Film & Theatre

Gregory Rentis

gregory rentis
Ο Γρηγόρης Ρέντης σπούδασε σκηνοθεσία στο California Institute of the Arts και μετά από μια θεατρική παράσταση και μερικές βραβευμένες μικρού μήκους, αυτή την περίοδο ετοιμάζεται για την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, τον “Λιγνίτη”. Στο ΟΖΟΝ μιλά για τις ιστορίες που του αρέσει να διηγείται ξανά και ξανά, για τους μοναχικούς χαρακτήρες που κατασκευάζει και για τα όνειρα που προβάλλουμε πάνω στις ταινίες.

Έχεις μείνει πολλά χρόνια εξωτερικό, ενώ αρκετοί φίλοι σου βρίσκονται εκτός Ελλάδας, πώς βιώνεις αυτό το αδιάκοπο πήγαινε-έλα; Έχουμε καλύτερες ιστορίες να λέμε μεταξύ μας, τελικά;


Δεν ξέρω αν είναι χαρακτηριστικό της γενειάς μας αλλά υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης στη μονιμότητα. Μετακινούμαστε και δοκιμάζουμε συνεχώς. Η Ελλάδα μας φαίνεται φτωχή σε ιδέες και προοπτική, το εξωτερικό συχνά άσκοπο να το αγαπήσεις. Είναι δύσκολο να βρεις το που ανήκεις.

Υπάρχει κάποια ιστορία που διηγείσαι ξανά και ξανά;

Το όνειρό μου είναι κάποτε να κάνω μία ταινία που να θυμίζει την αίσθηση που έχεις μετά από ένα μεσημεριανό ύπνο το καλοκαίρι. Κάτι που θα βρίσκεται μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου. Κάτι που θα μπορείς να το ακολουθήσεις αφηγηματικά αλλά το παζλ θα οδηγεί πέρα από την έκβαση της ιστορίας. Μία ταινία όπου θα ζεις μέσα της κι όχι μαζί της.

Πώς συνδέονται οι δύο μικρού μήκους σου ‘Δύση’ και ‘Αποστάσεις’ με τον ‘Λιγνίτη’;

Μου αρέσει να σκέφτομαι τον “Λιγνίτη” ως την ολοκλήρωση μίας τριλογίας πάνω στη θεματολογία πατέρα-γιου. Με έναν τρόπο πρόκειται για σικουελ της ίδιας σχέσης δύο ανδρών που αδυνατούν να εκφράσουν τα συναισθήματά τους για τον άλλο.

Γιατί επέλεξες να ασχοληθείς με το θέμα της μοναξιάς;

Η μοναξιά των χαρακτήρων μου είναι κάτι που δεν μπορώ να αποβάλλω από πάνω τους, είναι το στοιχείο που αγαπάω περισσότερο σε αυτούς. Γενικότερα με ενδιαφέρει πολύ η μοναχικότητα. Ζούμε τόσες μοναδικές στιγμές κλεισμένοι στον εαυτό μας που είναι αδύνατον να τις μοιραστούμε. Κάνουμε συνειρμούς, πλάθουμε ιστορίες, έχουμε φαντασιώσεις, σκεφτόμαστε πράγματα που δεν θα προφέραμε ποτέ. Και νομίζω ότι το σινεμά καταφέρνει κάτι προς την εξωτερίκευση αυτή της κατάστασης. Αν μια ταινία έχει κάνει τη δουλειά της, επιστρέφεις στην πραγματικότητα ζαλισμένος. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι και άλλοι είδαν την ίδια ταινία αλλά η εμπειρία παραμένει διαφορετική από τη δική τους. Είναι μοναδική και μοναχική. Επειδή κανείς δεν βλέπει πραγματικά την ταινία. Βλέπουμε μία εκδοχή της ταινίας. Η εμπειρία μας είναι ένα όνειρο που προβάλουμε πάνω της.

