Ο Ανδρέας Αγγελιδάκης είναι αρχιτέκτονας και εικαστικός. Είναι μισός Έλληνας και μισός Νορβηγός ενώ γεννήθηκε στην Αθήνα. Ξεκίνησε να σπουδάζει στο ΑΠΘ στην Θεσσαλονίκη, συνειδητοποιώντας όμως τι πραγματικά του ταίριαζε, εγκατέλειψε αυτή την κατεύθυνση το 2ο έτος. Πήρε υποτροφία στην ηλικία των 21 ετών από το νορβηγικό κράτος και ξεκίνησε τις σπουδές του στο SciArc στο Λος Άντζελες, την τότε καλύτερη σχολή αρχιτεκτονικής. Ακολούθησε μία σημαντική πορεία, χαρίζοντάς του ένα βιογραφικό γεμάτο με ιδιαίτερα projects και αξιόλογες συνεργασίες. Αυτή τη στιγμή, η 8η Biennale του Βερολίνου φιλοξενεί το έργο του, ”Crash Pad”.
Τo Crash Pad είναι η πρώτη ανάθεση της 8ης Βερολινέζικης Biennale. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;
Αρχικά μου ζήτησε ο Juan Gaitan, ο επιμελητής της 8ης Berlin Bienalle, να σχεδιάσω ένα χώρο για events και ομιλίες για την προεργασία της Biennale. Όταν του έδειξα την ιδέα για το Crash Pad αποφάσισε ότι ταίριαζε απόλυτα με ένα από τα κεντρικά θέματα της Biennale που είναι η δημιουργία εικόνας κρατών κατά τον 18ο κ 19ο αιώνα, και αποφάσισε να το παρουσιάσει σαν “preliminary statement”.
Γιατί το ονόμασες Crash Pad και ποιος είναι ο σκοπός αυτού του «δωματίου»; Μοιάζει να έχει διπλό ή και τριπλό νόημα.
Η φράση “Crash Pad” χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει τον χώρο που κοιμάται κάποιος όταν ξεμένει στο σπίτι φίλων. Υπάρχει όμως και σαν τυπολογία χώρου από τα 70ς, ίπου οι hippies έφτιαχναν δωματιάκια καλυμμένα με υφάσματα στο πάτωμα, τους τοίχους και το ταβάνι, έπαιρναν LSD και έκαναν εκεί αυτό που λέμε drop-out. Ξεχνούσαν δηλαδή τα πάντα και χάνονταν στις ψευδαισθήσεις.
Τι αντιπροσωπεύουν τα χαλιά και οι στήλες στα πλαίσια του installation; Μοιάζει όλο αυτό που έχεις δημιουργήσει σαν ένα ταξίδι στο χρόνο.
Τα χαλιά είναι η πλευρά της Ελλάδας που έχει ξεμείνει από την Οθωμανική αυτοκρατορία, η πραγματικότητά της αυτή τη στιγμή καθώς και κατά τον 19ο αιώνα, την εποχή του Κολοκοτρώνη. Οι κολώνες είναι η ιδέα της ελληνικής αρχαιότητας και η προσπάθεια συσχέτισης με την Ελλάδα του ευρύτερου “σήμερα” όπως αυτή οργανώθηκε από την Αναγέννηση και τους Νεοκλασσικούς. Αυτή είναι ειναι η virtual Ελλάδα. Το πραγματικό και το ιδεατό είναι τα δύο συστήματα που συνεργάστηκαν στην δημιουργία του σύγχρονου Ελληνικού κράτους, που ξεκίνησε όμως από νωρίς υπό τη σκιά της χρεωκοπίας του 1893, φθάνοντας στην οικονομική κρίση που βιώνουμε σήμερα.
Τι εντοπίζεις εσύ και τι ξεχωρίζεις ως πιο καθοριστικό στην εξέλιξη του απόδημου ελληνισμού και στον πληθυσμό εκείνο των Ελλήνων που συνέχισε να ζει εντός των συνόρων;
Δεν μπορώ να πω οτι βλέπω κάποια τρομερή εξέλιξη στον απόδημο Ελληνισμό, αλλά μάλλον δεν είμαι και ο αρμόδιος, μιας και δεν μπορώ να πω ότι η ιδέα του Ελληνισμού γενικότερα είναι κάτι που με απασχολεί. Πιο πολύ με ενδιαφέρει το παράδειγμα της Ελλάδας σαν ένα glitch/ παραστράτημα της Ευρώπης. Τους φίλους που μετακομίζουν στο Βερολίνο ή στο Λονδίνο ή οπουδήποτε αλλού, τους βλέπω πιο πολύ σαν σύγχρονους ανθρώπους σκέτο, παρά σαν Έλληνες. Οι πόλεις είναι απλώς προϊόντα με ημερομηνία λήξης ως προς το πόσο γοητευτικές φαίνονται προς εμάς. Στην πραγματικότητα η αίσθηση που σου αφήνουν αφού τις ζήσεις και στο πέρασμα του χρόνου, αλλάζει. Δεν είναι κάτι μόνιμο.
Πώς συσχετίζεται το έργο σου με την οικονομική κρίση; Ποιο είναι το βαθύτερο μήνυμα που θέλεις να περάσεις εσύ με τη σύλληψη και υλοποίηση του Crash Pad;
Η ιδεα ηταν απλί, και αποτελεί συνέχεια του project που ξεκίνησα στο Feeder, στη gallerie Breeder το 2010. Πήρα τα δύο συστήματα που συνεργάστηκαν στη δημιουργία του σύγχρονου Ελληνικού κράτουςκαι τα έβαλα να συνεργαστούν στη δημιουργία ενός άνετου χώρου. Η ιδέα του “άνετου” (comfortable) είναι αρκετά μακριά από κάθε σκέψη σχετική με την σύγχρονη τεχνη. Ένα δωμάτιο που ενώ είναι αμιγώς “πολιτικό” καμουφλάρεται σαν ένας άνετος, βολικός, “ζεστός” χώρος.
Ποια είναι η άποψη σου για το Βερολίνο σήμερα;
Είναι αρκετά διαφορετικό, τόσο ώστε να σε κάνει να έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε πολλές πόλεις ταυτόχρονα. Έχει κομμάτια globalized yuppy franchise, άλλα κομμάτια πιο underground, έχει την αίσθηση του εγκαταλλειμένου αλλά και του ολοκαίνουργιου μαζί. Δεν μπορώ να πω ότι είναι από τις πιο ρομαντικές πόλεις που έχω επισκευθεί, είναι μάλλον “στεγνό”. Προτιμώ το Λος Άντζελες, γιατί μοιάζει πιο πολύ με το ίντερνετ.
Συνέντευξη: Νέλλυ Σκουφάτογλου
Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Καρτελιάς
Περισσότερα: