Το ημερολόγιο έδειχνε 2 Σεπτεμβρίου 2018, και ο ήλιος είχε δύσει, όταν ξέσπασε απροσδόκητα μία ανεξέλεγκτη πυρκαγιά στο Εθνικό Μουσείο του Ρίο Ντε Τζανέιρο, καταστρέφοντας στο πέρασμά της περισσότερα από 20 εκατομμύρια ανεκτίμητα αντικείμενα και εκθέματα.
Το ιστορικό αυτό κτίριο των 200 ετών περιλάμβανε στο εσωτερικό του μία σπάνια συλλογή με εκθέματα από την βραζιλιάνικη ιστορία, επιστήμη και τέχνη. «Ήταν το μεγαλύτερο μουσείο φυσικής ιστορίας στη Λατινική Αμερική, που φιλοξενούσε στο εσωτερικό του ευρήματα άνω των 100 ετών», όπως δήλωσε χαρακτηριστικά η αντιπρόεδρος του μουσείου Cristiana Serejo. Ακόμη, η Marina Silva, πρώην υπουργός περιβάλλοντος και υποψήφια για τις προεδρικές εκλογές του Οκτωβρίου είπε πως «πρόκειται για μία λοβοτομή στην βραζιλιάνικη μνήμη». Ήταν μία ανυπολόγιστη καταστροφή, που οι πυροσβεστικές δυνάμεις δεν πρόλαβαν να περιορίσουν, καθώς δεν είχαν αρκετό νερό!
Μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει σαφές πως ξεκίνησε η καταστροφική αυτή πυρκαγιά. Το Μουσείο αποτελούσε μέρος του Ομοσπονδιακού Πανεπιστημίου του Ρίο, όμως τα τελευταία χρόνια δεν λάμβανε τη μέριμνα και τον έλεγχο που του άρμοζε. Στις εντυπωσιακές συλλογές του περιλαμβάνονταν αιγυπτιακά και ελληνορωμαϊκά αντικείμενα, σκελετοί 12.000 ετών, απολιθώματα δεινοσαύρων, ένας μετεωρίτης που βρέθηκε το 1784, καθώς και ανεκτίμητοι θησαυροί από την βασιλεία της χώρας. Διακόσια ολόκληρα χρόνια έρευνας και γνώσης χάθηκαν μέσα σε μία βραδιά, και ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας της χώρας έγινε στάχτη. Η Βραζιλία μετράει περί τα 500 χρόνια ιστορίας και σ’ αυτό το κτίριο σώζονταν τα 200 τελευταία χρόνια αυτού του ιδιαίτερου πολιτισμού. Το τραγικό της υπόθεσης είναι πως λίγες μέρες πριν την φωτιά, το μουσείο έκλεισε συμφωνία με την τράπεζα ανάπτυξης της Βραζιλίας (BNDES), για κεφάλαια που περιλάμβαναν και αντιπυρικά σχέδια!
Πολλοί έκαναν λόγο για ένα έγκλημα απέναντι στους προγόνους αλλά και τους απογόνους, μία ατίμωση του παρελθόντος αλλά και του μέλλοντος αυτού του τόπου, που έχασε για πάντα μερικά από τα σημαντικότερα κεφάλαια της ιστορίας του. Παράλληλα, το τραγικό αυτό συμβάν εγείρει πολλά ερωτήματα για τον σωστό τρόπο λειτουργίας των μουσείων ανά τον κόσμο, καθώς και για την προστασία των σημαντικών εκθεμάτων που αυτά περικλείουν στο εσωτερικό τους. Η χρηματοδότηση τέτοιων κοιτίδων πολιτισμού, ιστορίας, τέχνης και επιστήμης πρέπει να θεωρείται δεδομένη εν έτει 2018, και να γίνονται οι απαραίτητες μελέτες και διεργασίες για την σωστή αρχειοθέτηση, προστασία και συντήρηση των εκθεμάτων που αυτά έχουν στην κατοχή τους.
Σε μία χώρα με μακροχρόνια και βαθιά οικονομική κρίση και ελάχιστους πόρους, όπως η Ελλάδα, μπορούν αυτά τα πολιτιστικά ιδρύματα να επιβιώσουν; Μήπως η αγάπη, το ενδιαφέρον και η συνείδηση ορισμένων δεν αρκούν για τη απρόσκοπτη λειτουργία τους; Μήπως οι αρμόδιοι φορείς και οι ιθύνοντες πρέπει να κινητοποιηθούν και να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για να αποφευχθούν ανάλογα τραγικά περιστατικά στο μέλλον; Είναι διατεθειμένη η πολιτεία να ανοίξει διάλογο με τους νέους πολίτες, τους καλλιτέχνες, τους επιστήμονες και τους ιστορικούς, έτσι ώστε να μπουν φρέσκες ιδέες και μεράκι σ’ αυτά τα ιδρύματα; Μπορεί μέσα στην ύφεση που βιώνουμε να υπάρξει η κατάλληλη κινητοποίηση, από το πιο σύγχρονο μουσείο της πρωτεύουσας, μέχρι το πιο ξεχασμένο επαρχιακό, ώστε να προφυλαχτούν οι θησαυροί τους; Ή μήπως όλα αυτά είναι απλά μερικές σκέψεις που δεν θα υλοποιηθούν ποτέ; Άλλωστε, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όπως μας έχει δείξει και η ιστορία, οι άνθρωποι δρούμε σαν Επιμηθείς, και όχι σαν Προμηθείς, και αντιδρούμε κατόπιν εορτής και αφού το κακό έχει ήδη γίνει. Ας ελπίσουμε πως η πυρκαγιά στο Εθνικό Μουσείο του Ρίο να μας κινητοποιήσει και να δώσει το έναυσμα για μία σειρά από ενέργειες πρόληψης τέτοιων περιστατικών. Ίσως τελικά το δυστυχές αυτό γεγονός να αποτελέσει φάρο για όλα τα μουσεία στα πέρατα της οικουμένης.
Και κάπου εκεί, μέσα στις φλεγόμενες προτομές, και τα καρβουνιασμένα απολιθώματα, ένα κομμάτι της ιστορίας που είχε δεύτερη ευκαιρία για ζωή, πέθανε ξανά. Δυστυχώς όμως αυτή τη φορά οριστικά, σφραγίζοντας το τέλος μίας εποχής και την αρχή μιας άλλης. Είθε αυτή η φλόγα, παρά την καταστροφή που προκάλεσε, να ζεστάνει την ανθρώπινη συνείδηση και ευαισθησία, και να φωτίσει το μέλλον των μουσειακών ιδρυμάτων.
Από τον Νικόλαο Μπάρδη