Interviews

Το Ayesha Tan-Jones και η δική του όπερα στην 7η Μπιενάλε της Αθήνας

“Ένας υπέροχος κόσμος είναι αυτός όπου δίνει χώρο σε όλους μας για να ζήσουμε” – Ayesha Tan-Jones

Με αφορμή το νέο έργο του, για την 7η Biennale της Αθήνας (έως τις 28 Νοεμβρίου 2021), το Ayesha Tan-Jones, μοιράζεται με το Ozon τις επιρροές του, τον τρόπο δουλειάς του αλλά και τι θέλει να περάσει στο κοινό μέσα από την όπερα που παρουσιάζει.

Συνέντευξη στην Ολυμπία Τζώρτζη και φωτογραφίες από τον Γιώργο Μαυρόπουλο.


Ozon: Είναι πολύ σημαντικό το ότι έχεις σπουδάσει γλυπτική, καθώς είναι κάτι που αντικατοπτρίζεται στη δουλειά σου, συγκεκριμένα στο πώς προσπαθείς να βρεις τρόπους για να διαμορφώσεις αντικείμενα, υλικά, θόρυβο, ενέργεια καθώς και το ίδιο το σώμα. Θα μπορούσες να μας διευκρινήσεις κάποια πράγματα για τη δουλειά σου ως Yaya Bones αλλά και τη δουλειά σου στο Shadow Sisters Fight Club;

Ayesha Tan-Jones: Αυτό που ήταν σημαντικό στις σπουδές μου στη γλυπτική ήταν ότι με ώθησε να παρατηρώ τα πάντα σαν να είναι γλυπτά. Νομίζω ότι η εκπαίδευση στη γλυπτική ήταν πολύ ενδιαφέρουσα για μένα, γιατί οι καθηγητές μου, όταν ήμουν στο πανεπιστήμιο, ήταν εξαιρετικά ανοιχτοί σε αυτό που αντιλαμβάνονταν ως γλυπτική και έτσι κινούμασταν πραγματικά στο χώρο και ωθούσαμε καταστάσεις προς τα εμπρός. Προσπάθησαν πραγματικά να μας αποδομήσουν ό,τι θεωρούσαμε γλυπτική.

Ειλικρινά, νιώθω ότι διεύρυνα την τέχνη μου μέσω της γλυπτικής. Έμαθα να αναρωτιέμαι «είναι αυτό το το ίδιο το αντικείμενο;» Μας αρέσει να δημιουργούμε με την κίνηση του σώματος και των σκέψεών μας και αυτό είναι που συμβαίνει και με τη μουσική μου. Θέλω να γράφω τραγούδια. Θέλω να γράψω, για παράδειγμα, ένα τραγούδι που με κάνει να νιώθω με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Και ήταν αυτό που σμίλευσε τα συναισθήματά μου και ελπίζω να σμιλεύει τα συναισθήματα άλλων ανθρώπων όταν το ακούνε.

Είναι ευκολότερο να ορίσω τον εαυτό μου ως γλύπτη. Όσον αφορά στη μουσική μου ως Yaya Bones, βλέπω τη διαδικασία παραγωγής μουσικής ως γλυπτό ήχο, ως γλυπτό χώρο. Το να περιγράψω την κοινότητά μου, το Shadow Sisters Fight Club, είναι σαν πρακτική που βασίζεται σε εργαστήρια, όπως το να δημιουργεί κάποιος γλυπτά στο χώρο ή να δημιουργεί γλυπτά από ενέργεια μέσα στο χώρο.

Ozon: Αν υποθέσουμε ότι όλοι συνυπάρχουμε στο ίδιο σύμπαν αλλά σε διαφορετικές στιγμές, όπως έχεις αναφέρει σε προηγούμενη συνέντευξή σου, οι διαφορετικές προσωπικότητες στο έργο σου αντικατοπτρίζουν διαφορετικές ταυτότητες; Είναι αυτή μια προσπάθεια να ξαναγράψουμε τη δεδομένη ιστορία, να αφήσουμε τον έλεγχο να χαθεί, να βρεθούμε ανάμεσα στον μύθο, τη μυθοπλασία και την πραγματικότητα;

Ayesha Tan-Jones: Στην πρακτική που βασίζω στους χαρακτήρες μου, είμαι όλοι εκείνοι οι χαρακτήρες που δημιουργώ. Είναι μέσα για να εξερευνήσω διαφορετικά πράγματα. Υποθέτω ότι αυτό που μπορώ να κάνω με τους χαρακτήρες είναι να τους μεταμορφώνω σε ημι -υπερήρωες, χωρίς όμως να είναι αυτό που όλοι αναμένουν. Φανταστείτε έναν ενθουσιώδη υπερ-ήρωα να μιλάει για το κλίμα, με τρόπο τέτοιο που να ευαισθητοποιεί αντί να ουρλιάζει «ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ» στα πρόσωπα των ανθρώπων.

