Από μοναχοπαίδι ενός επαρχιώτη φαρμακοποιού και ασθενικό παιδί που έβρισκε καταφύγιο και γιατρικό στις σελίδες βιβλίων και κόμικς, ο Ρενέ δούλεψε ήσυχα και υπομονετικά την πορεία του σε έναν από τους σημαντικότερους νεωτεριστές της μεγάλης οθόνης.
Ξεκίνησε την καριέρα του το 1945, πρωτοθήτευσε στον τομέα του ντοκιμαντέρ, δέκα χρόνια μετά έσπασε κάθε στεγανό του είδους με το «Νύχτα και Καταχνιά» και κατόπιν πέρασε στην μυθοπλασία για να καταρρίψει απανωτά κραταιές απόψεις πάνω στην πραγματοποίηση αλλά και την παρακολούθηση μιας ταινίας.
Η διάθεσή του να πειραματιστεί με το κινηματογραφικό μέσο, αντιμετωπίζοντάς το με τον ίδιο τρόπο που ένας συγγραφέας θα αντιμετώπιζε ένα μυθιστόρημα, ένα δοκίμιο ή μια πραγματεία γέννησε αξεπέραστα δείγματα μοντερνισμού όπως το «Πέρσι στο Μάριενμπαντ», ευφυή τολμήματα όπως το «Ο Θείος από την Αμερική» και ευφάνταστα παιχνιδίσματα με τις υπόλοιπες τέχνες όπως το θέατρο, τη μουσική, την λογοτεχνία, την όπερα, τα οποία εφήρμοσε μέχρι την τελευταία του ταινία, το βραβευμένο στο Φεστιβάλ Βερολίνου «Η Ζωή του Ράιλι».
Από μεγαλόπνοος μπροστάρης της νουβέλ βαγκ, αρχιτέκτονας κολοσσιαίων φιλμικών οικοδομημάτων και πάμπολλων γοητευτικών εκκεντρικοτήτων (όπως αυτή που χώρεσε στο αλλόκοτο sci-fi σύμπαν του «Je t’ Aime, Je t’ Aime», το 1968) μέχρι συνθέτης μελοδράματος («Μελό», 1986) και οπερέτας («Η Ζωή Είναι Ένα Τραγούδι», 1997), ο Ρενέ μεταμορφώθηκε μέσα στις δεκαετίες σε έναν σκηνοθέτη- χαμαιλέοντα, θυμίζοντας τον δαιμόνιο «Σταβίσκι» της ομώνυμης ταινίας του και προχωρώντας με κάθε νέα του δημιουργία να επανεφευρίσκει τον εαυτό του και μαζί την τέχνη του.
Μέχρι το τέλος της μέγιστης καριέρας και της ζωής του, δεν κατάφερε ποτέ να παραδώσει στο κοινό του μια συμβατική, πανομοιότυπη ή καθόλου περιπετειώδη δημιουργία. Κι αυτός είναι ο βασικός λόγος που τον αναγορεύει σε σπουδαίο σκηνοθέτη.
Επειδή δεν έπαψε ποτέ να αντιλαμβάνεται το αντικείμενό του ως μια διαδικασία διαρκούς εξερεύνησης και μεταμόρφωσης. Πέρα από εποχιακές μόδες, εφήμερες τάσεις και χρονικά στεγανά, το σινεμά του θα αποτελεί πάντα έναν έξοχο ορισμό του διαχρονικού.
Πέντε κινηματογραφικές πρωτοπορίες δια χειρός Αλεν Ρενέ
«Χιροσίμα, Αγάπη μου» («Hiroshima, Mon Amour», 1959)
Ένας Ιάπωνας αρχιτέκτονας και μια Γαλλίδα ηθοποιός κουβαλούν τις προσωπικές τους πληγές στους δρόμους μιας μεταπολεμικής Χιροσίμα, ανεπανόρθωτα σημαδεμένης από την δική της τραγωδία. Η συνάντησή τους μεταμορφώνεται σε μια φευγαλέα ερωτική ιστορία η οποία προσπαθεί διαρκώς να ξεφύγει από σκιές και φαντάσματα του παρελθόντος.
Το ανομολόγητο βάρος της ανθρώπινης μνήμης και του χρόνου, ο ισόβιος δεσμός του ατόμου με την Ιστορία, ο τρόπος με τον οποίο η συλλογική και η ατομική εμπειρία δένονται άρρηκτα μεταξύ τους- ορίστε μερικά από τα θέματα που θίγει η μυθική συνεργασία του Ρενέ με την ρηξικέλευθη πένα της Μαργκερίτ Ντιράς.
