Έριξα το παλτό στους ώμους, άναψα βιαστικά ένα τσιγάρο και χύθηκα στον δρόμο. Ένιωθα το «είναι» μου να ασφυκτιά μες στο δωμάτιο.
Ο ουρανός έξω είχε σκοτεινιάσει και λίγες νιφάδες ξεπηδούσαν απ’ τα φορτωμένα σύννεφα. Τα αυτιά μου, όμως, έκαιγαν από την πίεση που βίωσα νωρίτερα κι η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Το μυαλό μου από την άλλη είχε επιδοθεί σε μία ακατάπαυστη λογοδιάρροια και έκανε υποθέσεις και σενάρια τρελά, προσπαθώντας να συλλάβει κι αυτό τα όσα προηγήθηκαν…
Δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι χωρίσαμε. Δεν ήθελα να το πιστέψω. Το στόμα που κάποτε έσταζε αγάπη, το στόμα σου, εκείνη την ημέρα με φαρμάκωσε. Τα μάτια σου όμως έλεγαν μια άλλη ιστορία, αντίθετα από τα όσα μου ξεστόμιζες, και για έναν ανεξήγητο λόγο εξακολουθούσα να ελπίζω με νεκρούς σφυγμούς. Τώρα βέβαια, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να θυμάμαι, και να υποθέτω για μένα, για σένα, για μας. Αν είχα κάνει εκείνο; Αν είχα πει το άλλο; Μήπως θα ήταν αλλιώς τα πράγματα; Άραγε, θα είχαμε φτάσει σ’ αυτό το σημείο; Τίποτα άλλο, παρά χαζές υποθέσεις για να γεμίζω το χρόνο μου.
Ο καπνός έφευγε πυκνός από τα στήθια μου, και παρηγορούσε τη μοναξιά μου στο στενό σοκάκι. Ξαφνικά, όμως, σ’ άκουσα να φωνάζεις από μακριά το όνομά μου, κι η καρδιά μου έφυγε και πάλι από τη θέση της. Για μια στιγμή σκέφτηκα να γυρίσω να σε αντικρίσω, ίσως να σε πλησιάσω και να ακούσω τι έχεις να μου πεις. Έπειτα όμως, θεώρησα πως είναι ανώφελο να ξαναγελαστώ από ένα ψέμα που είχε ημερομηνία λήξης και που έκανε ερείπιο τη ζωή μου. Στενοχωρήθηκα που σε έχασα μία φορά, αλλά δε θα άντεχα να σε χάσω και δεύτερη.
Πέταξα το τσιγάρο στην παγωμένη άσφαλτο, ανασήκωσα τον γιακά μου και επιτάχυνα το βήμα…
Από τον Νικόλαο Μπάρδη