Art & Design

Όταν ο Πικάσο κατηγορήθηκε για κλοπή της Mona Lisa

Το ρολόι σήμανε μεσάνυχτα. Ήταν καιρός να απομακρυνθούν τα αποδεικτικά στοιχεία. Γεμίζοντας μία υπερμεγέθη βαλίτσα με κλασική τέχνη, ο Pablo Picasso και ο Guillaume Apollinaire βγήκαν κρυφά από την πόρτα του studio τους και έτρεξαν μέσα στον πυκνό καλοκαιρινό αέρα. Η μεταφορά των έργων τέχνης ήταν πολύ επικίνδυνη, καθώς έπρεπε να προχωρήσουν με τα πόδια.

Και οι δυο τους κρατούσαν σφιχτά τη βαλίτσα, καθώς κατέβαιναν τις απόκρημνες και πλακόστρωτες γειτονιές της Μονμάρτης του Παρισιού. Από εκεί ψηλά, ο Σηκουάνας έμοιαζε να λάμπει κάτω από τα φώτα αερίου που εξακολουθούσαν να διαπερνούν τις όχθες του. Εάν η τέχνη είχε κλαπεί από οπουδήποτε, εκτός από το ίδιο το Λούβρο, ίσως το δίδυμο να μπορούσε να μετριάσει τον πανικό του. Προς το παρόν όμως, ο ποταμός φάνταζε στα μάτια τους ως η μόνη ελπίδα.

“La Joconde est Retrouvée” (Mona Lisa Found), Le Petit Parisien, Numéro 13559, 13 December 1913. Image via Wikimedia Commons.

Δύο εβδομάδες νωρίτερα, στις 22 Αυγούστου του 1911, ο κόσμος συγκλονίστηκε έπειτα από τη δήλωση ενός φρουρού στο Μουσείο του Λούβρου, ο οποίος καθώς έκανε την συνηθισμένη περιπολία του προς το γραφείο του γενικού διευθυντή, διαπίστωσε ότι η Μόνα Λίζα, ο διασημότερος πίνακας υψηλής τέχνης, είχε κλαπεί.


Η είδηση αυτή της κλοπής του πίνακα μεταδόθηκε αστραπιαία σε όλα τα μήκη και πλάτη της οικουμένης, τα σύνορα της Γαλλίας σφραγίστηκαν, και όλος ο κόσμος περίμενε με κομμένη την ανάσα να δει τι απέγινε τελικά μ’ αυτό το ιερό κειμήλιο της τέχνης. Μάλιστα, η κλοπή της Μόνα Λίζα από το Λούβρο, ήταν μία μεγάλη στιγμή αμηχανίας για το ίδιο το μουσείο, καθώς φάνηκε ελλιπής η προστασία των έργων τέχνης και εκτέθηκε στον τύπο χωρίς προηγούμενο.

Modigliani, Picasso and André Salmon in front the Café de la Rotonde, Paris. Image taken by Jean Cocteau in Montparnasse, Paris in 1916, via Wikimedia Commons.

Μήνες πριν από την ληστεία, ένας Γάλλος δημοσιογράφος είχε περάσει τη νύχτα μέσα σε μία σαρκοφάγο του Λούβρου, για να εκθέσει την ασήμαντη επιτήρηση του μουσείου. Και από αυτή του την έρευνα διαπίστωσε ότι, και οι καμβάδες θα ήταν αρκετά εύκολο να απομακρυνθούν από όλες τις γκαλερί. Την ίδια στιγμή που άλλα περίοπτα εθνικά μουσεία, όπως και το ιταλικό Uffizi, είχαν παραγγείλει πολύ νωρίτερα οι πίνακές τους να ενσωματώνονται στον τοίχο, για μεγαλύτερη προστασία, τα περισσότερα έργα τέχνης του Λούβρου, συμπεριλαμβανομένης και της Mona Lisa, συνέχιζαν να κρέμονται από τους τοίχους, χωρίς ιδιαίτερη προστασία και φύλαξη. Επιπροσθέτως, το προσωπικό του μουσείου είχε το δικαίωμα να αφαιρέσει τα έργα τέχνης με τέτοια ανεξέλεγκτη ατιμωρησία, έτσι ώστε οι φρουροί να αναφέρουν την απουσία της Mona Lisa 24 ώρες μετά την κλοπή της, αφού προηγουμένως θεωρούσαν ότι το πορτραίτο ήταν απλά έξω για συντήρηση.

