Με αφορμή τη δημιουργία ενός νέου μουσείου στο Βερολίνο για την street art και το αστικό καλλιτεχνικό αποτύπωμα, εξετάζουμε την αναγκαιότητα δημιουργίας ενός ανάλογου μουσείου και στη χώρα μας.
Για ολόκληρες δεκαετίες η street art βρισκόταν βαθιά στο πολιτιστικό DNA του Βερολίνου. Οι δυτικοί Βερολινέζοι πρόβαλλαν μηνύματα αντίστασης κατά μήκος του Τείχους στη δεκαετία του 1980 και μετά την επανένωση, ως δημιουργικοί πια στοχαστές, εξαπέλυσαν τα δοχεία βαφής τους στα κτίρια της πόλης. Τα έργα τέχνης που μπορεί να συναντήσει κανείς κατά μήκος των δρόμων της γερμανικής πρωτεύουσας ανέδειξαν το Βερολίνο ως την μέκκα των γκραφίτι και σήμερα εκατομμύρια τουρίστες συρρέουν στα μεγαλύτερα αξιοθέατα της πόλης, συμπεριλαμβανομένης και της υπαίθριας γκαλερί East Side, όπου περίπου 100 τοιχογραφίες καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του πρώην Τείχους.
Τώρα, ένα ολοκαίνουριο μουσείο προσφέρει στους λάτρεις της street και urban art έναν ακόμη λόγο για να επισκεφτούν τη γερμανική πρωτεύουσα. Το Museum for Urban Contemporary Art (Μουσείο για την Αστική Σύγχρονη Τέχνη) άνοιξε στη γειτονιά Schöneberg του Βερολίνου στις 16 Σεπτεμβρίου 2017, έπειτα από τις προσπάθειες του ιδρύματος Berliner Leben και της διακεκριμένης gallerist Yasha Young, που ξεκίνησε την πρωτοβουλία και την οργάνωση του Urban Nation, για να προωθήσει την street και public art σε παγκόσμιο επίπεδο, ήδη από το 2013. Μετά την επιχορήγηση ύψους 1 εκατ. ευρώ από το Berlin Lotto Foundation, το οποίο υποστηρίζει τις πολιτιστικές προσπάθειες στην πόλη, μπόρεσαν να ανακαινίσουν τους χώρους του Μουσείου και να δημιουργήσουν ένα νέο σπίτι για την street art.
Στη χώρα μας και πιο συγκεκριμένα σε ορισμένες γειτονιές των μεγάλων αστικών κέντρων, πολλοί street artists προσπαθούν να δώσουν χρώμα και νόημα στην ρουτίνα και την μονοτονία της μεγαλούπολης, ευρισκόμενοι όμως στο περιθώριο, τόσο από την μεριά της πολιτείας, όσο και της τοπικής κοινωνίας. Η καλλιτεχνική τους έκφραση όχι μόνο δεν υποστηρίζεται, αλλά πολλές φορές καταδικάζεται κιόλας ως μουτζούρα. Υπάρχουν όμως ορισμένοι άνθρωποι που αναγνωρίζουν την αξία της τέχνης του δρόμου, την θαυμάζουν και θα ήθελαν να υπάρξει μέριμνα γι’ αυτή.
Εμείς βρεθήκαμε και μιλήσαμε με δύο Έλληνες street artists, οι οποίοι μας εξήγησαν την τέχνη τους, τα μηνύματα που περνούν μέσω αυτής και την ανάγκη δημιουργίας ενός σχετικού μουσείου στη χώρα μας.
Αρχικά, ο Yiakou μας εξήγησε ότι «η street art είναι κατ’ ουσίαν μια ανοιχτή γκαλερί, η οποία δίνει το δικαίωμα στον κάθε άνθρωπο να αγαπήσει ελεύθερα την τέχνη και να επικοινωνήσει ανοιχτά και πνευματικά με τον καλλιτέχνη. Ακόμη, η δυναμική της τέχνης του δρόμου κρύβει μέσα της την ποιότητα της τέχνης του αιώνα. Όπως είναι λογικό, ο κάθε άνθρωπος, και κατά συνέπεια ο κάθε δημιουργός, ο κάθε λαός κι ο κάθε τόπος, νιώθει και αφουγκράζεται διαφορετικές σκέψεις, διαφορετικά μηνύματα. Η ελληνική street art είναι μια πλούσια επικοινωνιακή τέχνη, η οποία ενωτικά θα μίλαγε με τις λέξεις ελευθερία, έρωτας και επικοινωνία».