Λογοτεχνία δοσμένη με τους πιο απόλυτα κινηματογραφικούς όρους, το λυρικό και μαζί τόσο θλιμμένο αυτό ρομάντζο σμίγει τον έρωτα και τον θάνατο- οι δυο αρχέγονες σταθερές της ανθρώπινης ύπαρξης- σε έναν αξέχαστο εναγκαλισμό.
«Πέρσι Στο Μάριενμπαντ» («L’ Annee Derniere A Marienbad», 1961)
Ένας σταθμός του νεωτεριστικού σινεμά και της κινηματογραφικής πρωτοπορίας, το υπέροχο αίνιγμα του Ρενέ μπορεί να αποτελεί ένα γοτθικό όνειρο, μια σκοτεινή ερωτική φαντασίωση, ή μια ανορθόδοξη ταινία τρόμου.
Μπορεί να μαρτυρά το πέρασμα μιας ψυχής στον κόσμο των νεκρών, το παραλήρημα ενός ψυχικά διαταραγμένου μυαλού, την περιπλάνηση του θεατή σε μια αχανή έπαυλη που δεν είναι παρά το σκιώδες εσωτερικό της ηρωίδας. Μπορεί να είναι όλα και μαζί τίποτε από αυτά.
Ελάχιστη σημασία έχουν, ούτως ή άλλως, οι απαντήσεις, όταν το αριστούργημα του γάλλου δημιουργού χωρά στην μεγαλοπρεπή γεωμετρία και τα στοιχειωμένα εικονογραφικά κτίσματά της την πιο αξέχαστη περιήγηση στους λαβυρινθώδεις διαδρόμους της μνήμης, του υποσυνείδητου και του ανθρώπινου μυαλού.
«Μίριελ» («Muriel ou Le Temps d’ un Retour, 1963)
Από τις πρώτες ταινίες του Γαλλικού σινεμά που έθιξαν ανοιχτά τις ενοχές της χώρας για τα όσα εκτυλίχθηκαν στην διάρκεια του πολέμου για την ανεξαρτησία της Αλγερίας, η «Μίριελ» αποτελεί φυσικά κάτι πολύ περισσότερο.
Τοποθετώντας μια χούφτα αλληλοσυνδεόμενων χαρακτήρων σε μια αρχιτεκτονικά χαώδη Βουλώνη που παλεύει με το χθες και το σήμερα, ο Ρενέ δομεί το πανούργο δράμα του σε πέντε πράξεις και πάνω στην λογική ενός παζλ.
Όταν τα κομμάτια της ελλειπτικής αφήγησης ενωθούν, το φιλμ μεταμορφώνεται σε μια θαυμαστή κατασκευή πάνω στην σταδιακή ψυχολογική αποσύνθεση της δυτικής κοινωνίας και την συσσωρευμένη οργή που καλλιεργούν τα μέλη της πίσω από ένα κατ’ επίφαση χαρωπό προσωπείο.
«Ο Θείος από την Αμερική» («Mon Oncle d’ Amerique», 1980)
Ίσως να μην ήταν τίποτε παραπάνω από ένα έξοχα σκιαγραφημένο φιλμ χαρακτήρων αυτός ο θαυματουργός «Θείος», αν ο Ρενέ δεν επιχειρούσε να ενώσει την καθαρή μυθοπλασία με την επιστημονική τεκμηρίωση κάτω από την ίδια κινηματογραφική στέγη. Τρεις ήρωες και οι καθημερινότητές τους γίνονται αντικείμενα μελέτης και πειραματόζωα πάνω στα οποία εφαρμόζονται οι τεκμηριωμένες θεωρίες του βιολόγου Ανρί Λαμπορί. Αποτέλεσμα; Ένα ιδιοφυές και άκρως ειρωνικό δοκίμιο επάνω στην ανθρώπινη συμπεριφορά και τις μυστήριες λειτουργίες του εγκεφάλου σε δημιουργική σύγκρουση με την τέχνη του να κάνεις σινεμά και να διηγείσαι μια ιστορία.
«O Έρωτας Σε Θάνατο» («L’ Amour A Mort», 1984 )
Ο Σιμόν πεθαίνει. Λίγα λεπτά αργότερα ξαναζωντανεύει, σαν μην συνέβη τίποτα. Η Ελίζαμπεθ είναι πλάι του. Μπροστά στην ξαφνική εισβολή του θανάτου, η σχέση τους γίνεται πιο έντονη, αλλά αισθάνονται ολοένα και πιο ανίσχυροι να αντισταθούν στο επίμονο κάλεσμα αυτού του «άλλου». Σαν ερωτικό κονσέρτο δωματίου σε πλήρη συσκότιση, ο Ρενέ σφραγίζει την έξοδο κινδύνου, αποφασισμένος να μην προσφέρει άλλη ανακούφιση πέρα απ’ το ίδιο το θάνατο.
Πηγή: Cinemag