιζε πιάνο – τον Σοπέν κι όλα τ’άλλα, αυτά που αγαπούσα. Μεγαλώνοντας κάτω απ’ το Μπέχσταϊν, γινόμουν πιανίστα. Με σκλάβωνε η μουσική. Ζωγράφος θα γινόμουν έτσι και αλλιώς. Κι όταν μου χάρισαν το κόκκινο βιβλίο με τα χρυσά γράμματα, είπα θα διαβάσω όλα τα βιβλία του κόσμου. Δε θα ‘χανα βέβαια τον καιρό μου στην κουζίνα, αφού πάντα το φαγητό ήταν ωραίο – εκτός όταν είχαμε σπανάκι, φυσικά! Αλλά ούτε και τα πράγματά μου θα τα συγύριζα – πάντα θα βρισκόταν κάποιος άλλος να το κάνει. Αν τα συγύριζε η μαμά, θ’ αργούσα να τα ξαναβρώ… Δε βαριέσαι. Θα ‘χανα ένα λεπτό.
…κι αυτός ο έρωτας, τι φοβερό! Το να ‘σαι συνέχεια ερωτευμένη! Και γάτος αν περνούσε στο δρόμο, θα τον ερωτευόμουν. Ιδίως αν είχε γκρίζα μαλλιά και γαλάζια μάτια, όπως εκείνος ο κύριος. Όμως δεν θα τολμούσα να τον κοιτάξω. Δήθεν αδιάφορη, θα κοιτούσα αλλού. Έπρεπε, όμως, έπρεπε να ερωτευτώ τρελά. Κάποιον που θα γινόμασταν ένα. Ένα. Όταν λέγαμε μήλο, θα ήταν το μήλο. Θα ταξιδεύαμε μαζί. Έτρεχα, έτρεχα. Με το στόχο μπροστά μου, έριχνα στη ζωή κλεφτές ματιές, προσπερνώντας. Έκλαιγε ή γελούσε, πάντα την έβλεπα προφίλ. Όταν έπαψα να τρέχω, είχε πάρει τον όγκο της, είχε αποκτήσει βάθος. Ήταν δική μου! Είμαστε ανφάς, ανέκφραστες, ενώπιος ενωπίω. Έσκυψε, μου τα είπε όλα. Για το νου, για την καρδιά, για τις πέντε αισθήσεις. Για κείνες τις πλάνες. Και για οράματα, για ελευθερίες… Για τις χειραγωγήσεις, τις οικογενειακές, τις κοινωνικές, τις πολιτικές. Για το Θεό, και για τη φτώχεια, τις αρρώστιες. Για την κακία μας. Για τις παρανοήσεις, τις σκληρές ματαιώσεις. Όταν μου έλεγε για την πικρία, φύσηξε ο άνεμος. Όταν μίλησε για την τύχη έδυε ο ήλιος.
Κάτι μουρμούρισε για τη φιλία. Τη μοναξιά. Για τα γεράματα. Στα βράχια δίπλα μας, οι ασφόδελοι άνθιζαν.
N.A
Η Νέλλη Ανδρικοπούλου κάνει παρέα μόνο με νέους ανθρώπους. Εγώ τη βλέπω όταν προλαβαίνει, έτσι κι αλλιώς μένουμε σε διαμερίσματα πάνω κάτω. Τη γνώρισα πριν από πέντε χρόνια και κάθε φορά που με καλεί στο σαλόνι της με το μαύρο πιάνο, τους πίνακες και τα αμέτρητα βιβλία φροντίζει να μου διηγείται και μια ιστορία. Με τη Νέλλη έμαθα για την Αθήνα του ‘30, για το ταξίδι του Ματαρόα, για τους φίλους της που, μέχρι να τη συναντήσω, μόνο σε βιβλία είχα διαβάσει και κυρίως έμαθα να της μιλάω στον ενικό.
Δ.Δ.