Ένα πρόσφατο περιστατικό κατάφερε να ρίξει φως στο άγνωστο παρασκήνιο της βιομηχανίας απομιμήσεων επώνυμων ειδών μόδας, το εμπόριο των οποίων αγγίζει παγκοσμίως τα 18 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Εκτός της πολυτελούς ζωής των διακινητών, τα έσοδα του παράνομου εμπορίου ενδέχεται να χρηματοδοτούν τρομοκρατικές οργανώσεις, καθώς και κυκλώματα trafficking κι εμπορίας ναρκωτικών.
Το χαμηλό κόστος των απομιμήσεων, που αποτελεί δέλεαρ για τους καταναλωτές, επιτυγχάνεται μέσω της εκμετάλλευσης των εργατών στα εργοστάσια παραγωγής, που σε αρκετές περιπτώσεις απαρτίζονται από ανηλίκα θυμάτα της παιδικής εργασίας, τα οποία δουλεύουν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες.
Οι προβλεπόμενες ποινές για τους εμπλεκόμενους, χαμηλότερες σε σχέση με τις αντίστοιχες για ανάμειξη σε άλλες παράνομες δραστηριότητες, καθιστούν το εμπόριο απομιμήσεων επικερδές και χαμηλού ρίσκου για τους διακινητές. Σημαντικό ρόλο στην αποδοχή του φαινομένου από τους καταναλωτές διαδραματίζει η δυσκολία της ταύτισης των προϊόντων με τις συνθήκες εξαθλίωσης πίσω από τη διαδικασία παραγωγής τους.
Το λαθρεμπόριο επεκτείνεται και στον τομέα των καλλυντικών, με φθηνά προϊόντα κυρίως από ασιατικές χώρες να διανέμονται παγκοσμίως μέσω του διαδικτύου, θέτοντας συχνά σε κίνδυνο την υγεία των καταναλωτών, αφού σε αρκετές περιπτώσεις περιέχουν σημαντικές ποσότητες επικίνδυνων ουσιών, όπως ο μόλυβδος ή το αρσενικό.
Ενώ σε πολλές περιπτώσεις ο εντοπισμός από τις επώνυμες εταιρείες των ιστοσελίδων που πωλούν τέτοιες απομιμήσεις είναι εύκολος και οδηγεί σε διώξεις, καθώς παράνομα κέρδη αποκομίζονται σε μεγάλο βαθμό από τη λαθραία πώληση πλαστών προϊόντων.
Κείμενο: Αλεξάνδρα Δέδου