Εδώ έμαθε ότι κέρδισε Νόμπελ!
Στο κέντρο της Αθήνας, ακριβώς πίσω από το Καλλιμάρμαρο Στάδιο, βρίσκεται η ιστορική κατοικία του Γιώργου Σεφέρη, η οποία δεν μοιάζει με κάποιο άλλο κτήριο της περιοχής. Εξωτερικά θυμίζει έντονα κλασικό νησιώτικο σπίτι του Αιγαίου, όπως αυτά που συναντάμε στις διακοπές μας το καλοκαίρι. Το σπουδαιότερο όμως είναι, πως μέσα στην αυλή του φιλοξένησε μια από τις ωραιότερες αναμνήσεις του Έλληνα ποιητή!
Αναζητούσε την ησυχία
Η διώροφη κατοικία, όπου κάποτε έζησε ο Σεφέρης με τη σύζυγο του, έχει λευκούς τοίχους και μπλε παραθυρόφυλλα και έναν υπέροχο κήπο με γλάστρες και πλακόστρωτη αυλή. Το οικόπεδο αγοράστηκε από τη γυναίκα του ποιητή, Μαρώ Σεφέρη, επειδή βρισκόταν σε ήσυχο σημείο, πράγμα που ήθελε και ο ποιητής. Στη συνέχεια προχώρησαν οι οικοδομικές εργασίες, τον καιρό που ο Σεφέρης βρισκόταν στο Λονδίνο. Τα σχέδια ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Παναγής Μανουηλίδης, με την κατοικία να ολοκληρώνεται το 1960.
Η βραδιά που κέρδισε το Νόμπελ
Το βράδυ της 24ης Οκτωβρίου 1963, ο Γιώργος Σεφέρης βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού, με τη σύζυγο του και λίγους φίλους, όταν έμαθε ότι κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αμέσως μετά την ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας, τον επισκέφτηκε ο πεζογράφος Ηλίας Βενέζης, με τον οποίο άνοιξαν σαμπάνια για να γιορτάσουν το γεγονός. Στη συνέχεια, το σπίτι γέμισε με δημοσιογράφους ενώ την ίδια στιγμή ένα γκρουπ από παιδιά, μαζεύτηκαν έξω στην οδό Άγρας και άρχισαν να τραγουδούν στα Σουηδικά.
Οι μικρές τρυπούλες στο γραφείο του
Ίσως το πιο σημαντικό σημείο του σπιτιού, από την άποψη ότι εκεί ο ποιητής περνούσε τον περισσότερο χρόνο του, ήταν το γραφείο του. Εκεί ο διπλωμάτης και ποιητής Σεφέρης, απομονωνόταν και αφοσιωνόταν στο συγγραφικό (και όχι μόνο) έργο του.
Μέχρι και σήμερα, πάνω στην επιφάνεια του γραφείου του, υπάρχουν κάποιες μικρές τρύπες, οι οποίες δημιουργήθηκαν από μια περίεργη συνήθεια του ποιητή – όταν έγραφε ένα ποίημα, χτυπούσε ρυθμικά τα μολύβια του στο ξύλο, για να δει πως ακούγεται το ποίημα. Επίσης, εκεί του άρεσε να κατασκευάζει διάφορα αντικείμενα με τα χέρια του, όπως μια ξύλινη κούκλα, η οποία κρέμεται μέχρι σήμερα από το φως του προσωπικού του γραφείου.
Κείμενο: Χρήστος Χατζής