Στις 29 Αυγούστου, οχτώ ημέρες μετά την εξαφάνιση του διάσημου πίνακα, ένας νεαρός άνδρας μπήκε στα γραφεία των Paris-Journal και άρχισε να μιλάει. Το όνομά του ήταν Joseph Géry Pieret, ενώ στον τύπο συχνά αναγράφονταν ως ο “Κλέφτης”.

Ο Pieret αναφέρθηκε στο γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια είχε αναπτύξει ένα σχεδόν καταναγκαστικό χόμπι κλοπής και εμπορίου μικρών έργων τέχνης από το Λούβρο. Για να τεκμηριώσει τα λεγόμενά του, ο Pieret ανέφερε ένα μικρό άγαλμα, που σύντομα επιβεβαιώθηκε από τους επιμελητές του Λούβρου ως ένα ιβηρικό κομμάτι, που έλειπε από το εκθεσιακό δείγμα του μουσείου με τα προχριστιανικά αντικείμενα.

Από εκείνη την στιγμή δημιουργήθηκαν πολλά ερωτήματα: Ήταν ο Pieret υπεύθυνος για την καταστροφή της Mona Lisa; Ξέρει ποιος ήταν ο πραγματικός υπεύθυνος; Και καθώς ο Κλέφτης εξομολογούνταν, ανέφερε αρκετές φορές ότι στο παρελθόν είχε πουλήσει δύο άλλα αγάλματα σε έναν «ζωγράφο-φίλο» στο Παρίσι, ο οποίος γοητεύονταν από την Ιβηρική τέχνη.

Ξαφνικά η υπόθεση απέκτησε προσανατολισμό. Παρόλο που οι συντάκτες του περιοδικού αρνήθηκαν να αποκαλύψουν το όνομα της ανώνυμης πηγής τους στην αστυνομία, ο “Κλέφτης” είχε αφήσει πίσω του μια ένδειξη – ένα κείμενο σε μία από τις δημοσιευμένες ομολογίες του, που προέρχονταν κατευθείαν από τα γραπτά του πρωτοποριακού ποιητή Apollinaire. Όπως θα ανακαλύψει αργότερα η αστυνομία, ο Pieret ήταν στην πραγματικότητα ο πρώην γραμματέας του συγγραφέα. Σύντομα λοιπόν, και χωρίς να χάσουν χρόνο, οι Γάλλοι ερευνητές χτύπησαν την πόρτα του Apollinaire. Αλλά η αστυνομία δεν πίστευε ότι θα είχε ενεργήσει μόνος του…

Ο Apollinaire ήταν ένα ευσυνείδητο μέλος του μοντερνισμού του Πικάσο, και μίας ομάδας καλλιτεχνών που ήταν γνωστοί ως “Wild Men of Paris”. Έτσι, η αστυνομία πίστευε ότι επρόκειτο για ένα κύκλωμα κλεφτών τέχνης, αρκετά έμπιστο και αξιόπιστο για να “σπρώξει” τη Mona Lisa.

Portrait of Pablo Picasso, 1908. Image via Wikimedia Commons.

Υπήρχε όμως ένα μικρό πρόβλημα: ούτε ο Apollinaire, ούτε ο Πικάσο είχε παίξει κάποιο ρόλο στην εξαφάνιση του διάσημου πίνακα. Ως εκ τούτου, η αστυνομική έρευνα του διαμερίσματος του ποιητή απέτυχε να παρουσιάσει νέα στοιχεία. Έτσι, οι δύο καλλιτέχνες ήταν σχεδόν αθώοι. Στο μεταξύ όμως, η μαρτυρία του Pieret ήταν αληθινή, και ο Πικάσο είχε στην κατοχή του δύο κλεμμένα Ιβηρικά αγάλματα, τα οποία ήταν θαμμένα σ’ ένα ντουλάπι στο διαμέρισμά του στο Παρίσι. Παρά τις μεταγενέστερες διαμαρτυρίες του καλλιτέχνη για άγνοια επί του θέματος, η προέλευση των αγαλμάτων δεν μπορούσε να κρυφτεί, καθώς στο κατώτατο σημείο τους, ήταν σφραγισμένη με έντονα γράμματα η εξής φράση: PROPERTY OF THE MUSÉE DU LOUVRE.

Ο Πικάσο και ο Apollinaire, όντας τρομοκρατημένοι από το ενδεχόμενο της απέλασής τους πίσω στις πατρίδες τους, αποφάσισαν να δράσουν αποτελεσματικά και άμεσα, γεμίζοντας μια παλιά βαλίτσα με τα δύο κλεμμένα Ιβηρικά αγάλματα, τα οποία και εναπόθεσαν στις όχθες του Σηκουάνα. Όμως, καθώς το δίδυμο κοιτούσε τα νερά του ποταμού, τις πρώτες πρωινές ώρες της 5ης Σεπτεμβρίου του 1911, δεν μπορούσαν να φανταστούν τους εαυτούς τους να φεύγουν μακριά.

Σιωπηλά λοιπόν, γύρισαν πίσω στο studio τους, περπατώντας, χωρίς να παραπονεθούν, τρία μίλια. Το επόμενο κιόλας πρωί, ο Πικάσο επέστρεψε τα αγάλματα στο περιοδικό, το οποίο δημοσίευσε για πρώτη φορά τη μαρτυρία του Pieret. Δύο μέρες αργότερα, ο Apollinaire εντοπίστηκε πίσω από τα μπαρ και πέρασε αρκετές μέρες στη φυλακή, μέχρι να δει πάλι τον Πικάσο, αυτή τη φορά όμως στο δικαστήριο, καθώς αντιμετώπιζαν και οι δύο κατηγορίες για κλοπή τέχνης από το Λούβρο.

Στο τέλος, η δίκη εξελίχθηκε περισσότερο ως φάρσα, παρά ως σοβαρό φινάλε. Ο Apollinaire εξομολογήθηκε τα πάντα: φιλοξένησε κάποιες ημέρες στο σπίτι του τον Pieret, που διέθετε κλεμμένη τέχνη, και συνωμότησε μαζί του στην απόκρυψη στοιχείων. Ο Πικάσο από την πλευρά του δήλωσε ότι δεν είχε συναντήσει ποτέ ξανά τον Apollinaire. Έπειτα λοιπόν από τις αντιφατικές και ανόητες μαρτυρίες τους, ο προεδρεύων τότε δικαστής Henri Drioux έληξε την υπόθεση, αθωώνοντας τους δύο κατηγορούμενους, με ελάχιστες κυρώσεις στον καθένα τους. Και κάπως έτσι, το καλλιτεχνικό δίδυμο ήταν και πάλι ελεύθερο.

Mug shot of Vincenzo Peruggia, who was believed to have stolen the Mona Lisa in 1911. ca. 1909. Image via Wikimedia Commons.

Η πραγματική δικαίωση όμως του Ισπανού καλλιτέχνη ήρθε δύο χρόνια αργότερα, όταν τον Δεκέμβριο του 1913 η Μόνα Λίζα βρέθηκε στη Φλωρεντία. Τον πίνακα είχε κλέψει από το Μουσείο του Λούβρου ο Vincenzo Peruggia, ο οποίος είχε σαν μοναδική του φιλοδοξία, να δει τον πίνακα να επιστρέφει στην πατρίδα του. Σήμερα, οι ιστορικοί συνεχίζουν να συζητούν τη νομιμότητα ενός ενδεχόμενου επαναπατρισμού της Μόνα Λίζα στην Περούτζια. Ωστόσο, πίσω στο Παρίσι, μπορούμε να φανταστούμε την ανακούφιση που αισθάνθηκε ο Πικάσο, όταν αποδείχθηκε η αθωότητά του με την είδηση της εύρεσης του πίνακα, γεγονός που στάθηκε η αιτία να παραμείνει στο Παρίσι και να μην “εξοριστεί” πίσω στην Ισπανία…

Από τον Νικόλαο Μπάρδη