Νομίζω ότι ο κάθε χαρακτήρας μιλάει για τέτοια πράγματα με διακριτικότητα και ευστοχία. Ωστόσο, δεν σκεφτόμουν πάντα με αυτό τον τρόπο. Έλεγα στον εαυτό μου ότι η τέχνη μου είναι ο ακτιβισμός μου και αυτό για το οποίο θέλω να μιλάω, άρα η τέχνη μου είναι πολύ σημαντική και όλοι θα την κατανοήσουν. Αλλά ήμουν πολύ αφελής. Το ότι είμαι ικανή να μιλήσω για αυτά τα ζητήματα είναι περισσότερο μια πράξη κάθαρσης για ‘μενα. Δεν χρειάζεται να ουρλιάζω στα πρόσωπα των ανθρώπων.

Πρέπει να αποδεχτώ ότι η δουλειά μου είναι αυτή που είναι και δεν πρόκειται να αλλάξει. Τουλάχιστον ξέρω ότι αγωνίζομαι να πετύχω κάποια μορφή οράματος στο έργο μου και να ασχοληθώ με αυτούς που ανταποκρίνονται σε αυτό που νιώθω. Είναι μια μορφή ιστορίας με την οποία μπορεί κάποιοι να ταυτιστούν ή από την οποία μπορεί κάποιοι να εμπνευστούν. Στη συνέχεια, αυτά τα μυαλά που ανταποκρίθηκαν, θα μπορέσουν να οδηγήσουν σε μια μικρή αλλαγή.

 

Ozon: Καθώς υπήρξες πρόθυμo να κάνεις ό,τι είναι εφικτό για να θεραπεύσεις τον εαυτό σου και την κοινότητα από τη θλίψη σχετικά με την κατάσταση του κόσμου, δημιούργησες τον όρο «optimystic dystopia». Πώς εφαρμόζεται αυτός ο όρος στη (διαθεματική) εργασία σου, στη ζωή και στις σχέσεις σου;

Ayesha Tan-Jones: Είναι αυτό το συναίσθημα της εύρεσης εκείνων των στιγμών αισιοδοξίας μέσα σε μια τέτοια τραγική κατάσταση. Άρχισα να δουλεύω αυτόν τον όρο πριν από το 2020. Ασχολήθηκα με τον όρο με τρόπο που θα χαρακτήριζα σχεδόν πνευματικό, έλεγα ότι αυτή είναι μια οπτιμιστική/ μυστικιστική δυστοπία, μια optimystic dystopia που μπορούσε να ορίσει κάποια πράγματα που έκανα. Η δημιουργία του Shadow Sisters Fight Club, ενός χώρου για να μάθουν οι άνθρωποι αυτοάμυνα, έδινε επίσης την αίσθηση μιας οπτιμιστικής/ μυστικιστικής δυστοπίας, ήταν από μόνο του optimystic dystopian – και μόνο το γεγονός ότι οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν αυτοάμυνα είναι δυστοπικό – αλλά ταυτόχρονα είναι ένας χώρος για να αγαπάμε τον εαυτό μας και τους άλλους διαφορετικό τρόπο.

Με αυτή την έννοια είναι πραγματικά αισιόδοξο να εμπλακούμε με τον όρο αυτό στην πορεία. Νομίζω ότι μου έδωσε τα εργαλεία για να μπορέσω να μείνω στη ζωή. Μου έδειξε ότι απλώς δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τα πάντα με τη λογική. Τα τελευταία δύο χρόνια αποτέλεσαν μια περίοδο βαθιάς αναταραχής για πολλούς ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού μου. Η έκφραση είναι μια αισιόδοξη μυστικιστική δυστοπία, μια optimystic dystopia.

Ozon: Θα μπορούσες να περιγράψεις τον ιδανικό σου κόσμο; Υπάρχει για εσένα μια τέτοια έννοια ή είναι μια διαρκής διαδικασία και εσωτερική αναζήτηση όπως θα μπορούσε να ερμηνευτεί η όπερά σου “Parasites of Pangu”;

Ayesha Tan-Jones: Εύχομαι ο ιδανικός κόσμος ή ο κόσμος ή η ύπαρξή μου, να ήταν ένας κόσμος γεμάτος ανθρώπους από όλες τις φυλές και τα χρώματα, γεμάτος ανθρώπους queer, γεμάτος ποικιλομορφία με αυτήν την έννοια, γιατί αυτό θεωρούσα ότι ήταν η διαφορετικότητα. Είναι όλοι οι άνθρωποι που έχουν περιθωριοποιηθεί σε αυτόν τον κόσμο. Ένας υπέροχος κόσμος είναι αυτός όπου δίνει χώρο σε όλους μας για να ζήσουμε.

