Έχετε αναρωτηθεί ποτέ, πώς να ήταν τα Χριστούγεννα στην Αθήνα το, μακρινό πια στα μάτια μας, 1960; Σήμερα βλέπουμε στο διαδίκτυο δεκάδες φωτογραφίες της στολισμένης πρωτεύουσας από τα μέσα του περασμένου αιώνα, και προσπαθούμε να αποκρυπτογραφήσουμε το πνεύμα και τον χαρακτήρα εκείνων των εορτών. Υπήρχε άραγε «κάτι» σ’ εκείνες τις γιορτές που αισθανόμαστε ότι λείπει από τα σημερινά Χριστούγεννα; Ή πρόκειται απλώς για μία ακόμη συλλογική φαντασίωση, η οποία προέκυψε μέσα από τις ψευδαισθήσεις ορισμένων εικόνων;
Η αλήθεια είναι πως τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά του 1960 ελάχιστη σχέση έχουν με τις «γιορτές» όπως τις βιώνουμε σήμερα. Μεγάλο ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η επαρχιακή σχεδόν τότε ατμόσφαιρα της Αθήνας, κάτι που στις μέρες μας έχει εξαφανιστεί. Βέβαια, και η σημερινή κοσμοπολίτικη εικόνα της πρωτεύουσας έχει τη δική της γοητεία, αλλά πριν από μερικές δεκαετίες τα πράγματα ήταν ελαφρώς διαφορετικά…
Αναμφίβολα, το 1960 υπήρχε περισσότερο στιλ σε σχέση με τον ομογενοποιημένο ενδυματολογικό κώδικα των σημερινών Ελλήνων. Οι γιορτινές και γεμάτες στιλ εικόνες, όπως αυτές έχουν αποκρυσταλλωθεί σε vintage φωτογραφίες από φημισμένους χορούς μεγάλων ξενοδοχείων, σχετίζονται με την πιο «ταξική» σύνθεση της αθηναϊκής κοινωνίας του ’50 και του ’60. Οι ελάχιστοι τυχεροί που λάμβαναν πρόσκληση για τα πιο ονομαστά ρεβεγιόν της εποχής (του Δημήτρη Λεβίδη, μεγάλου αυλάρχη του βασιλιά Παύλου, ή του Σοφοκλή Παπανικολάου, επιμελητή της Βασιλικής Χορηγίας) ανήκαν σε μία μικροσκοπική αθηναϊκή ελίτ, στην οποία περιλαμβάνονταν επίσης υπουργοί, τραπεζίτες και μέλη παλιών αθηναϊκών οικογενειών.
Αυτές ήταν οι κορυφές της εγχώριας χριστουγεννιάτικης ματαιοδοξίας, και μια πρόσκληση για τα ρεβεγιόν στα δύο αυτά μεγάλα σπίτια (το πρώτο στο Χαρβάτι Αττικής, σημερινή Παιανία, το δεύτερο στο Παλαιό Ψυχικό) αποτελούσε διαβατήριο για την «καλή κοινωνία» της εποχής. Τα αυτοκίνητα με τους σοφέρ έκαναν ουρές στο δρόμο, ενώ το αυστηρό dress code των ρεβεγιόν αυτής της κλίμακας προέβλεπε φορέματα για τις κυρίες και σμόκιν για τους κυρίους.
Ένα σκαλοπάτι πιο κάτω, αλλά πάντα πολύ ψηλά στο «χρηματιστήριο» της αθηναϊκής ματαιοδοξίας, ήταν τα ρεβεγιόν στα μεγάλα ξενοδοχεία της πόλης, όπως τη Μεγάλη Βρεταννία και το King George. Εκεί μαζεύονταν μέλη της «καλής κοινωνίας» αλλά και της ανώτερης μεσαίας τάξης, καθώς και εύποροι Αθηναίοι που είχαν την οικονομική ευχέρεια να πληρώσουν για ένα τόσο σπουδαίο γεγονός, υπό τους ήχους ζωντανής ορχήστρας.
Τέλος, μέσα στις στενάχωρες πολυκατοικίες και τα χαμηλοτάβανα διαμερίσματα, δεν χωρούσαν ούτε χοροί, ούτε γεύματα, ούτε αρχοντικές προσκλήσεις εκατό και διακοσίων ατόμων. Έτσι, τα κέντρα και οι δημόσιοι χώροι ανέλαβαν να αντικαταστήσουν τα ιδιωτικά μέγαρα και τα μεγάλα ξενοδοχεία ήταν τα πιο ενδεδειγμένα για να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα κεφιού, σε πλαίσιο ζωντανής και σύγχρονης πολυτέλειας. Οι δρόμοι στολίζονταν, τα κτίρια φωτίζονταν, οι βιτρίνες φορούσαν τα καλά τους, και ο κόσμος έβγαινε να κάνει με τις οικονομίες του τα ψώνια των εορτών, παραμερίζοντας για λίγο τις έγνοιες και τα προβλήματα.
Τα λαμπερά Χριστούγεννα της Αθήνας του 1960, ήταν μία ζωή που απευθύνονταν σε λίγο κόσμο. Η εικόνα της πόλης ήταν φτωχική, αλλά οι άνθρωποι ήταν αυτοί που έδιναν άλλη διάσταση στις γιορτές. Τα πρωινά, περνώντας έξω από τον «Φλόκα» και του «Ζόναρς» στην Πανεπιστημίου ή τον «Μπόκολα» στην πλατεία Κολωνακίου, οι μυρωδιές από τις βασιλόπιτες και τα αφράτα τσουρέκια σε μάγευαν, η Ερμού και οι τοπικές αγορές έσφυζαν από ζωή και κίνηση, ενώ τα βράδια ο κόσμος πήγαινε στα clubs, όπως στην «Αθηναία» επί της Πανεπιστημίου και στο «Στορκ» στη Φιλελλήνων. Και κάπου εκεί, μέσα στις στολισμένες λεωφόρους, τις λαμπερές αίθουσες εκδηλώσεων και τα οικογενειακά ρεβεγιόν, κάποιοι άνθρωποι έκαναν όνειρα για το «αύριο», σε μία Αθήνα που σου έδινε την εντύπωση ότι όλα μπορούν να συμβούν…
Από τον Νικόλαο Μπάρδη