Πότε κλείνεις τους λογαριασμούς σου με μια ιστορία;

Λένε ότι ο κάθε δημιουργός αφηγείται μία μόνο ιστορία. Ότι όσο κι αν αλλάξει το περιτύλιγμα (το είδος, η μουσική, το στυλ) η προσωπικότητα και η θεματολογία παραμένει ίδια. Η ταινία, πέρα από ένας τρόπος να επικοινωνήσω, είναι και μία αφορμή για να σκεφτώ καλύτερα γιατί με ταλαιπωρεί κάτι τόσο καιρό. Δεν είναι εύκολο αλλά προσπαθώ καθετί που κάνω να πηγάζει από κάτι ειλικρινές, αληθινό και προσωπικό. Νομίζω ότι μία ταινία, στην ουσία της, πρέπει να είναι απογυμνωτική.

Μίλησέ μου για τους ήρωες που συναντάμε στις ταινίες σου;

Οι  ήρωες μου είναι αρκετά εσωστρεφείς: μιλάνε λίγο, δεν εμπιστεύονται πολύ τους άλλους και τους είναι δύσκολο να πλησιάσουν τους γύρω τους.

Ποιος είναι ο τρόπος με τον οποίο παρατηρείς/ χρησιμοποιείς την καθημερινότητα; Πώς χειρίζεσαι το μπανάλ;

Μεγαλώνοντας, καταβάλλουμε μία υπερπροσπάθεια για να βρούμε τον εαυτό μας συχνά απορρίπτοντας όσα μας περιβάλλουν τα οποία στην ουσία μας περιορίζουν. Με σοκάρει το ότι συνήθως επιστρέφουμε σε αυτά – ακόμα κι όταν αυτό γίνεται μέσα από μία προσωπική οπτική. Οι πρώτες μου εικόνες, τα πρώτα μου ακούσματα ήταν στα στη 10ετία του 80. Οι πρώτες μου στιλιστικές επιλογές στα ‘90ς. Με συγκινεί το κιτς και το μπανάλ. Δεν είναι μέρος της αισθητικής μου, δεν θα φορέσω ποτέ hot pink αλλά είναι μέρος της ταυτότητάς μου. Τραγούδια όπως “Τα κορίτσια ξενυχτάνε”, “Η Μπάμπολα”, το “Δώδεκα” με συγκινούν όποτε τα ακούσω. Σκέφτομαι τους γονείς μου να χορεύουν σε κάποιο αποκριάτικο πάρτι. Δεν ξέρω αν αυτό είναι μπανάλ αλλά είναι ενός είδους νοσταλγίας για αναμνήσεις που έχω στο υποσυνείδητο.

Μπορείς να δεχθείς έναν ήρωα που είναι απρόβλεπτος; Μια ιστορία που δεν γνωρίζεις ακριβώς πώς θα εξελιχθεί;

Αυτό που με ιντριγκάρει ακόμα περισσότερο από έναν απρόβλεπτο ήρωα είναι ένα απρόβλεπτο γύρισμα. Στο “Μου ζήτησες να περιμένω” περάσαμε κάποιες μέρες σε ένα μοναστήρι μαζί με την Αρασέλη Λαιμού και τον Κωνσταντίνο Αντωνόπουλο, δύο πραγματικά ταλαντούχους σκηνοθέτες. Δεν υπήρχε σενάριο, σκαλέτα, προετοιμασία. Υπήρχαν ιδέες και χρόνος. Αντιδράσαμε σε αυτό που βλέπαμε. Καταγράψαμε τη ζωή στο μοναστήρι, γυρίσαμε μυθοπλαστικές σκηνές, γράψαμε σκηνές που ήταν εκτός μοναστηριού, μοντάραμε επιτόπου. Το αποτέλεσμα είναι ό,τι πιο ειλικρινές έχω κάνει και ανυπομονώ να βρεθώ σε τέτοιες συνθήκες ξανά.

Συνέντευξη Δανάη Δραγωνέα / Φωτογραφία Γιώργος Καπλανίδης