Αυτό είναι το ιδανικό. Και όλοι μέσα σε αυτό το σύμπαν θα μπορούσαν να ενσαρκώσουν την queerness σε όλες τις πραγματικότητες που υπάρχουν και να εξερευνήσουν ταυτότητες και πολιτισμούς με τρόπο τέτοιο ώστε να μην αισθάνεται κανείς ότι τον καταπιέζουν ή τον κλέβουν ή του φέρονται με μίσος. Και προφανώς μια άλλη πτυχή αυτού είναι όλα τα ζώα και τα φυτά. Όλα πρέπει να είναι στην πιο όμορφη αληθινή τους κατάσταση. Κανείς δεν πρέπει να είναι αυτοσυντηρούμενος. Η ανάπτυξη και τα τρόφιμα δεν πρέπει να ανήκουν σε μια κυβέρνηση. Δεν πρέπει να υπάρχει καπιταλισμός. Τίποτα από αυτά δεν είναι ρεαλιστικό αυτή τη στιγμή.

Ozon: Για το AB7 έχεις δημιουργήσει μια sci-fi queer ελληνική όπερα που βασίζεται στον μύθο Pangu. Tι σε ενέπνευσε σε σχέση με την Ελλάδα; Αυτό το κομμάτι θα είναι μια συνέχεια, ένα νέο στοιχείο στην υπάρχουσα όπερά σου;

Ayesha Tan-Jones: Όταν το έγραψα για πρώτη φορά, βασίστηκε σε κινέζικους μύθους για την δημιουργία του κόσμου και αυτό σχετίζεται γενικά με την ελληνική μυθολογία, καθώς η Κίνα, όπως και η Ελλάδα, έχει μια ισχυρή μυθολογική ιστορία. Νομίζω λοιπόν ότι αυτό το είδος αλληλεπίδρασης είναι που μπαίνει στο παιχνίδι.

Η ουσία της πραγματικότητας είναι διάχυτη στην όπερα. Το να τοποθετηθεί αλλά και να ανέβει η ιστορία στην Ελλάδα είχε σημασία καθώς η ελληνική μυθολογία είναι γεμάτη θεότητες. Κάθε χαρακτήρας στην όπερα αντιπροσωπεύει ένα στοιχείο, κάτι πολύ συνηθισμένο στην ελληνική μυθολογία όπου π.χ υπάρχει η θεά της θάλασσας, ο θεός της αγάπης για τη μουσική κλπ.

Ένας πυλώνας ενέργειας που είναι πολύ ισχυρός στο έργο, βασίζεται στα παράσιτα. Αυτοί οι χαρακτήρες, είναι μια προέκταση της ήδη υπάρχουσας όπερας. Είναι μια ιστορία πίσω από την όπερα, με μεγαλύτερο βάθος, με κάποιες προσθήκες στο σενάριο που δούλευα στην όπερα. Και βασικά ακούγεται σαν να μοιάζει λίγο με τις τηλεοπτικές εκπομπές ανάδειξης pop ειδώλων. Αυτά τα άτομα συμμετέχουν σε έναν διαγωνισμό. Εάν κερδίσουν, τους εγγυώνται μια θέση στα κρυογονικά δοχεία ύπνου, τα οποία μπορούν να εφαρμοστούν σε λοβούς που χορηγεί μια διαβολική εταιρεία. Πηγαίνουν λοιπόν σε αυτή τη διαβολική εταιρεία για να βάλουν τα σώματά τους στον πάγο ώστε να καταφέρουν να επιβιώσουν από την Αποκάλυψη.

Προφανώς μόνο οι πλούσιοι άνθρωποι μπορούσαν να υποστηρίξουν οικονομικά κάτι τέτοιο. Αυτός ο διαγωνισμός μοιάζει με θέατρο. Είναι μια μορφή ψυχαγωγίας για τους πλούσιους, καθώς σαν θεοί μπορούν να επιλέξουν ποιος θα επιβιώσει. Εμφανίζονται λοιπόν αυτοί οι χαρακτήρες, ένας από αυτούς έρχεται από το βάλτο, ένας άλλος από αυτούς είναι από την κοιλάδα, ένας τρίτος από αυτούς έρχεται από μια άνυδρη έρημο κ.λπ., και αγωνίζονται για μια ευκαιρία να επιβιώσουν. Και αυτή η επιβίωση εξαρτάται από τους ψηφοφόρους. Ακόμη και μέσα στο σύστημα ψηφοφορίας, υπάρχει η ιεραρχία της καταπίεσης. Κατά κάποιο τρόπο μπορούμε να παρατηρήσουμε το τέλος του κόσμου μέσα από το φάσμα ενός βασικού συστήματος διαίρεσης των τάξεων.