Το ενδιαφέρον με τη street art είναι «πως βρίσκονται στο χώρο άνθρωποι σπουδαγμένοι αλλά και άνθρωποι που η μόνη τους γνώση είναι η συνείδηση. Η συνέπεια των παραπάνω είναι πως, αν ανακαλύψεις τον κόσμο αυτών των καλλιτεχνών θα δεις τόσες πολλές και διαφορετικές τεχνικές, με τις οποίες θα ενθουσιαστείς ως προς την εφευρετικότητα και τη τρέλα αυτών. Ωστόσο, δε θα μιλήσω για τις πιο κλασικές τεχνικές, αλλά για τις πιο απίθανες! Τεχνικές με τις οποίες βυθίστηκα κι εγώ στα βάθη της street art, είναι η ταυτόχρονη χρήση πολλών σπρέι (5-6 ενωμένα μεταξύ τους), το 20+ μέτρων κοντάρι για ψηλά σημεία, το οποίο αποτελείται από 5 ενωμένα με σελοτέιπ κοντάρια, και τέλος η δημιουργία ”έργων τέχνης” σε σημεία τα οποία προσεγγίζονται μόνο από το νερό (λίμνες, ποτάμια , θάλασσα). Και πως γίνεται αυτό; Καλλιτέχνης και χρώματα πάνω σε ένα SAP (stand up paddling)».
«Προσωπικά», λέει στη συνέχεια ο Yiakou, «πάντα προσπαθώ μέσα από τα σημεία που επιλέγω να συνθέτω έργα τα οποία θα έχουν τη δυνατότερη αντανάκλαση των συναισθημάτων και της ομοιομορφίας του περιβάλλοντος. Κεντρικά ή όχι, η τελική εικόνα καταγράφεται στο φακό και ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο. Η επιλογή του “σποτ” επομένως, είναι η αρχή του έργου!»
Απέναντι βέβαια σε όσους κατακρίνουν και καταδικάζουν την τέχνη του δρόμου ο Yiakou είπε πως «τις περισσότερες φορές αδιαφορώ ή μάλλον θα έλεγα καλύτερα πως ότι γίνεται στο δρόμο, μένει στο δρόμο. Έχω δει πολλά έργα μου στο πέρασμα των χρόνων είτε να εξαφανίζονται σταδιακά, είτε να κουράζονται με τα tags και τα συνθήματα των περαστικών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να γνωρίζουμε εξαρχής, όλοι οι δημιουργοί που εκθέτουμε τον “κόσμο μας” στο δρόμο, πως μπορεί αύριο να μην υπάρχει, πως ακόμη κι ο καιρός είναι εχθρός. Για μένα ο χειρότερος βανδαλισμός είναι η αφισοκόλληση πάνω στα έργα. Δυστυχώς η ασυγκράτητη αυτή βρωμιά όχι μόνο καταστρέφει, αλλά τονίζει και την αδιαφορία προς όλες τις κατευθύνσεις».
Επιπλέον, «η Αθήνα έχει πολλά ωραία σημεία, όπου μπορείς να εντοπίσεις την street art στα καλύτερά της. Μάλιστα, τα πιο όμορφα έργα μπορείς να τα βρεις σε διάφορα κατεστραμμένα άδεια κτίρια, σε διάσπαρτα σημεία της πόλης. Εκτός αυτών, συνολική και συνεχώς ανανεωμένη τέχνη μπορείς να βρεις στο πυρήνα της πρωτεύουσας, ξεκινώντας από τα Εξάρχεια, κατηφορίζοντας το δρόμο για το Ψυρρή και τέλος διασχίζοντας το Μεταξουργείο».
Στη συνέχεια μιλήσαμε με τον street artist Cacao Rocks, ο οποίος μας επισήμανε ότι «η street art είναι ο εξευγενισμένος όρος του graffiti. Το graffiti είναι ένα συγκεκριμένο κίνημα τέχνης που ξεκίνησε στην Νέα Υόρκη και την Φιλαδέλφεια στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και φέρει συγκεκριμένους κανόνες, στιλ και πρακτικές. Όλες οι τοιχογραφίες και οποιαδήποτε τέχνη στον δημόσιο χώρο δεν είναι street art, ούτε graffiti, ούτε σημαίνει ότι κάνεις graffiti αν απλά χρησιμοποιείς spray. Την τελευταία κουβέντα θα πουν οι ιστορικοί τέχνης και οι θεωρητικοί». Ωστόσο, «ο street artist μπορεί να περάσει οποιοδήποτε μήνυμα θέλει μέσα απ`την τέχνη του, ακριβώς όπως και στις άλλες μορφές τέχνης. Βέβαια, η street art είθισται να έχει πολιτικό χαρακτήρα».
Έπειτα, ο Cacao Rocks μας μίλησε για τις πιο συνηθισμένες πρακτικές που χρησιμοποιούν οι street artists, οι οποίες είναι τρεις στον αριθμό. «Το στένσιλ, δηλαδή φτιάχνοντας μια μακέτα του αρνητικού του σχεδίου, που τοποθετείται σε οποιαδήποτε επιφάνεια και ψεκάζεται με το spray, το paste up, δηλαδή κάτι σαν την αφισοκόλληση, όπου ο καλλιτέχνης είτε τυπώνει, είτε ζωγραφίζει κάποιο σχέδιο σε χαρτί και το κολλάει πάλι σε οποιαδήποτε επιφάνεια θέλει, και τέλος, το freehand όπου ο καλλιτέχνης είτε χρησιμοποιώντας spray, είτε οποιαδήποτε άλλη μπογιά ζωγραφίζει ή γράφει ό,τι εκείνος επιθυμεί. Βεβαίως υπάρχουν και άλλες τεχνικές και δεν θα μιλήσω για τις τεχνοτροπίες του graffiti που είναι το απλό tag, το throw up, το style και πολλές άλλες».
Στρέφοντας εν συνεχεία τη συζήτηση στο κλεινόν άστυ, ο Cacao Rocks μας είπε ότι «η Αθήνα θεωρείται πλέον ”Μέκκα” του street art κυρίως λόγω της ποσότητας, αλλά και της ελευθερίας που υπάρχει εδώ. Μάλιστα, πολλοί ξένοι καλλιτέχνες έρχονται για να δημιουργήσουν στην Αθήνα και εγώ ο ίδιος έχω φιλοξενήσει αρκετούς, όπως τον Rimon Guimaraes απ`την Βραζιλία, τον David Shillinglaw με τον Malarky και άλλους πολλούς, χωρίς βέβαια να ξεχνάμε την ντόπια σκηνή, που στέκεται αντάξια σε παγκόσμιο επίπεδο, παρά τα προβλήματα της κρίσης. Το 2014 οι New York Times αλλά και φέτος το National Geographic είχαν τα αθηναϊκά γκραφίτι στα εξώφυλλά τους. Οι τουρίστες εκτός από την Ακρόπολη, γεμίζουν τις φωτογραφικές τους μηχανές με υλικό απ’ την τέχνη του δρόμου. Στο Βερολίνο πρόσφατα εγκαινιάστηκε τo πρώτο μουσείο για την street art της Ευρώπης. Αν και με αυτόν τον τρόπο η τέχνη αυτή συστηματοποιείται, θεωρώ πως θα ήταν καλό να γίνει ένα τέτοιο μουσείο και στην Ελλάδα, διότι κατ’ αυτό τον τρόπο θα διατηρηθεί αυτή η εφήμερη τέχνη και θα αποτελέσει η χώρα μας έναν πολιτιστικό προορισμό με διεθνές ενδιαφέρον».
Στα λόγια όλων όσων κατακεραυνώνουν την τέχνη του δρόμου, ο Cacao Rocks απαντάει λέγοντας ότι «ο καθένας είναι ελεύθερος να πιστεύει ό,τι θέλει. Καλό όμως θα ήταν να σκεφτούμε πως αν θεωρούμε την τέχνη του δρόμου βανδαλισμό των πόλεων, τότε και οι πόλεις είναι βανδαλισμός της φύσης».
Κλείνοντας την όμορφη αυτή συζήτηση, ο καλλιτέχνης μας εκμυστηρεύτηκε ότι «στην Αθήνα περιοχές όπως τα Εξάρχεια, του Ψυρρή και το Μεταξουργείο είναι οι γειτονιές με την μεγαλύτερη ποσότητα street art. Η Θεσσαλονίκη, από την άλλη, έχει επίσης μεγάλη ιστορία στο graffiti, ήδη από την δεκαετία του ’90. Ειδικά μετά το κύμα των Terror X Crew, ακόμα και στο τελευταίο χωριό μπορούσες να βρεις κάποιον πιτσιρικά που άκουγε χιπ χοπ, έκανε skate και τα βράδια graffiti. Ένας από αυτούς ήμουν και εγώ στην Κέρκυρα. Είχαμε ένα crew που λεγόταν ATR, παρέα με τον Kapa Raw των X Equipo, που τώρα είναι και πρωταθλητής του surf και τον φωτογράφο Χριστόφορο Κορακιανίτη. Τότε μόνο και μόνο με τον ήχο απ’ την μπίλια της φιάλης του spray καλούσαν την αστυνομία. Τώρα τα πράγματα είναι πιο χαλαρά αν και όχι πάντα, αλλά και αυτό είναι μέσα στο παιχνίδι».
Μπορεί λοιπόν η street και urban art να μην έχει βρει ακόμη τη θέση που της αρμόζει στην καρδιά του σημερινού Έλληνα, αλλά αυτό δεν ακυρώνει την ύπαρξη ταλαντούχων ανθρώπων και τη δημιουργία μοναδικών έργων τέχνης, που χρήζουν άμεσης προστασίας και προβολής. Η δημιουργία και λειτουργία ενός μουσείου για την street art στη χώρα μας θα μπορούσε να διαφυλάξει αριστουργηματικά έργα τέχνης του δρόμου, να προβάλλει νέους καλλιτέχνες, να διασώσει τεχνικές, να διδάξει ιστορία και να μεταλαμπαδεύσει στις επόμενες γενιές μία πλούσια αστική κουλτούρα. Κάνοντας μία βόλτα στο κέντρο του Λεκανοπεδίου, ή στις γειτονιές της Φτωχομάνας του Βορρά θα δεις στους τοίχους ιστορίες να ζωντανεύουν, ήρωες να αφηγούνται τις περιπέτειές τους και μία βασανισμένη και παθιασμένη κοινωνία που λαχταράει να εκφραστεί με λίγο χρώμα.
Από τον Νικόλαο Μπάρδη